Η πρόσφατη έκδοση του Δυσήνιου Τύπου, η μελέτη της Μπουσδέκη Μαρίας  με τίτλο «Gentrification και εκτοπισμός, μια μελέτη και μερικές σκέψεις για το τι συμβαίνει στις γειτονιές μας», αποτελεί σίγουρα μια δουλειά με πρόσημο θετικό: η αγωνία των πολιτικών ομάδων για το ζήτημα της κατοικίας του κόσμου της εργασίας και των συνθηκών διαβίωσής του στις σύγχρονες καπιταλιστικές μητροπόλεις και η προσπάθεια ανάλυσης των σύγχρονων εξελίξεων μέσω μιας έντυπης έκδοσης βάζει ένα λιθαράκι για την οικοδόμηση του προλεταριακού αγώνα στη χώρα μας σήμερα. Αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα του αν μια ανάλυση γεννά συμφωνίες ή διαφωνίες, από τη στιγμή που μια κοπιαστική δουλειά έχει γίνει με επίκεντρο ένα θεμελιώδες ζήτημα στις μέρες μας, το ζήτημα της στέγης, της κατοικίας και των γενικότερων συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης.

Ως τέτοια έκδοση, έκδοση, δηλαδή, που αποτυπώνει την αγωνία και τις θέσεις μιας αναρχικής συλλογικότητας, του Δυσήνιου Ίππου, με παρουσία και ταξική παρέμβαση στους αγώνες γίνεται από πλευράς μας η κριτική και διατυπώνονται οι απορίες και οι ενστάσεις μας. Η δημοσίευση, λοιπόν, της κριτικής μας δεν στέκεται στην ερευνητική εργασία μιας νέας επιστήμονα, της συγγραφέα Μπουσδέκη Μαρίας, στο πλαίσιο των προπτυχιακών σπουδών της στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, αλλά στην έκδοση του Δυσήνιου Ίππου και τις πολιτικές προεκτάσεις που έχει στις ζυμώσεις εντός του ανταγωνιστικού κινήματος.

Η συγκεκριμένη μελέτη αφορά το ζήτημα του Gentrification, που όπως αναλύει η συγγραφέας δεν αποτυπώνεται στα ελληνικά. Δεν πρόκειται για «εξευγενισμό», «εκτοπισμό», αλλοτρίωση, αλλά για ένα νέο φαινόμενο με παγκόσμια ισχύ: την εκδίωξη της εργατικής τάξης από τις γειτονιές της και την κατάληψη των τελευταίων από τους αστούς, όπως υποστηρίζει. Αλλιώς, αναφέρεται ως «εκτοπισμός κατοίκων της εργατικής τάξης από τα αστικά κέντρα» (σ.80). Για την αποτύπωση του «νέου» αυτού φαινομένου χρησιμοποιείται και ο νέος, σχετικά, στο δικό μας λεξιλόγιο όρος gentrification (από το βρετανικό gentry= «ευγενική γέννα», γέννα των σύγχρονων «ευγενών» αστών των πόλεων).

Από το πρώτο μέρος προκύπτουν ζητήματα θεωρίας και ανάλυσης:

Ένα πρώτο καίριο ερώτημα που προκύπτει από το πρώτο μέρος της γενικής θεωρητικής παρουσίασης του ζητήματος είναι το εξής: ο όρος νεοφιλελευθερισμός. Το φαινόμενο του gentrification συνδέεται σε όλη τη μελέτη με το «νεοφιλελευθερισμό που περνά από τον 20ο στον 21ο αιώνα» (σ.30), με τον «νεοφιλελευθερισμό που εξελίσσεται σε νέες μορφές μέσα στην ιστορία της καπιταλιστικής αστικοποίησης», με μια «νεοφιλελεύθερη φάση καπιταλιστικής αφομοίωσης πλεονασμάτων» (σ.36), με τη «νεοφιλελεύθερη πολεοδομία» (σ.37). Χαρακτηριστικά, στη σελίδα 39 της μελέτης δίνεται ένας παγκόσμιος χάρτης ως «δίκτυο χωρών και φιλελεύθερων αντιλήψεων» (!). Δεν γίνεται, όμως, σαφές τι εννοεί η συγγραφέας με αυτό τον όρο. Πόσο μάλλον όταν η θεωρητική της παρουσίαση ξεκινά από το Παρίσι του 19ου αιώνα (Haussmann) και φτάνει μέχρι το σήμερα. Αν η νεοφιλελεύθερη πολεοδομία, στην οποία γίνεται αναφορά, είναι κάτι σύγχρονο που γεννά τους διωγμούς του gentrification, από πού γεννάται και ποια πολεοδομία υπήρχε πριν από αυτή;

Αλλιώς, τι ήταν το μη νεοφιλελεύθερο που διαμόρφωσε τις καπιταλιστικές μητροπόλεις σε μια τόσο μεγάλη πυκνή σε ιστορικές εξελίξεις χρονική περίοδο;

Ένα πρώτο θεωρητικό κενό που προκύπτει διαβάζοντας την έκδοση του Δυσήνιου Τύπου, είναι τα επιστημονικά εργαλεία που χρησιμοποιεί. Γίνεται μια εκτενής αναφορά σε θεωρίες πάνω στο ζήτημα της ανάπτυξης των πόλεων, από τους Μαρξ και Ένγκελς μέχρι πιο σύγχρονους Smith, Λεφέβρ, Garnier, Harveyκτλ, αλλά δεν γίνεται αντιληπτό, κατά τη γνώμη μας, ποιο είναι τελικά το θεωρητικό- επιστημονικό εργαλείο που ενστερνίζεται και χρησιμοποιεί η συγγραφέας. Είναι σημαντικό για μια πολιτική μελέτη- που τη διαβάζουμε από προλεταριακή σκοπιά- να γνωρίζουμε αν η μελετήτρια χρησιμοποιεί τη μαρξιστική διαλεκτικο-υλιστική μέθοδο, που περιλαμβάνει έρευνα πάνω σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με γνώμονα, δηλαδή, την πάλη των τάξεων, ή κάποια άλλη μέθοδο «σύνθεσης» θεωριών για την πολεοδομία. Η παρουσίαση πολλών θεωριών πάνω στο ζήτημα μπορεί να είναι αποδεκτή σε ακαδημαϊκό επίπεδο αλλά, από προλεταριακής σκοπιάς, μάλλον επιτείνει την αδυναμία- πολύ έντονη στο σήμερα- της σύγχυσης.

Να δώσουμε εδώ ένα παράδειγμα μέσα από την εργασία- μελέτη της Μαρίας Μπουσδέκη:

Παρουσιάζονται ως προς το ζήτημα της ερμηνείας του φαινομένου τρεις θεωρίες. Η «θεωρία της προσφοράς- οικονομική ερμηνεία», η «θεωρία της ζήτησης- πολιτισμική ερμηνεία» και μια τρίτη σύνθεση των δύο αυτών ερμηνειών με πρόσθετη τη «μεταβλητή της κρατικής παρέμβασης».

Η πρώτη θεωρία βλέπει την πόλη ως παράγωγο του καπιταλιστικού συστήματος, με τις διαδικασίες άνισης ανάπτυξης εντός της, με αστικές περιοχές που «υποβαθμίζονται» μέχρι τη στιγμή που οι όμιλοι του realestate να τις καταβροχθίσουν και να τις «αναβαθμίσουν». Η δεύτερη θεωρία μιλάει για ένα κομμάτι της αστικής τάξης που αναζητά να καταναλώσει σε «κακόφημους» τόπους με «ψαγμένο» κόσμο (σ.50) ως μια νέα μορφή της κουλτούρας της ( lifestyle). Ερώτημα: η έκδοση υποστηρίζει την τρίτη θεωρία; Τη σύνθεση; Κι αν ναι, θεωρεί ότι η κρατική παρέμβαση γίνεται έξω από το πεδίο της οικονομίας; Είναι το κράτος ένας εξωτερικός, ένας ουδέτερος παράγοντας ή ένα εργαλείο της αστικής τάξης; Ένα όπλο του Κεφαλαίου; Και, επιπρόσθετα, πώς μπορεί να περιχαρακωθεί η εξουσία του Κεφαλαίου σε ένα αποκλειστικά «οικονομικό πεδίο», κάτι ξέχωρο από τη ζωή της εργατικής τάξης, από τη στιγμή που δεν αποτελεί την εξουσία ενός θησαυροφυλακίου των αστών αλλά πολύ περισσότερο την εξουσία μιας σχέσης που διαποτίζει ολάκερη την ύπαρξη του προλεταριάτου, από την ομιλία του, τον χρόνο του, τις σχέσεις του μέχρι την μεγάλη ψυχολογική του οδύνη από την εκμετάλλευση που δέχεται μέσα στα καπιταλιστικά κάτεργα;

Είναι, αντίθετα, σαφές στη μελέτη ότι η συγγραφέας ενστερνίζεται για την ανάλυσή της το παλιό αφήγημα της «παγκοσμιοποίησης» και μάλιστα με συχνές αναφορές στα σχήματα των Νέγκρι και λοιπών «μητρόπολη- περιφέρεια» και «αυτοκρατορία του πλήθους». Το πόσο ζημιογόνα απέβησαν αυτά τα μικροαστικά νεολογήματα για τους αγώνες του προλεταριάτου έχουν αναλυθεί σε κείμενα του ταξικού ανταγωνιστικού κινήματος και ομάδων με μαρξιστική-λενινιστική αναφορά. Δεν θα σταθούμε, όμως, παραπάνω στη κριτική της «παγκοσμιοποίησης» και στα δικά μας συμπεράσματα. Στη συγκεκριμένη μελέτη, που αναφέρεται στη βίαιη διαδικασία- είτε η βία είναι οικονομική είτε αστυνομική- της εκδίωξης των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τους τόπους τους και τις γειτονιές τους, δεν γίνεται αντιληπτό ποιες είναι οι μητροπόλεις της «μητρόπολης» και ποιες αυτές της «περιφέρειας». Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή και ποια η ειδοποιός διαφορά; Είναι ίδια διαδικασία η ανάπτυξη της μητρόπολης του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της Νέας Υόρκης, με την ανάπτυξη της πρωτεύουσας μιας χώρας με εξαρτημένη οικονομία; Και συγκεκριμένα της Αθήνας, της πληθυσμιακά παχύσαρκης μεγαλούπολης της χώρας μας;

Να δώσουμε κι εδώ ένα παράδειγμα μέσα από τη μελέτη: όταν ο Τρούμαν πρότεινε στο Κογκρέσο των ΗΠΑ το πρόγραμμα FairDeal το 1950 (σ.91), για δημόσια έργα στέγασης, μια κρατική χρηματοδότηση για κατοικίες στους φτωχούς, η χώρα μας είχε μια ύπαιθρο καμένη, λεηλατημένη και κατεστραμμένη και τις πόλεις της γεμάτες συντρίμμια και γεμάτες εκτοπισμένους από τα χωριά, τόσο από την τριπλή Κατοχή του Β Π. Π. όσο, και περισσότερο, από την μοναρχοφασιστική επίθεση και την αμερικανική επέμβαση ενάντια στον λαϊκοεπαναστατικό αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Το μόνο, δηλαδή, κοινωνικό που είδε ο πολύπαθος φτωχός λαός μας από τον Τρούμαν ήταν το Δόγμα του: η βορειοαμερικανική ιμπεριαλιστική επέλαση ενάντια στο λαϊκό δημοκρατικό  και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της χώρας μας. Αυτό δεν το επισημαίνουμε υπονοώντας ότι η συγγραφέας παίρνει φιλοϊμπεριαλιστική θέση. Κάθε άλλο. Το επισημαίνουμε γιατί το αφήγημα της παγκοσμιοποίησης είχε και έχει το εξαιρετικό ταλέντο, από τη μια, να συσκοτίζει την εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος και τις αντιθέσεις του, με την επακόλουθη καταπίεση των λαών και τη λεηλασία των χωρών τους και από την άλλη να συσκοτίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην ιστορία μιας χώρας, αυτά που μας ταλανίζουν μέχρι σήμερα, όπως το ζήτημα της γιαλαντζί ανοικοδόμησης της χώρας μας μεταπολεμικά, των αντιλαϊκών, εγκληματικών οικονομικών και πολεοδομικών σχεδίων που σκάρωσε και εφάρμοσε η ντόπια αστική τάξη (βλ «σχέδιο Βαρβαρέσσου», Δοξιάδη μετά τη νίκη του μοναρχοφασισμού το 1949).

Η θεωρία της παγκοσμιοποίησης, στην πραγματικότητα, εκτόπισε από τη σύγχρονη διανόηση της χώρας μας τη μελέτη της ανισόμετρης ανάπτυξης των χωρών στο καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό σύστημα, της ανισομετρίας που γεννά υποταγμένους και πάτρωνες, διπλά εκμεταλλευόμενους από το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, και αντίστοιχα καρπωτές της υπεραξίας.

Ένα τέτοιο αδύναμο σημείο βρίσκουμε ότι είναι στη συγκεκριμένη μελέτη το ζήτημα της αποβιομηχάνισης από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Η τελευταία παρουσιάζεται ως «γενικό φαινόμενο σε κάθε αστικό κέντρο», σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι, όμως, έτσι; Ήταν ίδια η εκβιομηχάνιση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, με την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας στον προηγούμενο και στο σύγχρονο αιώνα; Ποια, ακριβώς αποβιομηχάνιση και πότε συντελέστηκε στη χώρα μας ώστε να αλλάξει καίρια τον χαρακτήρα του αστικού ιστού; Να διευκρινίσουμε εδώ ότι με τον όρο «αποβιομηχάνιση» δεν εννοούμε αυτό που αναφέρεται στην εργασία ως «προώθηση του τριτογενούς τομέα εις βάρος του δευτερογενούς». Δεν άφησαν οι ΗΠΑ τη βιομηχανική τους παραγωγή- μιας και η αναφορά γίνεται στη Νέα Υόρκη- από το 1970 και μετά χάριν του τομέα των υπηρεσιών. Αντίθετα την αύξησαν αλλά μεταφέροντας τα εργοστάσια τους σε τόπους εκτός των ΗΠΑ, εκτόπισαν και τμηματοποίησαν τη βιομηχανία τους γιατί αυτό ήταν το πιο επικερδές. Αντίστοιχη σύγκριση με την Ελλάδα, μιας και η εργασία αναφέρεται στις γειτονιές μας και στο «εδώ και τώρα», είναι τουλάχιστον άτοπη.

Η άναρχη διαμόρφωση της αθηναϊκής μεγαλούπολης σχετίζεται με δύο, κυρίως παράγοντες: α. με τους μεγάλους διωγμούς πληθυσμών από τις εστίες τους του προηγούμενου αιώνα β. με την ιστορική για τη χώρα μας διαδικασία της αντιπαροχής, αποτέλεσμα της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού από το ξένο κεφάλαιο, καθώς η ντόπια αστική τάξη δεν επένδυσε σε βαριά βιομηχανία αλλά στην «ευκολία» του κλάδου των κατασκευών. Τα «σχέδια αστικής αναγέννησης, πολύπλευρα και μεγάλης κλίμακας από το 1980 και μετά» (σ.66) ίσως να αφορούν κάποιες άλλες χώρες, δύσκολα όμως τα βλέπουμε στη δική μας.

Ειδικά για τη χώρα μας, η τσιμεντοποίηση από τη δεκαετία του 1960 και η αντιπαροχή είναι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο που πρέπει να αναλυθεί όταν μιλάμε για τις γειτονιές μας και τις πόλεις μας. Γιατί εξηγεί από τη μια το μεγάλο ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, ποσοστό που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις Λαϊκές Δημοκρατίες των Βαλκανίων μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, και από την άλλη αποτελεί το «ανοικτό τραύμα» των πόλεών μας, ιδιαίτερα της Αθήνας, καθώς αποτέλεσε μια διαδικασία καταστροφής του φυσικού της περιβάλλοντος και πολύ σημαντικών της πολιτιστικών μνημείων (π.χ. το μπάζωμα του Ιλισσού συνοδεύτηκε από την καταστροφή των Παριλίσσιων μνημείων).

Να σημειώσουμε εδώ ότι για να αναλυθεί η εξέλιξη και η σημερινή κατάσταση της ιδιοκατοίκησης- κατοικίας στη χώρα μας, είναι απαραίτητο να αναλυθεί πρώτα η ιστορική αστική πολιτική της αντιπαροχής, καθώς μετέβαλε τη θέση, τη συνείδηση και την ψυχή ενός τμήματος του κόσμου της δουλειάς στις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα (ως ένα «gentrification» της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου της χώρας μας). Ένα τμήμα, δηλαδή, των εργαζομένων της χώρας πέρασε από το μεροκάματο και τη μία κύρια κατοικία στη θέση του εισοδηματία- με λίγα λόγια (μικρο- ) αστικοποιήθηκε. Έχοντας ως «εισόδημα» τα νοίκια έπαψε να παίρνει θέση στον αγώνα για το μεροκάματο και τη γενικότερη βελτίωση της συνθήκης ζωής της εργατικής τάξης. Αυτή είναι μια μετατόπιση που βλέπουμε εν μέρει να συμβαίνει και σήμερα με τους εργαζόμενους που εκμεταλλεύονται την όποια ιδιοκτησία τους μέσω της πλατφόρμας της πολυεθνικής του airbnb. Δεν είναι τόσο «αθώα» διαδικασία, όπως παρουσιάζεται στη μελέτη, η προσπάθεια επιβίωσης των φτωχών μέσα από τα τυράκια που προσφέρει το καπιταλιστικό- ιμπεριαλιστικό σύστημα.  

Και τα δύο παραπάνω, διωγμοί πληθυσμών και τσιμέντο- αντιπαροχή γεννιούνται από: α. την αντίθεση μεταξύ ιμπεριαλισμού- λαών και β. τις αντιθέσεις που δημιουργεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στη χώρα μας: την αντίθεση πόλης- υπαίθρου και την αντίθεση Κεφαλαίου- Εργασίας εντός των πόλεων.

Πάνω σε αυτή την εξαρτημένη οικονομία χτίστηκε και χτίζεται σήμερα η πολυδιαφημισμένη από την αστική τάξη και το κράτος της «βαριά βιομηχανία του τουρισμού». Το ξένο κεφάλαιο εισχωρεί, αλλοτριώνει, διαμορφώνει με βάση τις δικές του ανάγκες. Η περαιτέρω τουριστικοποίηση της χώρας μας, με την πραγματική επέλαση της βραχυχρόνιας μίσθωσης (airbnb), της αγοράς ακινήτων από ξένους ομίλους realestate, της συνεπαγόμενης αύξησης των ενοικίων, είναι μια εγκληματική διαδικασία που στερεί από το προλεταριάτο την κατοικία του, τα μέσα επιβίωσής του, τη σύνδεση με μια γειτονιά- σημαντική για την κοινωνικοποίησή του και τους αγώνες του. Γιατί ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις ανοδικές τιμές των ενοικίων γίνεται πιο φτωχό και διαρκώς περιπλανώμενο.

Η διαδικασία αυτή, δεν αφορά μια περιοχή της Αθήνας ή μόνο την Αθήνα. Αφορά ολόκληρο τον τόπο και είναι αποτέλεσμα της επιλογής της ντόπιας αστικής τάξης να κατευθύνει την οικονομία της προς την «τουριστική ανάπτυξη». Ποτέ στην ιστορία της χώρας δεν υπήρξε κυβερνητικό αστικό επιτελείο που να έβαλε πραγματικά στο τραπέζι το ζήτημα της έλλειψης στέγης για τις λαϊκές οικογένειες (και στην έλλειψη αυτή συμπεριλαμβάνουμε και την κατοίκηση σε κτίρια ακατάλληλα προς κατοίκηση- την πληθώρα, δηλαδή, πολυκατοικιών παλαιότερης οικοδόμησης). Η οικοδομή στη χώρα μας πάγωσε από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης υπερπαραγωγής του 2008- 2009. Οι λαϊκές- εργατικές οικογένειες έπρεπε να αναζητούν κατοικία σε μια περιορισμένη «προσφορά» χαμηλών ποιοτικά διαμερισμάτων. Στο σήμερα, σε μια οικονομία που κεντροβαρίζει στο επισφαλές και παρασιτικό πεδίο της παροχής τουριστικών υπηρεσιών, η όποια οικοδομική δραστηριότητα δεν αφορά την πρόσβαση στη στέγη των εργαζομένων. Αφορά ό, τι συμφέρει τους επενδυτές, το κέρδος τους, τόσο για την Αθήνα όσο και για τις υπόλοιπες πόλεις μεγάλες ή μικρές (βλ. Χανιά) που έχουν μετατραπεί σε «προοορισμούς» εκατομμυρίων τουριστών κάθε χρόνο και ταυτόχρονα σε τόπους αποκλεισμού των ίδιων των κατοίκων τους.

Οι συνέπειες αυτής της οικονομικής πολιτικής- μέσα στα πλαίσια της βίαιης και ραγδαίας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που συντελείται στη χώρα μας, σύμφωνης με τις επιταγές των ξένων μονοπωλιακών ομίλων- είναι τραγικές σε όλες τις πλευρές της ζωής μας καθώς δεν αλλάζει μόνο ο χαρακτήρας των γειτονιών μας από τους «γιάπηδες» αλλά γινόμαστε βορά σε μια παραοικονομία που χτίζεται γύρω από τις «υπηρεσίες και παροχές» στο τουριστικό υποκείμενο. Το trafficking (με όλων των ειδών τα «εμπορεύματα» για «όλα τα γούστα» συμπεριλαμβανομένων και ανηλίκων), το εμπόριο ναρκωτικών, η μαύρη οικονομία στα εμπορεύματα κατανάλωσης (όπως το αλκοόλ, ο καφές κ.α.) και τα κυκλώματα που διακινούν και διαχειρίζονται τα παραπάνω είναι μέρος της ίδιας διαδικασίας, που δεν είναι άλλη από την  μετατροπή της Ελλάδας σε Ταϋλάνδη που προσφέρει ήλιο, θάλασσα και «απολαύσεις»… που μπορούν να έχουν χωρίς όρια όσοι πληρώνουν για αυτές.

Όμως παραμένει το ζήτημα «τι κάνουμε;» σε αυτήν τη βάρβαρη κατάσταση για την εργατική τάξη και τα φτωχολαϊκά στρώματα. Πώς αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της στέγασης, της υγείας, της παιδείας; Πώς δρομολογούμε την κάλυψη των λαϊκών αναγκών;

Με την οργάνωσή μας όχι στη βάση της παλιάς γνωστής μουγγής διεκδικητικής επαιτείας από την αστική τάξη για ψίχουλα και μικροαλλαγές. Αλλά με την οργάνωση, τη στράτευσή μας στον έναν αποτελεσματικό στόχο: την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την ολόπλευρη αλλαγή της ζωής μας μέσα από την επιβολή της συλλογικής μας δύναμης, την εξουσία του προλεταριάτου και των συμμάχων του. Μια εξουσία που θα έχει χτίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις όχι για το «δικαίωμα στη στέγη», όπως αναφέρεται γενικόλογα στα αστικά Συντάγματα και στην πράξη εξειδικεύεται σε εξώσεις, πλειστηριασμούς, λεηλασία της ζωής από το νοίκι, κορμιά αστέγων στους δρόμους, όχι στο «δικαίωμα στη ζωή» που για την αστική μας τάξη σημαίνει την καταδίκη της εργατικής τάξης της χώρας μας να επιβιώνει σε σπίτια υγρά, ανήλιαγα, χωρίς διεξόδους δημόσιου πράσινου χώρου και σε σπίτια ακατάλληλα για τα σύγχρονα δεδομένα, χωρίς καμία αντισεισμική προστασία και, πόσο μάλλον, χωρίς μηχανικές μελέτες που να τα καθιστούν ασφαλή για κατοίκηση. Αν παλεύουμε για την κάθε παιδική χαρά της γειτονιάς μας, για το κάθε σχολείο, για το κάθε δέντρο, για το κάθε σπίτι, τότε μόνο θα τα καταφέρουμε αν οργανωθούμε στη βάση της ανατροπής της εκμετάλλευσης από την αστική τάξη.

Και για να γίνει αυτό πρέπει το ανταγωνιστικό κίνημα να δουλεύει πολιτικά προσανατολίζοντας όλη τη δουλειά του στην αντιμπεριαλιστική/αντικαπιταλιστική πάλη για τη συσπείρωση λαϊκών δυνάμεων και την ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού. Το μέτωπο πάλης είναι διαρκώς το ζητούμενο αν θέλουμε να ανακόψουμε την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και την ταϋλανδοποίηση της χώρας. 

Καταλήγοντας, για να συμβάλλουμε στη συζήτηση και ζύμωση που γεννά η εκδοτική αυτή προσπάθεια, παραθέτουμε δικά μας άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Βίδα για το στεγαστικό ζήτημα.

α. Στεγαστικό πρόβλημα και airbnb- νέα μορφή, παλιά ιστορία (τχ28, Μάιος 2019)

β. Το κέντρο της Αθήνας αλλάζει… και γίνεται όπως παλιά (τχ29, Δεκέμβρης 2019)

γ. Για το στεγαστικό ζήτημα  (τχ30, Ιούνης 2020)

Σημαντικές πηγές που επεξεργαστήκαμε, πέρα από τα δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής:

1. Για το ζήτημα της κατοικίας, Φρίντριχ Ένγκελς, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012.

2. Το Κεφάλαιο, τόμος 3ος, Καρλ Μαρξ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009.

3. Παγκόσμια Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Κρατική Επιστημονική Έκδοση ΕΣΣΔ, εκδόσεις Παρθενών, Αθήνα.

4. Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση, τεύχος 4, Μάιος 1991.

5. Αθήνα 1830- 2000, Εξέλιξη- Πολεοδομία- Μεταφορές, Γεωργίου Μ. Σαρηγιάννης, εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα 2000.

6. Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα, Δ. Μπάτσης, εκδόσεις Κέδρος 1977.

Ελένη Χαύτη

*Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι της Γ.Γ.