Η χώρα περνάει μια πολύ δύσκολη για τον πληθυσμό της περίοδο οικονομικά. Όσοι μένουν στο ενοίκιο, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, έχουν φτάσει σε σημείο απελπισίας. Τα βασικά καταναλωτικά αγαθά στο ράφι του σούπερ μάρκετ, όπως το γάλα (να μην αναφερθούμε καν στο βρεφικό!) είναι σε εξωφρενικές τιμές, τα καύσιμα μετακίνησης διαρκώς ανεβαίνουν, ακόμα και το κόστος του διαδικτύου είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Σε αυτό το ζοφερό για τον λαό τοπίο έρχεται να προστεθεί και η επισιτιστική κρίση, η οποία εντάθηκε μετά την τραγωδία του θεσσαλικού κάμπου, με το ελληνικό κράτος να ευθύνεται με την εγκληματική του πολιτική.
Είναι κάποια όμως «προϊόντα» τα οποία αντί να ακολουθούν την πληθωριστική άνοδο της αγοράς, αντιθέτως η τιμή τους όλο και πέφτει, καθιστώντας τα από τα φθηνότερα στην Ευρώπη. Και δεν είναι άλλα από τις ναρκωτικές ουσίες. Το καλοκαίρι δημοσιοποιήθηκε μια έρευνα που δίνει την τιμή της ηρωίνης στην πώλησή της στον δρόμο, στα είκοσι ευρώ (22$). Οι αντίστοιχες σε Ιταλία, Αγγλία και Η.Π.Α. είναι 49$, 138$, και 394$.
Όσο βαθαίνει η «ταϋλανδοποίηση» της Ελλάδας και αυξάνεται η φτώχεια, τόσο φθηνότερα είναι τα ναρκωτικά. Έτσι συμβαίνει και με την κοκαΐνη. Το άλλοτε «κραταιό» ναρκωτικό των πλουσίων και των γιάπηδων έχει πέσει τουλάχιστον στο 1/3 της τιμής της σε σχέση με το 2007. Από 110 ευρώ το γραμμάριο, τώρα είναι στα 40 ευρώ. Μαρτυρίες συντρόφων, που δουλεύουν στον επισιτισμό και έχουν επαφή με αυτό το μαζικό πλέον φαινόμενο στα κέντρα διασκέδασης, λένε πως η κοκαΐνη είναι ξεκάθαρα πια νοθευμένη καθιστώντας την αφενός πολύ φθηνότερη, αφετέρου ακόμα πιο επικίνδυνη. Δεν είναι μυστικό πια πως πολύ μεγάλο κομμάτι του κόσμου κάνει χρήση συστηματικά.
Και όταν λέμε κομμάτι κόσμου πλέον εννοούμε τους εργαζόμενους που έμαθαν να «την πίνουν». Δεν είναι μυστικό πως η κοκαΐνη έχει διαδοθεί πλατιά στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες της «βιομηχανίας του τουρισμού», δηλαδή στα διασκεδαστήρια, ξενυχτάδικα, μπαρ, ξενοδοχεία κ.α, με όλων των ειδών τις «υπηρεσίες και τις απολαύσεις». Η διεύρυνση και η χρήση αυτής της ουσίας είναι πλέον παγιωμένη σε όλο το περιβάλλον που παρέχονται οι «τουριστικές υπηρεσίες». Η κατανάλωσή της γίνεται δυστυχώς και από τους εργαζόμενους, που δουλεύουν εξαντλητικά ωράρια, για να βγει η δουλειά. Κάνουν χρήση κοκαΐνης, για να αντέξουν και να βγάλουν τη σεζόν ή τις γιορτές.
Την εμπειρία της κοκαΐνης ως «καύσιμο ενέργειας» τη συναντάμε σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας αλλά και του Ευρωπαϊκού Νότου. Το προλεταριάτο «την πίνει» και χιλιάδες εργαζόμενοι-ες έχουν άλλη μια εξάρτηση που τους κάνει πιο ευάλωτους-ες στην ταξική πάλη αλλά και στην ίδια τη ζωή.
Υπεύθυνη για αυτή την κατάσταση και το ρίξιμο περισσότερων ανθρώπων στην κόκα εγχώρια είναι η αστική τάξη, η οποία επέλεξε να μετατρέψει τη χώρα σε χώρα- μπανανία παροχής υπηρεσιών και διασκεδάσεων (ναρκωτικά, πορνεία, trafficking).
Το φετινό καλοκαίρι η χρήση ναρκωτικών ανέβηκε κατακόρυφα, σε αντίθεση με τη συμμετοχή του κόσμου στις συγκεντρώσεις για τα εγκλήματα των πυρκαγιών και των ναυαγίων. Το μαρτυρούν οι μετρήσεις στα λύματα της Ψυτάλλειας που δείχνουν το επίπεδο των ουσιών (μέσα σε αυτές φιγουράρει το zanax, που έχει άμεση σχέση με την χρήση κόκας, ως κατευναστική ουσία). Το ίδιο έγινε και την περίοδο των Χριστουγέννων του 2023, όπου οι δείκτες έδειξαν ότι η αθηναϊκή μητρόπολη έγινε ένα τεράστιο πεδίο νυχτερινής διασκέδασης και κατανάλωσης κοκαΐνης.
Έχουμε γράψει και σε παλιότερα κείμενα για την πίεση που δέχεται η εργατική τάξη. Το πράγμα όμως ολοένα και ξεφεύγει.
Καλούμε σε επαγρύπνηση και εγρήγορση κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου σε όλο το ανταγωνιστικό κίνημα. Μιλάμε για ένα φαινόμενο μαζικό το οποίο είναι πλέον διηλικιακό και δεν χτυπάει μοναχά τα νεαρά κομμάτια της εργατικής τάξης. Στις κεντρικές θέσεις της κάθε οργάνωσης και την ατζέντα των δράσεων, δίπλα στο πρόβλημα της ανεργίας, της πατριαρχικής οπισθοδρόμησης, της αποκτήνωσης της κοινωνίας και της απόλυτης παρακμής της, πρέπει να βρίσκεται και ο αντιναρκωτικός αγώνας. Αυτός ο αγώνας ενάντια στις εξαρτήσεις (και όχι στους εξαρτημένους) είναι βαθιά ταξικός και επαναστατικός και δεν μπορεί να μην προβληματίσει την οργανωμένη εργατική τάξη αλλά και όποιον/α πιστεύει και αγωνίζεται ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα και τις αλλοτριώσεις του.