Από πού άραγε γεννιέται ο σκοταδισμός; Πού ακριβώς επωάζεται η καταδίκη του ερωτικού, του σεξουαλικού, όπως λένε, προσανατολισμού; Ποια είναι η μήτρα που κυοφορεί φαινόμενα σαν το προχτεσινό; Μια μάζα σαλονικιώτικης νεολαίας να γίνεται κυνηγός κεφαλών δύο ανθρώπων μόνο και μόνο, επειδή «δήλωσαν» με την εμφάνισή τους την ιδιαίτερη -την απλά μειοψηφική δηλαδή- ερωτική τους ταυτότητα; Ποιος, τέλος πάντων, τροφοδοτεί το τέρας στη νεολαία που είναι έτοιμο να κατασπαράξει, να βρίσει, να επιτεθεί, να χουλιγκανίσει, να πολιορκήσει τα κορμιά και τις ψυχές μιας «ξέσκεπης ζωής»*; Ποιον συμφέρει η άλωση των Άλλων, των Αλλοπρόσαλλων, των Διαφορετικών; Θα γιατρευτεί άραγε η κοινωνία μας (βαριά, σπουδαία έννοια μιας λέξης) με την ποινική καταδίκη, με τους μπάτσους, με τις συλλήψεις, με την κρατική καταστολή; Θα δικαιωθεί το άδικο;

Δεν σκοπεύει το άρθρο αυτό να κουράσει με «ξύλινες», όπως λένε, απαντήσεις για το πόσο αναγκαίο είναι να οργανωθεί ο κάθε καταπιεσμένος αυτής της «κοινωνίας», για να αντιπαλέψει το τέρας. Την έχουμε συναντήσει πολλές φορές τη βαριά γρίπη της κοινωνικής αδιαφορίας και των τόσο τυποποιημένων λόγων της: γραφικός ο αντικαπιταλισμός, κάτι βαρετά πράγματα και μπανάλ. Κάτι ξεπερασμένα.

Σε ό,τι όμως αφορά τη Θεσσαλονίκη και το αντιτρανς προχθεσινό πογκρόμ δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τα λόγια του «ξεπερασμένου» αυτής της πόλης, του ερωτικά εξόριστου, του σπουδαίου λογοτέχνη μα κυρίως Μέγα Ρημαγμένου της Πρωτεύουσας των Προσφύγων, του Γιώργου Ιωάννου. Χωρίς να δίνουμε, όμως, καμιά αποκλειστικότητα στον τόπο και την εποχή του. Είναι πολλές, δυστυχώς, οι πόλεις της χώρας μας, οι λόγοι και οι εποχές που μπορούν να «ρημάξουν», όπως συνήθιζε να λέει, την καθεμία και τον καθένα μας. Όμως ως σώμα και αίμα σαλονικιώτικο, ο Γιώργος Ιωάννου έχει από το 1984 επισημάνει τις αιτίες της βαρβαρότητας της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ήταν, εξάλλου, ένας άνθρωπος που πλήρωσε πολύ ακριβά τα «μαθήματα ηθικής» του. Κι εμείς, οι περισσότεροι μεγαλώσαμε μέσα στην φυλακή της ηθικής που περιγράφει και φέρουμε τη βαριά ενοχή ότι δεν ανατρέψαμε τη βία της καπιταλιστικής κρίσης των καιρών μας. Μια βία που κάνει πια το τέρας ανήλικο.

Ίσως, λοιπόν, αυτό το απόσπασμα, φανεί χρήσιμο σε όσες και όσους θέλουν να αντιπαλέψουν τη σύγχρονή μας βαρβαρότητα:

«Η λαϊκή ηθική ιδεολογία είναι εκεί απάνω ακόμα και τώρα εκκλησιαστική. Οι πληθυσμοί αυτοί της Μακεδονίας και Θράκης, και πολύ περισσότερο οι προσφυγικοί, έχουν στις ρίζες τους καλογερική αγωγή, διότι ποιμαίνονταν ως και πριν από εβδομήντα ή και εξήντα χρόνια, περισσότερο από την εκκλησία παρά από τους κοσμικούς. Και μάλιστα από μια εκκλησία που την κατηύθηναν κατά βάθος οι μοναχοί του Αγίου Όρους και των άλλων μοναστηριακών, κατά τόπους, κέντρων. Ακόμα και μεταξύ του 1935 και 1955, για μια εικοσαετία τουλάχιστον, έχουμε στη Θεσσαλονίκη, μα και στα άλλα κέντρα της Μακεδονίας, μια φοβερή όσο και θαυμαστή επικράτηση των νεοχριστιανών, των ζηλωτών της “Ζωής”, που ακόμα δεν έχει ολότελα σβήσει. Δεν στρέφομαι εναντίον κανενός, απλώς διαπιστώνω. Η καλογερική ηθική, ακόμα και αυτή η νεοχριστιανική, έχει ορισμένες αξίες, στις οποίες, βέβαια, δίνει μεταφυσικό αντίκρυσμα και έτσι περνούν πιο βαθιά στην ψυχή του λαού και μένουν.

Θα μου πει ίσως κανείς, τί καλογερική ηθική; ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι δημοκρατικός, είναι αριστερός, προοδευτικός πια, όπως λέμε. Ναι, είναι στην πλειοψηφία του έτσι, μα ψυχολογικά δεν νομίζω πως έχει και πολύ αλλάξει. Είναι ακόμα διαποτισμένος αρκετά- πιο ξέθωρα αλλά αρκετά- από τις καλογερικές ηθικές αξίες, που με το να τις λέω “καλογερικές” δεν τις χαρακτηρίζω ως “κακές” ή “ολέθριες”, αλλά απλώς λέγω ότι είναι αυτής της προέλευσης. Πάντως, δεν τις ονομάζω “χριστιανικές”, και αυτό θα ήθελα να το έχει ο καθένας στο νου του, όταν εν συνεχεία θα τις εκθέσω.

Τέτοιες αξίες, όπως έχουν διαμορφωθεί στη βορειοελλαδίτικη ή και στην πανελλαδική πράξη είναι;

Η σεμνοπρέπεια, που λέγεται κατά κόρον “σεμνότητα”, αλλά στην πραγματικότητα κυμαίνεται ανάμεσα στη βδελυρή υποκρισία και τη σεμνοτυφία.

Η υπομονή, που δεν είναι παρά τυφλή υποταγή, γιατί δεν προβλέπει κανένα τέρμα ούτε θέτει καμιά προϋπόθεση- υπομονή άνευ όρων.

Η μη ανάμειξη σε θέματα που δεν μας αφορούν, το περίφημο “μην ανακατεύεσαι”, που παρουσιάζεται ως φρονιμάδα, αλλά είναι στην πραγματικότητα αδιαφορία, αποξένωση και δειλία.

Η δημόσια ομολογία της ωμής αλήθειας, κυρίως της αλήθειας των άλλων, έστω κι μ’ αυτό προκληθεί προσβολή, δυστυχία ή και συμφορά, εφόσον γίνεται δημόσια και σε ανάλογους κύκλους. Η κακότητα αυτή ονομάζεται συνήθως “ντομπροσύνη” και θαυμάζεται ιδίως από τους επιπόλαιους Αθηναίους, κυνηγούς του εξωτικού και του πρωτόγονου και εν πάση περιπτώσει αυτού που δεν είναι δυνατό αυτούς να τους φτάσει.

Η επαγρύπνηση στη ζωή των άλλων: οι άλλοι δεν πρέπει να προχωρήσουν σε τίποτε από μας ή σε τίποτε άλλο, μολονότι βέβαια είναι διαφορετικά άτομα, με διαφορετικές εσωτερικές παρορμήσεις. Κατασκοπεύονται, λοιπόν, αγρίως και, εκτός που καταγγέλονται, τώρα πια και με τους ηλεκτρονικούς- εννοώ, τους τηλεφωνικούς- τρόπυος, σαμποτάρονται ώστε να αποτύχουν και να ματαιωθούν όλες οι ενέργειές τους. Ακολουθούν γέλια, χάχανα, και ειρωνείες.

Άλλη αρετή, κατά την ψευτοχριστιανική αυτή ηθική, είναι το κρύψιμο των πραγματικών προβλημάτων μας από τους άλλους, ιδίως τους φίλους και τους συγγενείς. Περιττό να αναλύσω, ότι η αρετή αυτή στηρίζεται στη μεγάλη αρχή της χαιρεκακίας. Επειδή θα χαιρόμασταν εμείς, εαν μαθαίναμε κάτι τέτοιο, δεν θέλουμε να το μάθουν οι άλλοι και να χαρούν. Και ιδιώς οι φίλοι και οι συγγενείς, που είναι κατάσκοποι της κοινωνίας κοντά μας και πρέπει να παραπλανούνται.

Άλλη αρετή απαραίτητη είναι η καυτή αίσθηση της αμαρτίας, καθώς και το μίσος προς εκείνους, που φέρουν κατά τη γνώμη μας το στίγμα της αμαρτίας, αυτής ιδίως που κρυφοτρώγει και εμάς. Των ομοιοπαθών μας δηλαδή. Πρόκειται για αρετή από τις πλέον επαρχιακές και ανυπόφορες. Αυτοί που την ασκούν γίνονται ιδιαιτέρως γελοίοι, καθώς καταγγέλλουν διάφορους άλλους για ιδιότητες που στολίζουν αυτούς του ίδιους εις το έπακρον. “Καλέ, αυτός είναι τέτοιος!”, καταγγέλλουν σεινάμενοι και κουνάμενοι και μένεις με ανοιχτό το στόμα.

Τέλος, η άρνηση και η εκ των προτέρων γελοιοποίηση όλων των οραματισμών, όλων των μεγαλόπνοων σχεδίων, των μακρόπνοων προσπαθειών, κυρίως αυτών που προέρχονται από γηγενείς, γιατί ακριβώς αυτοί δεν πρέπει να σηκώσουν κεφάλι, να κάνουν ή να πετύχουν κάτι το πολύ ακουστό και σπουδαίο.

Θεωρείσαι άριστος στους κύκλους της λαϊκής αυτής ηθικής, που δεν απλώνεται, βέβαια, μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά εις πάσαν την βόρειον χώραν, όταν είσαι πάντα ένα καλοκουρντισμένο ρολογάκι, που μάλιστα δεν ενοχλεί με τους χτύπους του. Στολίζεσαι τότε με τα επίθετα: σεμνός, μετρημένος, ταχτικός. Τώρα έχουν βρει και το επίθετο σωστός. Αντίθετα είσαι ύποπτο πρόσωπο, άξιο σκωμμάτων και κατατρεγμού, όταν έχεις οραματισμούς, σχέδια και υψηλές επιδιώξεις. Τότε μάλλον πρέπει να υποταχτείς ή να φύγεις. Και αυτά, παρακαλώ, όχι μόνο μέσα στους κύκλους του λαουτζίκου, αλλά και μέσα στους κύκλους των λογίων, των συγγραφέων και των καλλιτεχνών. Και συχνά περισσότερο σ’ αυτούς παρά στους άλλους.

Γιατί τα λέω με τόση επιμονή όλα αυτά; Τα λέω γιατί μέσα από αυτές τις καταστάσεις είμαστε, λίγο πολύ, βγαλμένοι- και τσουρουφλισμένοι- κι εμείς, όσοι Θεσσαλονικείς καταγινόμαστε με τα γράμματα, είτε έχουμε καταφύγει στην Αθήνα είτε όχι. (…)»

Γιώργος Ιωάννου, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, πεζογραφήματα, εκδόσεις Κέδρος

* Αναφορά σε χαρακτηρισμό του συγγραφέα για τα τρανς άτομα της εποχής του που είχαν το θάρρος να «ξεσκεπάζονται» κοινωνικά. (στο: Ομόνοια 1980, εκδόσεις Κέδρος, 1988)