Στις 5 Μαρτίου του 1970 υπογράφτηκε από 189 κράτη η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT). Σε αναλογία με τους συσχετισμούς δύναμης, όπως είχαν διαμορφωθεί μετά τον Β ΠΠ, η NPT αναγνώριζε ως κράτη που είχαν δικαίωμα να έχουν πυρηνικά όπλα αυτά που ήδη είχαν: ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Κίνα. Στο πρώτο άρθρο της Συνθήκης τα πέντε πυρηνικά κράτη συμφωνούσαν να μη μεταφέρουν πυρηνικά όπλα ή άλλες πυρηνικές συσκευές και να μη βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο άλλα μη πυρηνικά κράτη να αποκτήσουν ή να κατασκευάσουν πυρηνικά όπλα. Στο έκτο άρθρο όλα τα κράτη που υπέγραψαν υπόσχονταν την καλή τους πίστη για την επίτευξη σε σύντομο χρόνο ενός γενικότερου πυρηνικού αφοπλισμού. Η μεταφορά τεχνολογίας και υλικών σε μη πυρηνικά κράτη θα είχε μόνο σκοπό την ανάπτυξη προγραμμάτων ειρηνικής χρήσης της πυρηνικής ενέργειας.

Σε έναν κόσμο που ακόμη τότε ζούσε τη φρίκη του τρομερού εγκλήματος πολέμου των ΗΠΑ, της εξαΰλωσης με ρίψη ατομικών βομβών σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι (μιας μαζικής καταστροφής ανείπωτων διαστάσεων τον Αύγουστο του 1945 που δεν την επέβαλε καμιά στρατιωτική αναγκαιότητα, καθώς ο πόλεμος είχε ήδη τελειώσει με την Ιαπωνία να έχει ηττηθεί, αλλά την επέβαλλε η πολιτική αναγκαιότητα των ΗΠΑ να επιβληθούν στον μεταπολεμικό κόσμο), η Συνθήκη NPT προκάλεσε πραγματικά τεράστια ανακούφιση και πανηγυρισμούς σε κάθε φιλειρηνιστή άνθρωπο.

Την ειρήνη, όμως, στον κόσμο δεν την επιβάλλουν οι Συνθήκες μεταξύ των Ισχυρών. Στο ιμπεριαλιστικό σύστημα η ειρήνη, όταν υπάρχει, είναι το αποτέλεσμα της εύθραυστης ισορροπίας του συσχετισμού δυνάμεων, του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Για αυτό ακριβώς και οι ελπίδες που γεννήθηκαν ή και το ίδιο το περιεχόμενο της Συνθήκης NPT αποτελεί πια απώτατο παρελθόν. Ας δούμε εδώ κάποια γεγονότα που επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό:

1η Ιουλίου 1969. Ο ματοβαμμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον υπογράφει την αρχική Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών (NPT) 

Α) Από την έναρξη σχεδόν της ισχύος της Συνθήκης, κατά γενική ομολογία-καταγγελία (αλλά πάντα ανεπίσημα) και μέχρι το 1979 το Σιωναζιστικό κατασκεύασμα, Ισραήλ, κατέκτησε την τεχνογνωσία και απέκτησε πυρηνικές κεφαλές. Ακολούθησε η Ινδία, το Πακιστάν και η Βόρεια Κορέα. Επιπρόσθετα, πέντε ακόμη κράτη, η Τουρκία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο «φιλοξενούν» πυρηνικές κεφαλές που βρίσκονται στο έδαφός τους και για τις οποίες τις αποφάσεις παίρνουν οι ΗΠΑ.

Β) Πάνω από το 90% των πυρηνικών κεφαλών που έχουν κατασκευαστεί μέχρι τις ημέρες μας ανήκουν στη Ρωσία ή στις ΗΠΑ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, παρόλο που είναι η μόνη χώρα που δεν έχει πραγματοποιήσει πυρηνικές δοκιμές από το 1990, ανήκει στη Ρωσία. Τα τελευταία χρόνια, η τελευταία- σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης- εφαρμόζει ένα δεκαετές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των στρατηγικών πυρηνικών της δυνάμεων που θα ολοκληρωθεί το 2028. Οι ΗΠΑ δεν έχουν κατασκευάσει νέες πυρηνικές βόμβες εδώ και 30 χρόνια. Συντηρούν, κατά δική τους ομολογία τις παλιές που είναι αποθηκευμένες σε όλον τον κόσμο. Τον Οκτώβριο, όμως, του 2023 ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την κατασκευή μιας νέας βόμβας βαρύτητας που την ονόμασε B61-13 (10 δις).

Γ) Τα νούμερα του τρόμου, βγαλμένα από την συσσωρευμένη υπεραξία- εκμετάλλευση των λαών από τις μονοπωλιακές δυνάμεις:

Το 2022, οι οκτώ πλέον ατομικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Βόρεια Κορέα, Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ) δαπάνησαν έως και 82,9 δισεκατομμύρια δολάρια για τη συντήρηση και την παραγωγή 12.512 πυρηνικών όπλων (στοιχεία από τη Διεθνή Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων).

Συγκεκριμένα:

ΗΠΑ: 43,7 δισεκατομμύρια δολάρια

ΚΙΝΑ: 11 δισεκατομμύρια δολάρια

ΡΩΣΙΑ: 10 δισεκατομμύρια δολάρια

Β. ΚΟΡΕΑ: 0,5 δισεκατομμύριο δολάρια.

Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια πηγή, καμία από τις παραπάνω δεν έχει αναπτυχθεί στη χρηματοδότηση κατασκευής πυρηνικών όπλων όσο η Ινδία, η οποία αύξησε τις δαπάνες της κατά 21%(!).

Ινδία 2017: επίδειξη ισχύος πυρηνικού οπλοστασίου

Δ) Στις 26 Φεβρουαρίου του 2023, ένα σχεδόν χρόνο μετά τη στρατιωτική εισβολή του ρώσικου ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία, ο αναβιωτής του μεγαλοτσαρισμού, Βλαντιμίρ Πούτιν, δήλωσε ότι αναστέλλει τη συμμετοχή της χώρας του στη συμφωνία NewStart για περιορισμό των πυρηνικών. Η συμφωνία START (Strategic Arms Reduction Treaty) για τη μείωση των στρατηγικών- πυρηνικών όπλων υπογράφηκε το 1991 στη Μόσχα μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, λίγους μήνες πριν την οριστική και επίσημη παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία. Η START βέβαια καμία σχέση με «μείωση» των πυρηνικών δεν αφορούσε, αλλά έναν περιορισμό, ένα ταβάνι, σα να λέμε, στο μέχρι πόσες πυρηνικές κεφαλές και βαλλιστικούς πυραύλους (6000 και 1600) μπορούσαν να κατασκευάσουν οι δύο χώρες μέσα στην επόμενη 15ετία.

Στις αρχές του 1993  η START ανανεώθηκε, ως START 2, με τις υπογραφές του Τζορτζ Μπους του Πρεσβύτερου και του Μπόρις Γιέλτσιν. Κατά γενική ομολογία του παγκόσμιου αστικού τύπου ο περιορισμός στις πυρηνικές κεφαλές δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Τον Απρίλιο του 2010, μετά από μια δεκαετία του πουτινικού σχεδίου συγκόλλησης της ρωσικής αστικής τάξης και ανάπτυξης των ρωσικών μονοπωλίων, που είχαν βγει και τα δύο μέσα από μισό σχεδόν αιώνα καπιταλιστικοποίησης της πρώην ΕΣΣΔ, υπογράφεται μεταξύ Μπαράκ Ομπάμα και Νμτίτρι Μεντβέντεφ η NewStart. Η τελευταία ανέφερε ακριβώς το ταβάνι σε αριθμό βομβαρδιστικών αεροσκαφών, υποβρυχίων και εκτοξευτήρων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων που μπορούσε να έχει κάθε χώρα με ισχύ μέχρι το 2026. Από αυτή τη Συνθήκη ανακοίνωσε ο Πούτιν ότι η χώρα του αποχωρεί και τα άρθρα της δεν τη δεσμεύουν.

Ε) Μπορεί τα παραπάνω νούμερα σε δισεκατομμύρια δολάρια να μην τα περιλαμβάνουν, αλλά τρία από τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν την τιμητική τους στην κούρσα του τρόμου: Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, η JP Morgan έβλεπε «συνεχή ροή αμυντικών παραγγελιών ειδικά για ενίσχυση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης». Έτσι, η αμερικανική τράπεζα αναθεώρησε προς τα πάνω τη γερμανική αμυντική βιομηχανία Rhein Mettal, τη βρετανική Bae System, τη σουηδική Saab, ενώ για τη γαλλική Thales προέβλεψε ότι «θα είναι από τους μεγάλους ωφελημένους από τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις», με πωλήσεις έως και 50% στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.

ΣΤ) Σε άμεση σχέση με το παραπάνω, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε η γερμανική εφημερίδα Der Tages Spiegel αποτυπώνει σε άρθρο της μια συζήτηση,  που έχει ήδη ξεκινήσει στους κύκλους των ιθυνόντων του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Η επικεφαλής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του γερμανικού κυβερνώντος κόμματος των Σοδιαλδημοκρατών (SPD), Καταρίνα Μπάρλεϊ, δήλωσε σε συνέντευξή της ότι η βεβαιότητα της «αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας» για την Ευρώπη φθίνει και κατά συνέπεια στο τραπέζι των μονοπωλιακών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να μπουν τα πυρηνικά όπλα που «θα μπορούσαν να γίνουν ζήτημα στο δρόμο προς έναν ευρωπαϊκό στρατό».

Η) Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής- που συνεχίζεται από το 2008/2009- φαίνεται από πλευράς των ισχυρών μονοπωλιακών δυνάμεων να βρίσκει τη στρατιωτική «λύση» της μαζικής καταστροφής Κεφαλαίου. Στο ιμπεριαλιστικό, όμως, σύστημα του 21ου αιώνα έχουν εισέλθει νέες ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα κυρίως) με τις δικές τους διεκδικήσεις από το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Με λίγα λόγια, ο κόσμος και οι ισορροπίες ειρήνης του όχι μόνο δεν είναι όπως τον γνωρίζαμε στον προηγούμενο αιώνα αλλά, επιπλέον, οι τεκτονικές πλάκες του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού σείονται μέρα με την ημέρα. Αυτό, ανάμεσα στα άλλα, σημαίνει ότι ιμπεριαλιστικοί θεσμοί που ισορροπούσαν στους παλιούς συσχετισμούς, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, είναι, αν όχι υπό διάλυση, τουλάχιστον ανίκανοι να παρέμβουν προς την διατήρηση της παλιάς εύθραυστης ισορροπίας. Όπως, αντίστοιχα, ανίκανη υπήρξε η αντίστοιχη- μετά τον Α ΠΠ- Κοινωνία των Εθνών να κρατήσει την κλωστή που χώριζε την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1928/1929 από τη γενικευμένη στρατιωτική αντιπαράθεση. Για αυτό εξάλλου, την κρίσιμη ώρα, διαλύθηκε.

Δε χρειάζεται να πούμε τι συνέπειες θα έχει η χρήση των πυρηνικών ή όποιων όπλων, τα οποία κατασκευάζονται σωρηδόν στο σήμερα. Να τονίσουμε, όμως, κλείνοντας ότι όποια κι αν είναι η εμβέλεια των όπλων αυτών, με δεδομένο την προχωρημένη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την εξέλιξη των σύγχρονων μέσων παραγωγής, η οποιαδήποτε καταστροφή, επηρεάζει πολύ περισσότερο τους λαούς σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Με απλά λόγια, αν στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο η καταστροφή ενός εργοστασίου ή μιας υποδομής είχε τις χ συνέπειες για έναν α πληθυσμό, στο σήμερα θα είναι πολλαπλάσιες του α.