3/9/1984 – 29/12/2023

Γενιά μεγαλωμένη το 90. Στις γειτονιές θέριζαν τα ναρκωτικά, χάναμε φίλους και γνωστούς. Χίλια δυο ιδεολογήματα έμπαιναν στη νεολαία και την κατάπιναν, την απορροφούσαν από τα πραγματικά προβλήματα. Είχε όμως τόσα καλά. Ήταν από τις γενιές αυτές που βρέθηκαν να αναζητούν και να χτίζουν το μέλλον στους δρόμους και στις πλατείες. Να καταστρώνουν σχέδια παρέες – παρέες στα παγκάκια. Ήταν αυτές οι παρέες που ζωντάνευαν τη μητρόπολη αλλά και τις ελληνικές επαρχίες τα Καλοκαίρια.

Έδιναν και έπαιρναν τα «fly», οι «γκέτα – Martens», τα παλαιστινιακά φουλάρια, χτιζόταν ο ροκ χαρακτήρας, τα καλά «κακά» παιδιά που είχαν όρεξη για ζωή, χαμογελούσαν και άρπαζαν την κάθε στιγμή από τα μαλλιά.

Μέσα σε αυτή την περίοδο και μέσα σε αυτά τα καλοκαίρια της ζωντάνιας και των παιδικών μας χρόνων υπήρξε η γνωριμία με τη Βάσω. Δεν είχαμε πει «χαίρω πολύ». Στην πλατεία του χωριού έπαιζαν μπάλα τα αγόρια νωρίς το απόγευμα. Μεσημέρι θα έλεγε κανείς. Αυτή γυρνούσε από «κάτω», από τη θάλασσα. Τη Θάλασσά μας! Τα κορίτσια πάντα είναι πιο ώριμα από τα αγόρια για να βρίσκονται στην τσιμεντένια πλατεία ντάλα Καλοκαιριού και μάλιστα την ώρα που ο ήλιος καίει! Ρίχνοντας, την ώρα του παιχνιδιού, μια ματιά στην ανηφορίτσα, πίσω από το κάτω «τέρμα» η Βάσω χαμογέλασε προς το μέρος μου και έκλεισε το μάτι. Αυτό μάλλον ήταν η αφορμή για να σκοράρω μετά, όταν η Βάσω, υποθέτω, είχε φτάσει ήδη σπίτι. Αυτό ήταν το δικό μας «χαίρω πολύ», ένα κλείσιμο ματιού και ένα… γκολ! Χρόνια μετά και χωρίς να μπορώ να της το πω, της το αφιερώνω.

Από τότε γνωριζόμασταν «επίσημα». Με κάποιους ανθρώπους ακόμα και αν δεν έχεις στενές επαφές νιώθεις πως κάτι σε δένει. Την έβλεπα τα Καλοκαίρια με εκείνο το ίδιο χαμόγελο, με τον ίδιο δυναμισμό που είχε εκείνο το κορίτσι που έκλεινε το μάτι. Και ας πέρναγαν τα χρόνια και ας κουβαλούσαμε στις πλάτες χίλια δυο προβλήματα και άγχη.

Θα προσπαθήσω να διηγηθώ μια αστεία στιγμή από ένα καλοκαίρι που ίσως να είναι και από τις τελευταίες αναμνήσεις από εκείνα τα Καλοκαίρια, που ακόμα και σήμερα όταν τη θυμάμαι γελάω, μα με το γέλιο που έκανε η Βάσω κυρίως! Μετά από το μπάνιο της παρέας κάτσαμε αρκετά άτομα στο ταβερνάκι, το ένα από τα λίγα γνωστά. Να φάμε κάτι, να πιούμε, και να ζήσουμε την ανεμελιά που η ζωή μάς χρωστάει και θα μας χρωστάει. Στην «παραγγελία» μας, ανάμεσα σε άλλα, η παρέα παρήγγειλε και ένα… «σαγανάκι». Εγώ ψέλλισα μέσα από τα δόντια μου «και ένα γανάκι κανονικό»… Η Βάσω δίψαγε πάντα για γέλιο και αυτό το «αστείο» τής ήταν αρκετό για να προσφέρει στην παρέα αυτό της το γέλιο απλόχερα. Βέβαια ο αδερφός της, μέρος της παρέας, είχε αντίθετη άποψη. Σιγά, είπε, αυτό το αστείο μπορείς να το κάνεις με οποιαδήποτε λέξη. Η Βάσω υποστήριξε «φιλολογικά» το αστείο… ανοίγοντας μια κουβέντα με τον αδερφό της με «σοβαρά» πρόσωπα και σοβαρά επιχειρήματα. Εγώ σκεφτόμουν «δεν πάνε καλά, επιστήμη το έκαναν»!

Στις παρέες ήθελα να κάθομαι πάντα δίπλα στη Βάσω. Από εγωισμό όμως. Ήταν τα καλοκαίρια της ανεμελιάς, όπως προείπαμε, και τα αστεία ακουγόντουσαν το ένα μετά το άλλο. Αυτά τα αστεία που θα ερχόντουσαν και από το δικό μου στόμα ήθελα να τα ακούει πάντα η Βάσω. Ένα αστείο ήταν καλό αν η Βάσω γελούσε… Έτσι το είχα στο μυαλό μου.

Μία μικρή ακόμα ανάμνηση που θα μοιραστώ και εκεί θα σταματήσω, έρχεται από ένα τέλος καλοκαιριού. Θα ταξίδευα από το χωριό μας προς Αθήνα. Ήταν η ώρα του «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήξερα πως τα δύο αδέρφια συνέχιζαν τις διακοπές τους στο διπλανό από εμάς χωριό. Το ΚΤΕΛ θα πέρναγε πρωί από την πλατεία του διπλανού αυτού χωριού. Ήταν αρκετά πρωί για να περιμένω μια συνάντηση αλλά το μυαλό έτσι δούλεψε εκείνη την ώρα. Κόλλησα τα χέρια μου στο τζάμι για να κρύψω την αντανάκλαση, ψάχνοντας με τα μάτια να συναντήσω ένα από τα δύο αδέρφια να διασχίζουν το δρόμο. Ήθελα να τους χαιρετίσω, να τους χαμογελάσω, δηλώνοντάς τους πως τα καλοκαίρια μας δεν τελειώνουν. Πραγματικά στεναχωρήθηκα που δεν τους είδα. Κατσούφιασα όσο το λεωφορείο απομακρυνόταν… Κάθε καλοκαίρι όμως ήμασταν εκεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τώρα ξέρω πως όσο και αν τα βλέμματά μας δεν συναντιούνται, τα καλοκαίρια θα είναι εκεί για να μας θυμίζουν πως οι αναμνήσεις δεν χάνονται και πως τα καλοκαίρια μας είναι ατελείωτα.

Τα λόγια στερεύουν, καμιά φορά νιώθουμε πως χάνουμε τη δυναμική μας. Όσες στιγμές και να γραφτούν δεν καλύπτουν το ευρύ φάσμα των αισθημάτων, δεν μπορούν να εκφράσουν το σκοτάδι της απώλειας. Έχουμε όμως αυτές τις στιγμές που γράφτηκαν από την ίδια τη ζωή. Υπάρχει για πάντα το αόρατο νήμα των στιγμών που καρέ-καρέ κάνει τον άνθρωπο να είναι πάντα δίπλα μας και να μας χαμογελάει.

Στο επόμενο ταξίδι, που θα περνάω από το χωριό, θα κολλήσω πάλι τα χέρια στο τζάμι και τότε θα συναντηθούν τα βλέμματά μας και θα χαμογελάσω, δηλώνοντας πως τα ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ δεν τελειώνουν!

Α.

4/1/2024