Δεν υπάρχει πιο κατατοπιστικός τίτλος για αυτό το βιβλίο. Είναι ακριβώς αυτό: Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες. Το βιβλίο που έγραψε ο Παναγιώτης Σκληρός και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fagotto δεν είναι απλά ένα βιβλίο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ που με τα πλάνα του σε ταξιδεύει στο νησί μας, τη Λευκάδα μας.
Αν μπορούσαμε να προσθέταμε έναν υπότιτλο (με όλο το θάρρος) για τις ιστορίες του Π. Σκληρού θα βάζαμε τον εξής: «Ιστορίες του κόσμου της δουλειάς και του μόχθου στη Λευκάδα»…
Στις σελίδες του βιβλίου, σε 31 Κεφάλαια, ο Π. Σκληρός σκιαγραφεί ανθρώπους και επαγγέλματα του προηγούμενου αιώνα στο νησί μας. Παραθέτει λαογραφικά σημειώματα, αθλητικά και πολιτιστικά γεγονότα, παραδόσεις και κανόνες ανταλλακτικής οικονομίας, παρατσούκλια και ντόπιους ιδιωματισμούς. Η γραφή του ελαφροπατά σα να μην θέλει να ξυπνήσει τους ανθρώπους και τα χωριά μιας περασμένης εποχής. Θέλει μόνο να τους καταγράψει μέσα από τις θύμησες και τις μνήμες των συμπατριωτών του και του ίδιου για να τους τιμήσει. Ολόκληρο το βιβλίο το διαπερνά η αγάπη για το νησί και ιδιαίτερα για το νότιο τμήμα του από όπου κατάγεται ο συγγραφέας (γεννημένος στη Βασιλική το 1949).
Ξεχωριστή μνεία γίνεται στη Λευκαδίτισσα γυναίκα που τιμάται από τον Π. Σκληρό ως η ακούραστη αγρότισσα, μάνα, εργάτρια που πάλεψε για την οικογένειά της σε εποχές σκληρές και δύσκολες. Πως να μην συγκινηθεί ο συντοπίτης μας για τη μάνα, τη βαβά, τη βαβά της βαβάς του διαβάζοντας το βιβλίο;
Όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή: «Αυτούς τους ανθρώπους αξίζει πάντα να τους φέρνουμε στη μνήμη μας, να τους θυμόμαστε. Αυτοί έφτιαξαν τον κόσμο μας τόσο στέρεα, τόσο δυνατά που αξίζουν την θύμηση, τη συγκίνηση μας».
Οι «Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες» όμως επιτελούν και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό, πέραν της λαογραφικής αξίας τους. Είναι ένα εργαλείο για όσους θέλουν να μάθουν για το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Δυτική Ελλάδα (και όχι μόνο στη Λευκάδα) μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Γιατί στο βιβλίο αναφέρονται ιστορίες από τις δεκαετίες του 1950, ‘60, ‘70. Η κοινωνική κατάσταση στο μοναρχοφασιστικό καθεστώς, η φτώχεια, η ξενιτιά, η μισθωτή χειρωνακτική εργασία, η αγροτική ζωή, οι ταξικοί φραγμοί, το επίπεδο της εκπαίδευσης, η θέση της γυναίκας, η μεταφορά εμπορευμάτων και εργατικού δυναμικού, η έλλειψη μηχανών, ρεύματος και ανέσεων εμφανίζονται διαρκώς και συμπλέκονται στις ιστορίες του Π. Σκληρού.
Οι συνειρμοί του αναγνώστη, καθώς τρέχουν οι σελίδες, δεν μπορούν να μη φτάσουν στους λαϊκούς αγώνες του νησιού μας, που τους γεννούσε η δύσκολη ζωή των κατοίκων του και στην πάντα ανυπότακτη Λευκάδα που αντιστεκόταν και πάλευε για κοινωνική δικαιοσύνη τα μαύρα μετεμφυλιακά χρόνια. Ας μας συγχωρέσει ο συγγραφέας του βιβλίου για αυτό το «κριτικό» άλμα.
Κλείνοντας το βιβλίο με δάκρυα στα μάτια, πέρασαν από μπροστά μας οι ξώμαχοι του νησιού, οι αγωνιστές εργάτες γης, οι αμόρφωτοι με ταξική συνείδηση, οι συγγενείς των «ηττημένων», οι σιωπηλοί συγχωριανοί έξω από τις εκκλησίες, οι «αμίλητοι» που τους έπνιγε το δίκιο… Μπορεί ο συγγραφέας να μην αναφέρεται συγκεκριμένα σε αυτούς αλλά χωρίς να το θέλει πατάει πάνω στους αρμούς του κοινωνικού ζητήματος και γεννάει συνειρμούς ιστορικοπολιτικά προσδιορισμένους – τουλάχιστον σε όσους γνωρίζουν και καμαρώνουν για τη Λευκάδα των αγώνων…
Ένα μεγάλο μπράβο για το βιβλίο.
Γ. Σεραφίνος
ΥΓ. Στο κεφάλαιο που πραγματεύεται τα καρβουνοκάμινα και τα ασβεστοκάμινα φαντάζομαι ότι θα καμάρωνε, αν ζούσε, ο μακαρίτης ο παππούλης μου Γεώργιος Φατούρος «μπουμπούκης», από το Μαραντοχώρι, που παντρεύτηκε στον Πόρο. Ο ίδιος έφτιαχνε ασβεστοκάμινα και πουλούσε ασβέστη (εκτός των γεωργικών δουλειών που καταπιανότανε) για να ζήσει τα έξι παιδιά του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Και μόνο για αυτό το κεφάλαιο και την περιγραφή για το πως χτιζόταν ένα καμίνι θα ξαναπώ από καρδιάς ένα μεγάλο μπράβο στον συγγραφέα Π. Σκληρό.
Διαβάστε ακόμα: Οι Λευκαδίτες σκαφτιάδες κι εργάτες, σ’ άλλη γη