Από την ομιλία του Δένδια πριν την αναχώρηση της φρεγάτας ΥΔΡΑ

Συνεχίζεται εδώ και περίπου έναν μήνα η ευρωπαϊκή εκστρατεία στην Ερυθρά Θάλασσα, με την κωδική ονομασία “ASPIDES”, στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα με την αποστολή της φρεγάτας «ΥΔΡΑ» και την εγκατάσταση του χερσαίου στρατηγείου της επιχείρησης στη Λάρισα. H αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της που κρατά το τιμόνι της χώρας, προσπαθούν να «δικαιολογήσουν» τη συμμετοχή σε αυτή την πολεμική επιχείρηση με το ιδεολόγημα της «προστασίας της διεθνούς ναυτιλίας» που κινδυνεύει από τις επιθέσεις του αντάρτικου κινήματος των Xούθι στην Υεμένη. Οι Χούθι επιτίθενται (μόνο) σε πλοία με κατεύθυνση τα λιμάνια του Ισραήλ, εκφράζοντας έτσι την υλική υποστήριξή τους στον δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.

Τα διάφορα φερέφωνα της κυβέρνησης αναπαράγουν συνεχώς στα ΜΜΕ το πόσο πολύ έχει πληγεί το διεθνές εμπόριο, πως έχουν ακριβύνει τα προϊόντα στα super markets λόγω των επιθέσεων, πως οι Έλληνες, ως ναυτικός λαός, ήταν πάντα με το ελεύθερο εμπόριο και άλλα πολλά. Ταυτόχρονα, αναπαράγεται πολύ εμφατικά ότι μέρος των πλοίων που χτυπιούνται ανήκει σε έλληνες εφοπλιστές (τα οποία βέβαια πλέουν υπό ξένες σημαίες, συνήθως κάποιου τροπικού παραδείσου φοροαπαλλαγών και όχι της Ελλάδας). Όλα αυτά λέγονται και γράφονται προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία συναίνεση του λαού και να μην υπάρξουν αντιδράσεις για τη συμμετοχή σε αυτή την επιχείρηση μίλια μακριά από τα ελληνικά σύνορα, εναντίον μιας χώρας από τις φτωχότερες του κόσμου, και ενός αντάρτικου κινήματος με ευρεία λαϊκή υποστήριξη που δεν διστάζει να βάλει το κεφάλι του στον τορβά για να δείξει την έμπρακτη συμπαράσταση του σε έναν άλλο εξίσου αντάρτη και αγωνιστή λαό.

Στην ουσία, ο ελληνικός στρατός –μέσω της φρεγάτας «ΥΔΡΑ» και του στρατηγείου στη Λάρισα– χρησιμοποιείται ως «δόρυ» από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την καταστολή ενός ένοπλου κινήματος σε μια χώρα μίλια μακριά, ενάντια σε μια χώρα που δεν έχει κινηθεί επιθετικά προς την Ελλάδα και χωρίς να υπάρχει κάποια αιτία για αυτή την εμπλοκή. Αυτό έχει ξαναγίνει στο παρελθόν και δείχνει τον διαχρονικό χαρακτήρα εξάρτησης της ελληνικής αστικής τάξης από τις επιταγές και τις ανάγκες των ιμπεριαλιστών.

To 5/42 Συντάγμα Ευζώνων στους αυτοκρατορικούς στρατώνες Οδησσού (1919)

Η αντίστοιχη περίπτωση στην οποία αναφερόμαστε είναι αυτή της αποστολής εκστρατευτικού σώματος του ελληνικού στρατού για την καταπολέμηση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης στην Ουκρανία το 1919 (προφανώς δεν κάνουμε σύγκριση μεταξύ των Χούθι και του Μπολσεβίκικου κόμματος, καθώς οι διαφορές που έχουν σαν κινήματα ως προς τους στόχους, ιδεολογία, κατεύθυνση κλπ είναι τεράστιες). Μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη φαίνονται τα κοινά που έχει με την τωρινή κατάσταση αλλά με μια πιο προσεχτική ματιά θα διαπιστώσουμε ότι οι λόγοι της συμμετοχής, τα επιχειρήματα, ακόμα και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικό προσωπικό της εποχής εκείνης είναι παρόμοιο με σήμερα. Τα λεγόμενα της αστικής τάξης τότε και τώρα δείχνουν σε μεγάλο βαθμό τα κοινά χαρακτηριστικά της εξάρτησης της χώρας από τους ιμπεριαλιστές.

Αρχικά, όσον αφορά την εκστρατεία του ‘19, η οποία κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία των Γάλλων ιμπεριαλιστών και των Ελλήνων κολαούζων τους, με σχεδόν άτακτη υποχώρησή τους σε περιοχές της Ρουμανίας και Μολδαβίας μετά από μόλις τρεις μήνες επιχειρήσεων και με νίκες των Μπολσεβίκων και του Κόκκινου Στρατού σε όλα τα μέτωπα:

Η Ελλάδα διέθεσε για την εκστρατεία αυτή, το Α΄ Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τρεις μεραρχίες (Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ) υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Νίδερ, με 23.351 άνδρες να αποστέλλονται στην Ουκρανία, κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Οδησσού και της Κριμαίας. Η Γαλλία ήταν από τις χώρες που πρωτοστάτησαν στην εκστρατεία αυτή καθώς τα οικονομικά της συμφέροντα είχαν πληγεί από την Οκτωβριανή επανάσταση και τη διαγραφή από τους Μπολσεβίκους των χρεών από τα δάνεια που είχαν συνάψει οι τσαρικές κυβερνήσεις, μεγάλο μέρος των οποίων οφείλονταν σε γαλλικές τράπεζες. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είχε στενές οικονομικές (δάνεια, επενδύσεις σε εργοστάσια κλπ.) αλλά και πολιτιστικές σχέσεις με τη Ρωσία (η γαλλική γλώσσα ήταν η κυρίαρχη στις τάξεις των Ρώσων ευγενών και των αστών, ενώ πολλοί «Λευκοί» Ρώσοι είχαν προσφύγει στη Γαλλία μετά το ξέσπασμα της επανάστασης και πίεζαν για ανάληψη στρατιωτικής δράσης), οι οποίες βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο. Έτσι, οι Γάλλοι αποφάσισαν την αποστολή εκστρατευτικού σώματος για την ενίσχυση των Ρώσων λευκών αντιδραστικών στρατηγών (Ντενίκιν, Βράγγελ και του ναύαρχου Κολτσάκ) που μάχονταν κατά του Κόκκινου Στρατού στην περιοχή της Ουκρανίας. Η άμεση σκέψη στρατιωτικής επέμβασης προσέκρουε, όμως, στην εξασθένηση των γαλλικών στρατευμάτων από τις μακροχρόνιες επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που μόλις είχε τελειώσει και στην αδυναμία χρηματοδότησης εξ ολοκλήρου από τη Γαλλία μιας τέτοιας μεγάλης επιχείρησης σε μια αχανή χώρα. Έτσι, η Ελλάδα κλήθηκε από τους Γάλλους πάτρωνες να προσφέρει μια χείρα βοηθείας, καθώς τα ελληνικά στρατεύματα ήταν εμπειροπόλεμα από την εποχή ακόμα των βαλκανικών πολέμων και τις επιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, βρίσκονταν έτσι και αλλιώς υπό γαλλική εκπαίδευση και διοίκηση (υπό τον στρατηγό Franchet d’ Esperey), ενώ οι Βρετανοί είχαν αναλάβει την τροφοδοσία και σε αρκετές περιπτώσεις τον εξοπλισμό του. Η σημασία της εκστρατείας αυτής (που δεν αναφέρεται συχνά στην ελληνική ιστοριογραφία) θεωρούμε πως υπήρξε μεγάλη (συνολικός απολογισμός 398 νεκροί) καθώς αποτέλεσε το προοίμιο μιας ακόμα μεγαλύτερης καταστροφής που επιφύλασσε στη χώρα το σύρσιμο πίσω από τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών «συμμάχων», αυτό της Μικρασιατικής. Ας μη ξεχνάμε το σύνθημα της εποχής «ο δρόμος για τη Σμύρνη περνά από τη Ρωσία».

Το θωρηκτό «Λήμνος» βομβαρδίζει μπολσεβικικά στρατεύματα στην Κάφα της Ρωσίας, στις 16 Απριλίου 1919 (πηγή: Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου – Μουσείο Μπενάκη)

Ο ίδιος ο υποστράτηγος Νίδερ (ο οποίος είχε και τη διοίκηση από ελληνικής πλευράς όλης της εκστρατείας) περιγράφει στο ημερολόγιό του:

«… H εκπόνηση και μελέτη του σχεδίου ανατέθηκε στον στρατηγό Berthelot, ο οποίος υπέδειξε τη σύσταση τεσσάρων στρατιών οι οποίες θα εξορμούσαν από τέσσερα διαδοχικά σημεία προς το κέντρο της Ρωσίας… η σύσταση όμως των στρατιών απεδείχθη ανέφικτη… και γιατί η Γαλλία δεν ήταν δυνατόν να διαθέσει τα αναγκαία επαρκή στρατεύματα… λόγω και της υπερκόπωσης των μαχητών και της απροθυμίας να πολεμήσουν έξω από τα σύνορα της πατρίδας τους… Η γαλλική όμως πολιτική επειγόμενη να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα των Γάλλων κεφαλαιούχων, μελέτησε και σχεδίασε τη συμμαχική στρατιωτική επέμβαση στη Νότια Ρωσία… Και στην ενέργεια αυτή προσεκλήθει να συμμετάσχει και η Ελλάς…»[1].

Όπως ακριβώς «προσεκλήθει» και σήμερα να συμμετάσχει στη συμμαχική στρατιωτική επέμβαση της ΕΕ στην Ερυθρά θάλασσα («Tη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση που έχει οργανώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ιστορία της», σύμφωνα με τον Υπουργό Άμυνας Δένδια), θα συμπληρώσουμε εμείς… Σε άλλο σημείο ο Νίδερ προσθέτει «…Η μικρή Ελλάδα καθώς εισήλθε τελευταία στον συμμαχικό αγώνα(σ.τ.ε. εννοεί τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο)και είχε υποστεί ελάχιστες θυσίες μέχρι την ανακωχή του 1918, ήταν αναγκασμένη για λόγους πολιτικούς… να συμμετάσχει στον συμμαχικό αγώνα στη Μεσημβρινή Ρωσία»[2].

25 Μαρτίου 1919. Είσοδος του Κόκκινου Στρατού στην Οδησσό, μετά την εκδίωξη των ελληνογαλλικών κατοχικών στρατευμάτων.

Η Ελλάδα κλήθηκε να συμμετάσχει λοιπόν στην εκστρατεία των Γάλλων ιμπεριαλιστών, παίρνοντας βέβαια εγγυήσεις μέσω του τότε Πρωθυπουργού Κλεμανσώ και του Γάλλου υπουργού εξωτερικών στον έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Αθ. Ρωμανό ότι: «Η Γαλλία θα λάβει πρωτοβουλία επί της εδαφικής επέκτασης της Ελλάδος στη Θράκη και θα υποστηρίξει υπέρ της Ελλάδας τη λύση του ζητήματος της Σμύρνης…»,με τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο να τηλεγραφεί αμέσως στον έλληνα πρέσβη: «Παρακαλώ να δηλώσετε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεση τους και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον κοινό αγώνα όπου η αποστολή του κριθεί αναγκαία». Η ελληνική αστική τάξη, λοιπόν, δεν δίστασε ούτε μια στιγμή να μετατρέψει τον ελληνικό στρατό σε όπλο των ιμπεριαλιστών το οποίο μάλιστα «μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπου κριθεί αναγκαίο» με αντάλλαγμα κάποιες αόριστες εγγυήσεις για την εδαφική της επέκταση στην Ανατολή. Η «στήριξη» και ο ρόλος των Γάλλων και Άγγλων συμμάχων βέβαια φάνηκε 3 χρόνια αργότερα, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο κείμενο.

Το σημαντικό είναι να δούμε τον παραλληλισμό με το σήμερα, όπου πάλι στο πλαίσιο διεθνών «συμμαχιών» ο ελληνικός στρατός θα χρησιμοποιηθεί όπου κρίνουν αναγκαίο κάθε φορά οι ιμπεριαλιστές πως τους βολεύει με στόχο, όπως και τότε, να μπορέσει η αστική τάξη μετά να ελπίζει στη «γενναιοδωρία» των συμμάχων για να πάρει κάποιο ψίχουλο από το περίσσευμα της πίτας. Αυτό άλλωστε βγαίνει και από τις δηλώσεις του υπουργού εξωτερικών Γεραπετρίτη (31/01/2024):

«Αντιλαμβανόμαστε όλοι τη σημασία του να βρίσκεται η Ελλάδα παρούσα σε όλες τις διεργασίες, οι οποίες γίνονται για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα. Δεν είναι μόνον η ανάγκη να προστατευτούν τα ελληνικά περιπλέοντα πλοία, των οποίων ο αριθμός είναι εξαιρετικά μεγάλος… Και για λόγους συμβολισμού και για λόγους ουσίας, η Ελλάδα οφείλει να είναι παρούσα στην προστασία της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, έτσι ώστε να μπορεί να εγείρει και τις όποιες αξιώσεις όταν τεθεί ένα ζήτημα ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Αυτή περίπου είναι σήμερα η επιχειρησιακή κατάσταση».

Επιπλέον, παραθέτουμε από τα πρακτικά της ελληνικής βουλής στη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 1918 μέρος από την απάντηση που δίνει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βενιζέλου, Εμμανουήλ Ρεπούλης, στην επερώτηση των βουλευτών του ΣΕΚΕ Αριστοτέλη Σιδέρη και Αλβέρτου Κουριέλ αν επιβεβαιώνονται οι φήμες για τη συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στην εκστρατεία κατά της Ρωσίας:

«…Αγνοεί ο κ. βουλευτής ποια είναι η πολιτική της παρούσας κυβέρνησης… Είναι η πολιτική η οποία επανήλθε εκ Θεσσαλονίκης και απεκατέστησε την ενότητα του κράτους, είναι η πολιτική των αποτελεσμάτων… είναι η πολιτική την οποίαν σύσσωμος η βουλή επιδοκίμασε κατά τις δηλώσεις του αξιότιμου προέδρου της κυβερνήσεως… διότι ο ελληνικός στρατός να βαδίσει εδώ και εκεί, όπου είναι Ελλάδα είναι η πολιτική του κ. βουλευτού, η πολιτική όμως της Ελλάδος είναι πολιτική συμμαχική»[3].

Διαβάζοντας τη δήλωση αυτή ότι δηλαδή «η πολιτική της Ελλάδας είναι συμμαχική», και ότι ο ελληνικός στρατός δεν βαδίζει μόνο όπου είναι Ελλάδα, μας έρχονται στο μυαλό τα λόγια του υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Ι. Κεφαλογιάννη κατά τη συζήτηση που διεξήχθη στην Ολομέλεια της Βουλής στις 13 Μαρτίου 2024:

«Θα ήθελα τέλος να επισημάνω ότι γενικότερα οι συμμαχίες που συνάπτει η χώρα μας είναι ίσως μία από τις βασικότερες και σημαντικότερες εκδηλώσεις όσον αφορά την ισορροπία ισχύος. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα –το είπα και στην επιτροπή– δεν είναι μια χώρα υπερδύναμη από άποψη στρατιωτική ή οικονομική. Γι’ αυτό τον λόγο οφείλει να στηρίζεται όχι μόνο στη δική της ισχύ αλλά και μέσα από συμμαχίες έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στη διεθνή σκηνή. Συνεπώς, το εθνικό συμφέρον δεν περιορίζεται στενά στη διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας, αλλά περιλαμβάνει ευρύτερες έννοιες στρατηγικής σημασίας όπως κυριαρχικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα, συμμαχίες, επέκταση της ζώνης ασφαλείας γύρω από την Ελλάδα, ενσωμάτωση της διεθνούς τάξης και βεβαίως αντιμετώπιση των νέων διεθνών απειλών».

Σοβιετική διαδήλωση στην Οδησσό μετά την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων, Απρίλης 1919

Η ομοιότητα των λεγομένων Ρεπούλη και Κεφαλογιάννη, παρ’ ότι τους χωρίζουν 107 χρόνια, είναι αν μη τι άλλο ενδεικτική της ιστορικής συνέχειας που έχει η αστική πολιτική της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού από τις μεγάλες δυνάμεις.

Οι ομοιότητες όμως δεν τελειώνουν εδώ καθώς, όπως σήμερα, τα κάθε λογής παπαγαλάκια και απολογητές της αστικής πολιτικής προσπαθούν να ντύσουν την εκστρατεία στην Ερυθρά Θάλασσα με έναν μανδύα υπεράσπισης και αποκατάστασης του ελεύθερου εμπορίου το οποίο πλήττεται, πως δεν είναι παρά μια αμυντική εκστρατεία χωρίς επιθετικούς στόχους κλπ. Έτσι και τότε έπρεπε να χτιστεί το ανάλογο αφήγημα. Ο αστικός τύπος της εποχής βρίθει από φανταστικά δημοσιεύματα για «σφαγές» που διέπραξαν οι μπολσεβίκοι και για τον «δίκαιο συμμαχικό αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας».           

Αναδημοσιεύουμε ορισμένα σημεία από εφημερίδες της εποχής:

«Εμπρός», 29 Αυγούστου 1918: «…Ελήφθησαν ειδήσεις όπου οι μπολσεβίκοι σφάζουν αδιακρίτως αστούς…».

«Ακρόπολις», Ιανουάριος 1919, τα δεινά της Ρωσίας… «Επί ένα έτος η κόκκινη σημαία του Μπολσεβικισμού κυματίζει επί της ατυχούς Ρωσίας και δεν υπάρχει όριο εις τα δεινοπαθήματα της μεγάλης αυτής χώρας. Η πολιτική ελευθερία ποδοπατήθηκε, δεν υπάρχει ίχνος προσωπικής ανεξαρτησίας και απεριόριστη τυραννία και γραφειοκρατία βασιλεύει…».

«Έθνος», 29 Δεκεμβρίου 1918: «Ο σκοπός των συμμάχων συνίσταται στο να βοηθήσουν τους Ρώσους πατριώτες να απαλλαγούν της νέας τυραννίας…».

«Ακρόπολις», 6 Ιανουαρίου 1919: «..Στην αποστολή μας αυτή έχουμε πολλές ιερές υποχρεώσεις. Δεν πρόκειται μόνο να συντελέσουμε και εμείς στην τάξη και γαλήνη της Ρωσίας… Δεν έχουμε μόνο καθήκον να συντρέξουμε τους συμμάχους μας εις το εκπολιτιστικό έργο, το οποίο ανέλαβαν… Στη στρατιωτική ενέργεια μας παρακολουθεί ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος, όλοι οι σύμμαχοι μας εκείνοι από τους οποίους εξαρτάται η εκπλήρωση των ονείρων, των πόθων και των δικαιωμάτων της φυλής μας»(απόσπασμα ημερησίας διαταγής του Α’ Σώματος Στρατού) [4].

Αντιπαραβάλλουμε με τα παραπάνω τις δηλώσεις Δένδια στις 21 Δεκεμβρίου 2023 όπου ανακοίνωσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στη συμμαχική αποστολή “Prosperity Guardian” (τελικά ο ρόλος που ανατέθηκε στην Ελλάδα ήταν αυτός του «καλού μπάτσου» με την επιχείρηση “ASPIDES”, τον «κακό μπάτσο» τον ανέλαβαν οι αμερικανοάγγλοι): «Η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει μία μέγιστη πρόκληση ασφάλειας στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας και του Κόλπου του Άντεν. Οι επιθέσεις σε εμπορικά πλοία από ομάδες ενόπλων, από drones και πυραύλους, αποτελούν τεράστια απειλή κατά ανθρώπινων ζωών, της διεθνούς ασφάλειας και σταθερότητας, της παγκόσμιας οικονομίας και της ευημερίας των πολιτών. Η Ελλάδα, η χώρα με τον μεγαλύτερο ποντοπόρο στόλο, έχει πρωταρχικό συμφέρον για την διατήρηση της ελευθερίας των θαλασσίων οδών και της προστασίας της ζωής των ναυτικών».

Αποβίβαση γαλλικού πολεμικού υλικού στο λιμάνι της Οδησσού, 1918

Για την ιστορία, να αναφέρουμε ξανά πως η εκστρατεία αυτή κατέληξε με την ολοκληρωτική ήττα των συμμάχων και την όπως-όπως υποχώρησή τους από τα εδάφη της Ουκρανίας. Οι μπολσεβίκοι, πέρα από τη στρατιωτική οργάνωση, είχαν υψηλότερο φρόνημα καθώς αγωνίζονταν για την απελευθέρωση του τόπου τους από τον ξένο εισβολέα και την υπεράσπιση της σοβιετικής εξουσίας, ενώ ο ντόπιος ουκρανικός πληθυσμός ήταν με το μέρος της επανάστασης και εχθρικός προς τα συμμαχικά στρατεύματα. Αντιγράφουμε πάλι από το ημερολόγιο του Νίδερ κάποια από τα συμπεράσματά του:

«Tο έργο στη Μεσημβρινή Ρωσία ήταν δύσκολο, όχι μόνο λόγω του κακού διακανονισμού της μεταφοράς της επιβληθείσας εκ των στιγμιαίων αναγκών διασποράς, αλλά και για άλλες αιτίες. Η άγνοια της γλώσσας, η εχθρότητα του πληθυσμού και ο υπέρ του αντιπάλου φανατισμός τους, η έλλειψη δυνάμεων, η πρωτοβουλία του εχθρού στις επιχειρήσεις, οι μέθοδοι ενέργειας του, η συνεχής πίεση…»[5], ενώ πιο κάτω συνεχίζει:«Τα χωριά τούτα κανένα πλεονέκτημα δεν παρουσίαζαν για να χρησιμοποιηθούν ως σημεία στηρίγματος και λόγω θέσης και λόγω του φρονήματος των κατοίκων ως ακραία μπολσεβίκικο. Η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή εξυπηρετούνταν από προσωπικό φίλα προσκείμενο στον εχθρό, όπως απεδείχθη σε επανειλημμένες περιστάσεις και δια της απεργίας των τελευταίων ημερών…»[6]. Ανάλογο περιστατικό διαβάζουμε και στo ημερολόγιο του στρατιώτη Χρήστου Καραγιάννη, που πήρε μέρος στην εκστρατεία: «Το τραίνο μας περίμενε και αναχώρησε αμέσως, γιατί η 2α Μεραρχία είχε πάθει πανωλεθρία από τους Μπολσεβίκους και η άτακτη υποχώρηση είχε αρχίσει. Το ζήτημα ωστόσο ήταν πως ο οδηγός της αμαξοστοιχίας έκανε μανούβρες, άρχιζε τα του-του με τη σφυρίχτρα του, μας ξαναγύρισε στην αποβάθρα: ήταν σαμποτέρ, καθαρός Μπολσεβίκος. Πώς να μεταφέρει τους εχθρούς του να σκοτώσουν τους πατριώτες ομόφρονούς του;».[7]

Γαλλικά πλοία κατά τη διάρκεια της εκκένωσης της Οδησσού, Απρίλης 1919

H αναφορά στα πιο πάνω ιστορικά γεγονότα και η σύγκριση τους με τη σημερινή εποχή γίνεται καθώς πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο διαλεκτικός τρόπος ανάγνωσης της ιστορίας προκειμένου να δούμε κάθε φορά το νήμα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Επειδή δεν υπάρχουν ιστορικές ασυνέχειες και παρθενογενέσεις, οι σημερινές αποφάσεις των διαχειριστών του ελληνικού καπιταλισμού έχουν μεγάλη συνάφεια με αυτές που πάρθηκαν πριν 107 χρόνια. Μέσα από τη μελέτη της ιστορίας χωρίς ιδεοληπτικές λογικές μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τους λόγους που οδηγούν στις σημερινές καταστάσεις και τις πιθανές συνέπειες των αποφάσεων αυτών.

Αυτό που είναι ακόμα σημαντικότερο όμως είναι να καταλάβουμε ποια είναι τα ιστορικά καθήκοντα κάθε φορά, ποιες πρέπει να είναι οι αιχμές στον λόγο και την ανάλυσή μας. Η ελληνική αστική τάξη, λόγω της διαχρονικής της υποτέλειας, της εξάρτησης και του τυχοδιωκτικού χαρακτήρα που έχει, προσπαθεί πάλι να χρησιμοποιήσει τον λαό ως κρέας για τα κανόνια, για τα οικονομικά συμφέροντα του μπλοκ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με τις οποίες έχει συνταχθεί. Να καταστείλει τους λαούς που αγωνίζονται και να υποστηρίξει τους μακελάρηδες αυτού του κόσμου. Το καθήκον που πέφτει σε μας είναι να οργανώσουμε μετωπικά τη διπλή αντίσταση, τόσο στη ντόπια αστική τάξη όσο και στους ιμπεριαλιστές «συμμάχους».

[1] Κωσταντίνος Ξ. Νίδερ, Η Εκστρατεία της Ουκρανίας (Ιανουάριος-Μάιος 1919), Επιμέλεια-Σχολιασμός Φίλιππος Δ. Δρακονταείδης, εκδόσεις Κέδρος 2015, σελ. 103-104.

[2] Στο ίδιο, σελ 449

[3] Στο ίδιο, σελ. 483.

[4] Στο ίδιο, σελ 501-518.

[5] Στο ίδιο σελ 437.

[6] Στο ίδιο, σελ 438.

[7] Χρήστος Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη (1918-1922), Επιμέλεια-Σχολιασμός Φίλιππος Δ. Δρακονταείδης, εκδόσεις Κέδρος 2013,  σελ. 71.

*Η αλλαγή από καθαρεύουσα σε δημοτική από το ημερολόγιο του Κ. Nίδερ έγινε από το prolet connect