Από τους βομβαρδισμούς του 2014 στη Γάζα*

Το παρακάτω διήγημα είναι της Rawan Yaghi. H Rawan ήταν είκοσι χρονών όταν το έγραψε. Σπούδαζε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Γάζας.

«Στις αφηγήσεις της επιλέγει κυρίως παιδικές οπτικές επειδή νιώθει πως οι φωνές τους είναι συχνά πιο δυνατές στο να εκφράσουν τα δεινά και τις ελπίδες των κατοίκων της Γάζας. Οι ιστορίες της Rawan αντλούνται από πραγματικές ιστορίες που συμβαίνουν κάθε φορά που ένα ισραηλινό αεροπλάνο ρίχνει βόμβες, επειδή κάθε φορά που συμβαίνει μια τέτοια επίθεση υπάρχει ένα παιδί που παγιδεύεται κάτω από τα ερείπια. Κάθε φορά που ένας πιλότος, ακολουθώντας εντολές, πατάει το κουμπί για να εξαπολύσει μια high-tech ρουκέτα, ένα παιδί τραυματίζεται, κάποιο άλλο δολοφονείται, ένα τρίτο μένει μόνο του, κι ένα άλλο μετατρέπεται σε μια παραμορφωμένη μάζα σάρκας».

Η μετάφραση έγινε από τον Δαίμονα του Τυπογραφείου. Το παρόν διήγημα αποτελεί προδημοσίευση από επιλεγμένη συλλογή διηγημάτων για τη Γάζα από το βιβλίο «Gaza Writes Back, Short Stories from Young Writers in Gaza, Palestine (Η Γάζα Απαντάει Γράφοντας, Σύντομες Ιστορίες από Νεαρούς Συγγραφείς στη Γάζα, στην Παλαιστίνη, 2014)» που θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα απ’ τις ομώνυμες εκδόσεις. Η επιμέλεια των διηγημάτων είχε γίνει από τον ποιητή Refaat Alareer που δολοφονήθηκε με «χειρουργικό» αεροπορικό χτύπημα από τους σιωναζιστές στις 6/12/2023 στη βόρεια Γάζα. Μαζί του σκοτώθηκαν ο αδελφός του Salah με τον γιο του, η αδελφή του Asmaa με τα τρία της παιδιά…

Ευχαριστούμε πολύ τον Δαίμονα για την παραχώρηση του διηγήματος στο Prolet Connect.

***

Σωσμένος

Το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν κομμένο. Δεν είχαμε να διαβάσουμε και βαριόμασταν να κάτσουμε σπίτι. Οι γείτονες και φίλοι μου βγήκαν για να παίξουν μπάλα. Εμένα δεν με άφηνε η μητέρα μου επειδή ετοίμαζε φαγητό κι ήταν σχεδόν έτοιμο. Καθόμουν στο μπαλκόνι κοιτώντας τους φίλους μου να πασάρουν την μπάλα και να κάνουν σαν τους διάσημους ποδοσφαιριστές όταν σκόραραν, ανοίγοντας τα χέρια τους σαν αετοί και τρέχοντας σε κύκλους φωνάζοντας «Γκοοοολ!».

Στάθηκα εκεί, επευφημώντας κάθε φορά που σκόραρε ο καλύτερος φίλος μου, ο Ahmed. To φαγητό λες και δεν θα γινόταν ποτέ. Κοίταξα πίσω μου και είδα τη μαμά να στρώνει τα πιάτα στο τραπέζι. Με κοίταξε και χαμογέλασε γαλήνια. Ήξερε πόσο πολύ ήθελα να βγω έξω κι ότι καθόμουν μόνο και μόνο επειδή δεν με άφηνε.

«Έλα μαμά! Βιάσου! Ο Ahmed βάζει όλα τα γκολ», παραπονέθηκα.

«Σχεδόν έτοιμο, αγαπημένε μου. Δεν θα μπορείς να παίξεις με άδειο στομάχι», είπε γλυκά. Της έκανα μια γκρινιάρικη φάτσα και βγήκα πάλι για να δω το ματς. Ακούμπησα το πηγούνι πάνω στο περβάζι του μπαλκονιού αφού πάτησα πάνω στο μικρό γαλάζιο σκαμνάκι που η μητέρα μου είχε αγοράσει ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Έλεγε ότι δεν χρειαζόμουν παρά λίγους πόντους για να μπορώ να βλέπω τον δρόμο. Οτιδήποτε ψηλότερο θα μπορούσε να προκαλέσει μια τραγωδία που κανείς στην οικογένεια και τη γειτονιά δεν θα ήθελε να δει. Με τρομοκρατούσε με ιστορίες για παιδιά που σκαρφάλωσαν στο περβάζι του μπαλκονιού και κατέληξαν πεσμένα στον δρόμο, με κάθε λογής σπασμένα κόκαλα. Το μικρό μου μυαλό, φυσικά, πίστευε την κάθε της λέξη, και πάντα πρόσεχα να μην κρέμονται απ’ έξω το κεφάλι και τα χέρια μου όταν ήμουν στο μπαλκόνι, πάνω στο μικρό σκαμνάκι. O Αhmed εκμεταλλεύτηκε μια διακοπή του παιχνιδιού, με κοίταξε και μου έκανε μια ερωτηματική χειρονομία. Κούνησα το κεφάλι μου και φώναξα «Όχι ακόμα». Τα παιδιά γέλασαν μαζί μου και επέστρεψαν στο ματς. 

Την αμέσως επόμενη στιγμή, ένα τεράστιο φως άστραψε μπροστά μου και πετάχτηκα πίσω στον τοίχο της κουζίνας κι ύστερα έπεσα στο πάτωμα. Διαλυμένα τούβλα και γυαλιά ακολούθησαν τα επόμενα δευτερόλεπτα. Τα πόδια και τα χέρια μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Είχα έναν παράξενο θόρυβο στα αυτιά μου, που ακουγόταν σαν μια συνεχόμενη ενοχλητική σφυρίχτρα. Ο καπνός με έπνιγε. Η μαμά μου έτρεξε προς εμένα, φωνάζοντας υστερικά. Κοίταξε κάθε σημείο του σώματός μου για να βεβαιωθεί ότι δεν είχα τραυματιστεί. Κι ύστερα με αγκάλιασε. Αλλά εμένα δεν με ένοιαζε· ήθελα να δω τι έγινε με τους φίλους μου. Εκείνη με άρπαξε και με έβγαλε έξω από το σπίτι επειδή συνέχιζε να έχει παντού καπνό. Τα χέρια μου έτρεμαν και το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το γεγονός πως όλοι οι φίλοι μου έπαιζαν έξω στον δρόμο, λίγα δευτερόλεπτα πριν.

Σε ένα λεπτό, η μητέρα μου κι εγώ στεκόμασταν στη μέση του δρόμου, προσπαθώντας να αναπνεύσουμε οξυγόνο, αλλά μονάχα καταπίναμε αέρα γεμάτο τσιμεντόσκονη που τη βγάζαμε βήχοντας. Καθώς ο καπνός σιγά σιγά χανόταν, μπορέσαμε επιτέλους να ανασάνουμε αέρα, που όμως μύριζε σαν βεγγαλικά. Τότε η μητέρα μου συνειδητοποίησε ότι στεκόμασταν στο σημείο όπου πριν γινόταν ο αγώνας. Δεν ήξερε που να πάει. Συνέχισε να περπατάει κάνοντας κύκλους, ενώ κρατούσε το κεφάλι μου κοντά στον λαιμό της. Είδα τους φίλους μου να κείτονται στο έδαφος. Όλοι τους. Ο Ahmed ήταν πεταμένος πάνω στον ξάδερφό του. Το κεφάλι του ήταν ανοιγμένο. Η θεία Um Ahmed[1], μπροστά απ’ το σπίτι της, τον είδε κι αυτή και άρχισε να ουρλιάζει. Η μητέρα μου συνέχισε να με αγκαλιάζει όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Η Um Ahmed έτρεξε στον δρόμο ουρλιάζοντας, σήκωσε τον γιο της και έσπευσε προς κάποιο από τα ασθενοφόρα που οι σειρήνες τους ακούγονταν να πλησιάζουν. Δεν μπόρεσε να πάει παρά λίγα μέτρα. Κατέρρευσε στο έδαφος, ακόμα κλαίγοντας, ακόμα κρατώντας τον γιο της, κι ύστερα λιποθύμησε. Ο μπαμπάς του Ahmed είχε τρέξει πίσω της. Σήκωσε τον Ahmed και άρχισε να τρέχει. Ούτε αυτός μπόρεσε να συνεχίσει. Σωριάστηκε κάτω. Έκλαιγα υστερικά μαζί με τη μαμά μου που συνέχιζε να κρατάει κολλημένο πάνω της το κεφάλι μου. Δεν ήθελε να πλησιάσω στους φίλους μου. Ήθελε να καλύψει τα μάτια μου για να μη δουν όλη αυτή τη σάρκα που ήταν σκορπισμένη.

Οι γείτονες σήκωσαν τον Ahmed και έτρεξαν με το άψυχο κορμί του προς ένα ασθενοφόρο. Πήραν τη μητέρα του σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς. Ο θείος Abu Ahmed στεκόταν στη μέση του δρόμου ενώ οι άνθρωποι μάζευαν τα συντρίμμια και απομάκρυναν τους τραυματίες. Στεκόταν εκεί, κοιτώντας το αίμα και τα μυαλά του Ahmed χυμένα στο τσιμέντο. Ο πατέρας μου και άλλοι γείτονες προσπάθησαν να τον πάρουν από εκεί, αυτός όμως αρνιόταν.

Ο Ahmed χάθηκε. Οι άλλοι με στοίχειωναν με τα βλέμματα κάθε μέρα καθώς πήγαινα στο σχολείο. Δεν μπορούσα να κοιτάξω. Ακρωτηριασμένα μέλη. Σημαδεμένα πρόσωπα. Βαδίσματα που κούτσαιναν. Η γειτονιά μας είχε γίνει θρύψαλα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Δεν παίζονταν πια παιχνίδια. Δεν έμπαιναν γκολ. Δεν υπήρχαν επευφημίες. Και οι φίλοι μου είχαν μεγαλώσει σε μια στιγμή. Δεν έβγαιναν έξω για να παίξουμε. Κι είχαν ένα απομακρυσμένο βλέμμα, όπως ο θείος Abu Ahmed όταν με κοίταξε, σαν να μην καταλάβαινα, σαν να ήξεραν κάτι που εγώ δεν ήξερα, σαν να είχα κάνει κάτι λάθος.


[1] Στην Παλαιστίνη συνηθίζεται άντρες και γυναίκες να αποκαλούνται και με το όνομα του μεγαλύτερου γιου τους. Έτσι, “Um Ahmed” σημαίνει “Μάνα του Ahmed”, και “Abu Ahmed” σημαίνει “Πατέρας του Ahmed”.

* Η φωτογραφία είναι από ένα περιστατικό που είχε συμβεί τον Ιούλιο του 2014, στην τότε στρατιωτική εισβολή του ισραηλινού κράτους στη Γάζα.

«Αμέσως μετά τις 4μμ, ένα ισραηλινό πολεμικό πλοίο που βρισκόταν στα ανοιχτά πραγματοποίησε δύο κανονιοβολισμούς στην περιοχή της παραλίας, στο λιμάνι της Πόλης της Γάζα. Το λιμάνι ήταν κλειστό, μετά την ισραηλινή απαγόρευση εξόδου αλιευτικών σκαφών στη θάλασσα. Τέσσερις φίλοι είχαν πάει, λόγω της ζέστης, για να παίξουν μπάλα στην παραλία. Στο σημείο συνάντησαν δημοσιογράφους, ένας εκ των οποίων έπαιξε μπάλα μαζί τους. Η πρώτη βολή χτύπησε την προκυμαία των ψαροκάικων. Αρκετά αγόρια έπαιζαν στο σημείο εκείνη τη στιγμή. Μετά την έκρηξη, όλα έτρεξαν αλλά δεν κατάφεραν να αποφύγουν τη δεύτερη βολή που προσέκρουσε ανάμεσά τους και σκότωσε τέσσερα αγόρια από εννέα ως έντεκα χρονών, όλα ξαδέλφια, της ευρύτερης οικογένειας Bakr». Κατά το ίδιο περιστατικό τραυματίστηκαν και άλλα τέσσερα παιδιά.