Το βιβλίο της Παλαιστίνιας συγγραφέως Ράνα Σουμπαΐρ που εκδόθηκε στα αγγλικά το 2016 και μεταφράστηκε από τις Antifa Sisterhood το 2021 περιγράφει με απλό και ανεπιτήδευτο τρόπο τη ζωή στη Λωρίδα της Γάζας κάτω από την ισραηλινή κατοχή και τη συνεχή τρομοκρατία του στρατού. Mια ζωή που, αν δεν ζεις εκεί, δεν μπορείς να καταλάβεις τα προβλήματα και τις δυσκολίες που υπάρχουν ακόμα και στα πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Πώς είναι να ζεις σε μια ανοιχτή φυλακή 360 τ.χλμ.; Πώς είναι η ζωή μέσα από συνεχείς διακοπές ρεύματος, με το βουητό και τις τοξικές αναθυμιάσεις των απανταχού ηλεκτρικών γεννητριών να κατακλύζουν την ατμόσφαιρα; Πώς είναι να φοβάσαι να ατενίσεις τον βραδινό ουρανό από την ταράτσα του σπιτιού σου, καθώς το φως που βλέπεις στο βάθος μπορεί να μην είναι αστέρι, αλλά ένα ισραηλινό drone που σε σημαδεύει; Πώς είναι να μεγαλώνεις παιδιά στη Γάζα κάτω από τον συνεχή ήχο των πολεμικών αεροπλάνων και τι επιπλέον δυσκολίες αντιμετωπίζει μια γυναίκα της Γάζας σε σχέση με άλλα μέρη; Τι όνειρα και φιλοδοξίες για τη ζωή μπορεί να έχει ένας νέος άνθρωπος, όταν μια οβίδα μπορεί ξαφνικά να τον ακρωτηριάσει ή να του στερήσει τη ζωή; «Η ζωή στη Γάζα είναι σαν το τρενάκι του λούνα παρκ. Απότομες στροφές και πτώσεις, που συνοδεύονται από διαπεραστικές κραυγές» γράφει η συγγραφέας.

Το βιβλίο ξεκινάει με μια περιγραφή από τις εκδότριες της έννοιας του σομούντ, του καθημερινού γυναικείου αγώνα και της σημασίας του. Όπως σημειώνουν: «Στο σομούντ η καθημερινή ζωή δεν κυλά απλά πλάι στην αντίσταση, αλλά τη γεννά και τη συνθέτει, γεννιέται και συντίθεται από αυτήν».

Στη συνέχεια, το κύριο μέρος του βιβλίου παραθέτει τις ιστορίες της Σουμπαΐρ, οι οποίες είναι «συλλογή επιλεγμένων καταχωρήσεων από το blog-ημερολόγιο της Σουμπαΐρ, που σκοπό έχουν να επικοινωνήσουν στον υπόλοιπο κόσμο ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής στη Γάζα». Οι ιστορίες χωρίζονται σε τρία μέρη. Το πρώτο είναι μέσα από τα μάτια της ίδιας της συγγραφέως και αφορούν κυρίως το πώς η ίδια βιώνει τη ζωή στη Γάζα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ιστορίες και αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία εκεί, από τον καιρό που ήταν μετανάστρια στις ΗΠΑ, όσο και από ταξίδια που έκανε στην υπόλοιπη κατεχόμενη Παλαιστίνη, όταν αυτό ακόμα επιτρεπόταν.

Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται διηγήσεις που αφορούν τη σχέση της με τα παιδιά της και το πώς βλέπουν και προσπαθούν να κατανοήσουν μέσα από την παιδική οπτική τους την κατάσταση εγκλεισμού που βιώνουν. «Μια μέρα η κόρη μου με ρώτησε: “Γιατί δεν μετακομίζουμε σ’ ένα πιο ασφαλές μέρος;’’ μα κατευθείαν άλλαξε γνώμη και παραδέχτηκε: “Δεν είναι πια ασφαλής καμία χώρα, έτσι δεν είναι μαμά;”».

Στο τρίτο μέρος υπάρχουν ιστορίες άλλων ανθρώπων από τη Γάζα, που γνώρισαν από κοντά και έπεσαν θύματα της ισραηλινής βαρβαρότητας σε κάποια από τις πολυάριθμες επιθέσεις της εναντίον της Λωρίδας. «Στο πανεπιστήμιο που επρόκειτο να φοιτήσει πήρε μέρος σε μια θεραπευτική ομάδα για θύματα του πολέμου που αντιμετώπιζαν μεταπολεμικά τραύματα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν χειρότερες ιστορίες να πουν… Καθώς τις άκουγε η Σάρα, συνειδητοποιούσε ότι ήταν ευλογημένη που είχε τη ζωή της και τον σύζυγό της και πως η μόνη αιτία των δεινών της ίδιας και των άλλων δεν ήταν παρά η ισραηλινή κατοχή και οι φονικές μηχανές που αυτή εξαπέλυε εναντίον ανυπεράσπιστων ανθρώπων».

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα επίμετρο για το γυναικείο Παλαιστινιακό κίνημα, τα αδιέξοδα και τα μπρος-πίσω που είναι φυσιολογικό να έχει μέσα σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες· τη βία και τις κακοποιήσεις που υφίστανται οι Παλαιστίνιες γυναίκες και οι κρατούμενες στις φυλακές από τον κατοχικό στρατό, ο οποίος χρησιμοποιεί την βία εναντίον των γυναικών ως μέσο πίεσης προκειμένου να λυγίσουν· τον ρόλο ορισμένων ΜΚΟ και την προσπάθεια άμβλυνσης των αντιθέσεων μεταξύ κατακτητή-κατακτημένου, μέσω της προώθησης μιας γυναικείας αλληλεγγύης στην περιοχή γενικά και αόριστα· τις τεχνικές pinkwashing που χρησιμοποιεί το ισραηλινό κράτος προκειμένου να ξεπλύνει την αποικιακή, ρατσιστική του φύση και τα εγκλήματα πολέμου που πραγματοποιεί. Το κεφάλαιο κλείνει με μια κριτική στο στερεότυπο της αραβίδας γυναίκας που υπάρχει στον δυτικό κόσμο και τις σχέσεις μεταξύ ελληνικού και ισραηλινού κράτους.

Στη σημερινή κατάσταση όπου η σφαγή στη Γάζα κλιμακώνεται, το βιβλίο καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρο καθώς δείχνει με τον πιο άμεσο τρόπο πως τίποτα δεν ξεκίνησε στις 7 Οκτώβρη. Η περιγραφή από τη Σουμπαΐρ της ζωής των κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας έρχεται να μας υπενθυμίσει ξανά ότι η Παλαιστίνη είναι μια χώρα υπό μόνιμη κατοχή από τα ισραηλινά στρατεύματα. Η 7 Οκτώβρη δεν ήταν μια «τρομοκρατική» επίθεση που έγινε ξαφνικά, όπως γράφουν και λένε τα διάφορα παπαγαλάκια της σιωνιστικής πρεσβείας (και) στη χώρα μας. Αντίθετα, είναι η μεγαλύτερη αντεπίθεση (μέχρι την επόμενη) ενός λαού, που παρά τις κακουχίες, τα βάσανα και τα εγκλήματα που γίνονται καθημερινά εις βάρος του εδώ και 76 χρόνια, δεν σταμάτησε στιγμή να αγωνίζεται με όλα τα μέσα για τη λευτεριά του.

Π.