Το μικρό βιογραφικό σημείωμα για τον Ουκρανό επαναστάτη και εθνικό ποιητή αντιγράφηκε από το μικρό σοβιετικό φιλοσοφικό λεξικό των Ρόζενταλ- Γιούντιν (εκδόσεις Αναγνωστίδη). Η πρώτη έκδοση του φιλοσοφικού λεξικού κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1945 από το παράνομο εκδοτικό του ΚΚΕ «Νέα Βιβλία». Δημοσιεύουμε το ποίημα του Σεφτσένκο Διαθήκη (1845) σε δύο διαφορετικές μεταφράσεις. Η πρώτη είναι του Γιάννη Ρίτσου και η δεύτερη είναι του Αλέξη Πάρνη. Το ποίημα πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά από την Έλλη Αλεξίου το 1964 στην πολιτική προσφυγιά.

***

Μεγάλος Οὐκρανὸς ποιητής, διανοούμενος καὶ ἐπαναστάτης· ἔβαλε τὶς βάσεις τῆς γραμμῆς τῶν δημοκρατῶν-ἐπαναστατῶν στὶς συνειδήσεις τῶν πατριωτῶν του· σύντροφος ἐν ὅπλοις τῶν Ρώσων ἐπαναστατῶν-δημοκρατῶν. Οἱ ἀντιλήψεις του γιὰ τὸν κόσμο διαμορφώθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς προοδευτικῆς ρωσικῆς φιλολογίας καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τῶν δημοκρατῶν ἐπαναστατῶν· οἱ ἀπόψεις του ἐκφράζουν τὰ συμφέροντα τῶν ἐπαναστατῶν ἀγροτῶν τῆς Οὐκρανίας στὰ μέσα τοῦ ΙΘ΄αἰῶνα, δηλαδὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ καθεστὼς τῆς δουλείας περνοῦσε φοβερή κρίση στὴν τσαρική Ρωσία.

Απελεύθερος, πρώην ἐξαγορασμένος δοῦλος, ὁ Σεφτσένκο ἦταν, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ντομπρολιούμπωφ: «Ο αὐθεντικὰ λαϊκὸς ποιητής… Βγῆκε ἀπὸ τὸν λαό, ἔζησε μὲ τὸν λαὸ καὶ συνδεόταν μὲ τὸν λαὸ ὄχι μόνο μὲ τὶς ἰδέες του, μὰ μὲ κάθε ἵνα τῆς ὕπαρξής του». Ὁ Σεφτσένκο ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δραστήρια μέλη τῆς μυστικῆς πολιτικῆς ὀργάνωσης τῆς Οὐκρανίας: «Ἑταιρεία Κύριλλος καὶ Μεθόδιος» καὶ μάλιστα προήδρευε του ἐπαναστατικοῦ διευθυντικοῦ πυρήνα αὐτῆς τῆς ὀργάνωσης. Βρισκόταν σὲ ἐπαφη μὲ τὴν ὁμάδα Πετρασέφτσυ, πού, στὰ σχέδιά τους γιὰ τὴν ἀγροτικὴ ἐξέγερση, λογάριαζαν τὸν Σεφτσένκο καὶ τὴν ἐπαναστατική του δράση στὴν Οὐκρανία. Καταδιωκόμενος σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του ἀπὸ τὴν τσαρική κυβέρνηση, πιάστηκε τὸ 1847, ἐξαναγκάσθηκε νὰ καταταγεῖ στὸ στρατὸ καὶ ἐξορίσθηκε στὶς μακρυνὲς στέπες τοῦ Καζαχστάν. Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὴν ἐξορία, ὅπου πέρασε δέκα χρόνια (1847-1857), συνδέθηκε με τοὺς κυριώτερους συνεργάτες του περιοδικοῦ «Σοβρεμένικ»: τὸν Τσερνυσέφσκι καὶ τὸν Ντομπρολιούμπωφ. Ὅπως καὶ ὁ Τσερνυσέφσκι ἔτσι καὶ ὁ Σεφτσένκο καλεῖ τὸν λαὸ νὰ «πάρει τὸν μπαλντᾶ». Ὅλη, ἡ γεμάτη ἐπαναστατική φλόγα, ποίησή του («Τὸ Ονειρο», «Ο Καύκασος», «Ἡ Διαθήκη») καὶ ὅλη ἡ ἐπαναστατική του δράση στιγμάτιζαν τὴν ἀπληστία τῶν «ἀρχοντοχωριατῶν» καὶ «τὸν ἐστεμμένο δήμιο», τὸν τσάρο, τοὺς «δουλοπρεπείς» «φιλελεύθερους», τοὺς «ἄθλιους στιχοπλόκους», ἀπολογητὲς τῆς δουλείας. Ο Σεφτσένκο ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ πολιτισμοῦ στὴν Οὐκρανία, στὸν τομέα τῆς ἀνάπτυξης τῆς οὐκρανικῆς γλώσσας, παίζει ἕναν ρόλο παρόμοιο μὲ τὸν ρόλο τοῦ Πούσκιν στὴν ἱστορία τῆς ρωσικῆς γλώσσας. Στιγματίζει τὸν κοσμοπολιτισμό, πολεμᾶ τὸν ἀστικὸ ἐθνικισμὸ τῶν Οὐκρανῶν Κούλιτς, Κοστομάρωφ.

Ὁ Σεφτσένκο ἦταν βαθιά διαποτισμένος ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ὑπάρχουσα τάξη πραγμάτων δὲν εἶναι καθόλου ἀμετάβλητη, ὅτι ἡ δουλεία θὰ καταργηθεῖ παντοῦ, χάρη στὴν πρόοδο τῆς τεχνικῆς, ποὺ θὰ «καταβροχθίσει» τοὺς «ἱεροεξεταστὲς τῆς ἀγροτιᾶς», καὶ ὅτι οἱ λαϊκὲς μᾶζες θὰ παίξουν τὸν πρῶτο ρόλο στὴν ἀναδιοργάνωση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὁ Σεφτσένκο δὲν ἀναφέρεται στὸν φιλοσοφικὸ ὑλισμό γιατί συγχέει αὐτὸν τὸν ὅρο μὲν τὸ χυδαῖο ὑλισμό. Ὅμως εἶναι ὑλιστὴς στὶς ἀντιλήψεις του γιὰ τὸν κόσμο: ὑποστηρίζει ὅτι ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος δὲν μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ χωρὶς τὴν ὕλη. Καταγγέλλει τὴν ἀπάτη τῆς θρησκείας, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἀπληστία τῶν παπάδων, ποὺ παχαίνουν ρουφώντας τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ, ἀρνιέται χωρὶς ταλαντεύσεις τὸν κόσμο τοῦ ὑπερπέραν. Οἱ αἰσθητικές του ἀντιλήψεις εἶναι ὑλιστικές: ἡ φύση εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ὡραίου· κάθε ἀπόπειρα νὰ ξεφεύγει κανεὶς ἀπὸ τὴν «αἰώνια ὀμορφιὰ τῆς φύσης» μεταβάλλει τὸν καλλιτέχνη σὲ «ἠθικὸ τέρας». Ἡ ἐπαναστατική του ποίηση, ποὺ διαδίδονταν μυστικά, ἀπετέλεσε ἀποφασιστικὸ ὅπλο στὴν πάλη ἐνάντια στη δουλεία. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Σεφτσένκο στὴ διαμόρφωση τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἐπαναστατικῆς κίνησης τῆς Οὐκρανίας ὑπῆρξε σημαντική.

«Διαθήκη» (μτφ Γιάννης Ρίτσος)

Σαν θα πεθάνω να με θάψετε
πάνω στων λόφων τη γωνία,
στον κάμπο τον πλατύν ανάμεσα,
στη λατρεμένη μου Ουκρανία.
Να βλέπω τα φαρδιά χωράφια μας,
το Δνείπερο και τους γκρεμνούς του
και μέρα-νύχτα ν’ αφουγκράζομαι
τους βρόντους και τους βρυχηθμούς του.
Κι όταν μία μέρα φέρει ο Δνείπερος
το αίμα του εχθρού απ’ την Ουκρανία
ως κάτω στο γαλάζιο ακρόγιαλο
τότε θ’ αρχίσω νέα πορεία,
– βουνά και κάμπους θε ν’ αφήσω
κ’ ίσα στο Θεό θα προχωρήσω
να του προσευχηθώ, μα ως τότε
δεν τον γνωρίζω το Θεό.
Θάψτε με, κι όρθιοι σηκωθείτε,
τις χειροπέδες σας συντρίψτε
και με το μαύρο, το εχθρικό
αίμα, τη Λευτεριά ραντίστε.
Κ’ εμένα στη μεγάλη σας φαμίλια κλείστε,
στη λεύτερη και νέα σας αγκαλιά
και να με μνημονεύετε μη λησμονήστε
με την καλή, τη σιγαλή σας τη λαλιά.

«Διαθήκη» (μτφ Αλέξης Πάρνης)

Θάψτε με στην Ουκρανία,
όταν θα πεθάνω,
Μνήμα ανοίχτε μου σε στέππα,
σ’ ένα αγνάντι απάνω.
Σ’ ένα χωματένιο τύμβο
νάμαι, σ’ όχτη πλάι
και τον Δνείπερο ν’ ακούω
π’ αγριωπός κυλάει.
Κι όταν τον εχτρό απ’ τη γη μου
το γερό του κύμα
παρασείρει… Τότε μόνο
θε να βγω απ’ το μνήμα,
Στου Θεού γω το κατώφλι
τη ψυχή θα φέρω
να δεηθεί… Μα για την ώρα
γω Θεό δεν ξέρω.
Θάψτε με και σηκωθείτε,
σπάστε μαύρα αλύσια
μ’ αίμα τυράννου ραντίστε
την απόφασή σας.
Κι όταν σμίξετε σε νέα
λεύτερη οικογένεια
μη ξεχνάτε: θυμηθείτε
σιγαλά και μένα.