Έργο του Παλαιστίνιου Basel El Maqosui

“Χάρου τον κόσμον, χάρου τον
Χάρου και την ημέραν
Ιάννη μου, γένε σύγνεφον,
και σχίσε τον αέρα.”
Ο Γάλλος Fauriel αποθανατίζει το λαικό μας θρήνο στα “Μυριολόγια” του.

Σήμερα, είπα, έτσι γαμάτος όπως είμαι
να αφήσω τα γνωστά, βαρέθηκα,
ας βγω μια βόλτα προς τον Κάτω Κόσμο.

Με το στυλ ανθρώπου μοντέρνου, εποχής,
μοδάτο πορτοφόλι ανθρακί για τα γκαφρά
παπούτσια αθλητικά μάρκας παγκόσμιας
και πρόσωπο εκπαιδευμένο στα ι μότζι
“καρδιές” και “αγάπες” και “κλάμα” και “οργή”
το σώμα μου δοσμένο στα εισαγωγικά
τα έτοιμα από τα κέρδη “ινδαλμάτων”
ξεκίνησα για τη μισή χώρα της Περσεφόνης.

Τα βέρι βέρι ιμπόρταντ πέρσονζ ήθελα
να δω πώς κάνουν μπιφ μες στα σκοτάδια.
Θα γίνει βάιραλ η σέλφι με τους Σκύλους του Βαρκάρη;
Μια αχτίδα φως θα χει στον Άδη
να λάμπει το χρυσό μου σταυρουδάκι;

Μα, τίποτα δεν πήγε όπως το ΄θελα.

Τα λεφτά μου πέραση δεν είχαν
με τα παπούτσια μου
δεν ασχολήθηκε κανείς.
Και τα πέρσονζ δεν τα δα πουθενά.

Αντίθετα, φανζ μου αγαπημένοι,
με το που έφτασα στις Πύλες τις γνωστές
του Άδη
κάτι ρακένδυτοι με κύκλωσαν
κάτι λέchια τελειωμένα και λειψά
άλλος χωρίς χέρια, άλλη χωρίς πόδια
άλλα χωρίς κεφάλι

Μου φτύσανε το ι μότζι “έλεος”
μου ψύρισαν το σταυρουδάκι
και κείνο το διαλεγμένο στυλάτο
πορτοφόλι
το δα να σκίζεται στα λειψά
τα δόντια ενός λεχρίτη.

Μα, έτσι όπως με κύκλωσαν
πίσω δεν είχα να ξεφύγω
και αναγκαστικά
πέρασα μπροστά μέσα απ΄τις Πύλες
τις ορθάνοιχτες.

Στα χέρια μου σφιχτά το αι φόουν μου
μην το τσιμπήσουνε ετούτα
τα αποβράσματα.

Α, τράβελερζ, που γυρνάτε
τον πλανήτη
με μια τόσο φιλάνθρωπη διαφήμιση στα χέρια
μια μάρκα σοκολάτα, ένα μπραντ ρούχο
στον Κάτω Κόσμο
μη βάλετε αστέρια.

Φωνές, κραυγές, ιαχές,
ζώα δίποδα με κύκλωσαν
“Ε, ξένε, αυτοί είμαστε
που μας είχες στις σπηλιές
να αφήνουμε μόνο μια παλάμη
σημάδι φόβου πάνω απ΄τα κυνήγια σου

Ξένε, δίποδοι πρόγονοι είμαστε
κόκκαλα που μας έθρεψαν
οι άμμοι της ερήμου

Κάτι σπηλαίων ένοικοι
κάτι αρχόντων δούλες
κάτι μισάδια που έμειναν
στα μέρη της Ιλιάδας

Κάτι φθόγγοι φιλόσοφων
του Σπάρτακου συντρόφοι

και από τα μέρη σου
οι γυμνοί, κείνοι οι διακονιαραίοι.

Μέσα στις μάζες των νεκρών
που όλο με κυκλώναν
κι ένας λερός, πιο δυνατά
ξεχώριζε απ΄τα πλήθη

“Στη δούλα που με γέννησε
κι ας ήταν κόντε δούλα
Στη μάνα που τρελάθηκε:

Δω ταν ένας άνθρωπος
κι εκεί ταν ένας τόπος”

Μετάνιωσα, μετάνιωσα
πώς μου ΄ρθε ο Κάτω Κόσμος
σαφάρι πήγα στους νεκρούς
και έγινα το κυνήγι.
Και εκεί που έβλεπα να βγω
επιτέλους να ξεφύγω
Πολλές, χιλιάδες, άπειρες
με ζώσανε
ασπρόμαυρες μαντήλες
περίτεχνες με σχέδια παλιάς γεωμετρίας
μα δεν τις κινούσαν σώματα
αλλά κομμάτια μόνο
ή σώματα καθόλου.

Της Γιάφα ανθρώπων δάχτυλα
Καρδιές απ΄τη Ραμάλα
χέρια κομμένα από μανάδες της Χαν Γιούνις
και πρόσωπα παιδιών, μάλλον

-ήταν τόσες, βλέπετε,
οι πληγές στα πρόσωπά τους
από τα θραύσματα
που δεν κατάλαβα καλά-

Αγαπημένοι φανζ,
με τα ωραία βιουζ σας
χάλια ο Κάτω Κόσμος
αυτές τις ημέρες.

Μείνετε Πάνω.
Προφυλαχτείτε.

*Με σένα Μπίλια, μεγάλωσε η αβάσταχτη γλυκιά “εντάφια συντροφιά” μας.

Ελένη Χαύτη