ΚΥΔΕΠ Αλεξανδρούπολης

Στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση του Αυγούστου του 1944 (αριθ. Φύλλου 29) συναντούμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο: Οι Συνεταιρισμοί στο παλιό και στο τωρινό καθεστώς. «Παλιό» καθεστώς για τον Αύγουστο του 1944 ήταν οι κυβερνήσεις της αστικής τάξης. «Τωρινό» καθεστώς ήταν η κυβέρνηση της ΠΕΕΑ που προέκυψε από τον αιματηρό αγώνα του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της χώρας μας ενάντια στην τριπλή κατοχή και στην βασιλοφασιστική αντίδραση, με ελεύθερες εκλογές και με καθιέρωση στις ελεύθερες περιοχές της χώρας μας πραγματικά δημοκρατικών, λαογέννητων θεσμών.

Στο «παλιό» καθεστώς, όπως αναφέρεται στο άρθρο, «η εξέλιξη επί ένα αιώνα και πάνω του συνεταιριστικού κινήματος απόδειξε, πως μέσα στο καπιταλιστικό καθεστώς μονάχα περιορισμένους σκοπούς μπορεί να επιτύχει». Αυτό γιατί οι συνεταιρισμοί είτε ως «ιδιότυπες εταιρείες» μικροπαραγωγών με σκοπό την προμήθεια των αναγκαίων ειδών τους και τη διάθεση των προϊόντων τους χωρίς τη μεσολάβηση και εκμετάλλευση του εμπορίου (χωρίς μεσάζοντες, όπως θα λέγαμε σήμερα) είτε ως οργανώσεις καταναλωτών για τη βελτίωση των όρων της ζωής τους με φθηνότερο κόστος βασικών ειδών, χτυπούσαν το κεφάλι τους πάνω στους τοίχους του αστικού κράτους. Η αστική τάξη της χώρας που είχε την εξουσία, από το 1914 μέχρι τις μέρες της Κατοχής, ήθελε υποτελή την αγροτιά και τις σοδειές της, για να αυγατίζει από το μόχθο της το τραπεζιτικό- βιομηχανικό κεφάλαιο. Οι νόμοι των αστών σύνθλιβαν τους συνεταιρισμούς στη μέγγενη της Εθνικής και της Αγροτικής Τράπεζας και στα τοκογλυφικά τους δάνεια.

ΚΥΔΕΠ Βόλου

Στο «τωρινό» καθεστώς, οι συνεταιρισμοί είχαν ήδη μπει- πολύ πριν γραφτεί το άρθρο της ΚΟΜΕΠ- στην πάλη για την επιβίωση του λαού: εκατοντάδες καταναλωτικοί συνεταιρισμοί διεκδίκησαν τα τρόφιμα από τον κατακτητή με απεργίες και κατέβασμα του λαού στους δρόμους. Ένας καινούριος τύπος συνεταιρισμού με μαζική συμμετοχή ξεπήδησε μέσα από τις λαοκρατικές βάσεις του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα. Η μάχη για την επιβίωση του λαού ενάντια στην πείνα ήταν ο πρώτος στόχος. Οι κατακτητές ήθελαν να λεηλατήσουν την αγροτική παραγωγή της χώρας αδιαφορώντας για τη μαζική φυσική εξόντωση που θα προκαλούσαν. Η διαταγή των ναζί ήταν η συγκέντρωση όλων των αγροτικών προϊόντων και τα εργαλεία για αυτή τη δουλειά ήταν οι οργανισμοί της ΚΥΔΕΠ, ΑΣΟ, Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας, Οργανισμού Βάμβακος κτλ που μαζί με την Αγροτική Τράπεζα πέρασαν πρόθυμα στην υπηρεσία του επιδρομέα. Οι συνεταιρισμοί, όμως, της αγροτιάς σαμποτάρισαν και παράλυσαν τη συγκέντρωση των προϊόντων. Μια ακόμη πράξη αντίστασης που απάντησε τότε στο «ζωή ή θάνατος».

Η ήττα του λαϊκοεπαναστατικού μας κινήματος το 1949 από τον ξενοκίνητο μοναρχοφασισμό έκοψε μεμιάς κάθε προοδευτική εξέλιξη στη χώρα μας. Από το 1950 ως το 1967 οι γεωργικοί συνεταιρισμοί επιστρέφουν στην εταιρική τους μορφή: τους συναντούμε ως Κεντρικές Ενώσεις, Κοινοπραξίες ή Συνεταιριστικές Εταιρείες με ελάχιστη συμβολή στη λύση του προβλήματος βιοπορισμού των αγροτών ή κτηνοτρόφων. Η Χούντα το 1967 απομακρύνει τις διοικήσεις τους και τοποθετεί δικούς της ανθρώπους, οπότε η δράση τους διακόπτεται. Στα μεταπολιτευτικά χρόνια ξεκινά μια προσπάθεια να ανασυγκροτηθούν, να αναπτύξουν δραστηριότητες, αποκτούν οικονομική δύναμη, συμμετέχουν στη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων, στις εξαγωγές, αλλά ταυτόχρονα συνδέονται στενά με το αστικό κομματικό σύστημα.

Είναι, όμως, χρήσιμο για να βγάλουμε συμπεράσματα και για το σήμερα να δούμε την εξέλιξη ενός από εκείνους τους οργανισμούς που είχανε άμεση σχέση με την κατάσταση της αγροτιάς στο β΄μισό του προηγούμενου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 21ου: της ΚΥΔΕΠ, της Κεντρικής Υπηρεσίας Διαχείρισης Εγχώριας Παραγωγής.

ΚΥΔΕΠ Λέσβου

Την τελευταία τη θυμήθηκαν αρκετοί συμπολίτες μας μετά τις 23 Φεβρουαρίου του 2022, την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών με εξαγωγές παντού. Οι τιμές των σιτηρών αυξήθηκαν κατά 80% διεθνώς. Παράλληλα στη χώρα μας έχουνε μειωθεί σχετικά οι καλλιεργούμενες εκτάσεις σε σκληρό σιτάρι αλλά κυρίως μέσα στην περίοδο 2011-2019 έχει υπάρξει μείωση της παραγωγής μαλακού σιταριού κατά 55,3% (!).

Η Κεντρική Υπηρεσία Διαχείρισης Εγχώριας Παραγωγής, η ΚΥΔΕΠ, ένας κρατικός οργανισμός που ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1940 και συνδέθηκε πολύ με την αγροτική μας παραγωγή κυρίως τη δεκαετία του 1980, από τη μια είχε αναλάβει να αποθηκεύει και να διακινεί τα αγροτικά προϊόντα (κυρίως το σιτάρι και μετά δημητριακά, καλαμπόκι, σπόρους κτλ) και από την άλλη παρενέβαινε σε έκτακτες καταστάσεις με τα τεράστια αποθέματά της.

Θα πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι η ΚΥΔΕΠ δεν αποτελούσε μια ακόμη γραφειοκρατική κρατική υπηρεσία αλλά μια κρατική μορφή πανελλήνιας συνεταιριστικής οργάνωσης, στην οποία κυρίως την περίοδο 1983 έως 1987, οι αγρότες έβλεπαν την εκπλήρωση των διεκδικήσεων που είχαν από δεκαετίες. Ποιες ήταν αυτές; Να σταματήσει η εκμετάλλευση του μόχθου τους από τους μεσάζοντες- εμπόρους και αργότερα από τις πολυεθνικές που τους πλήρωναν για ένα κομμάτι ψωμί ενώ, ελέγχοντας τις αγορές, ανέβαζαν τις τιμές εις βάρος του συνόλου των καταναλωτών. Οι αγρότες, λοιπόν, πουλούσαν απευθείας τα προϊόντα τους στην ΚΥΔΕΠ και αυτά αποθηκεύονταν στις τεράστιες και με ακριβό εξοπλισμό εγκαταστάσεις (σιλό κτλ) που είχαν φτιαχτεί με δισεκατομμύρια δραχμές από το συλλογικό μόχθο. Αποθήκες χιλιάδων τ.μ, ξηραντήρια, υπόστεγα βάμβακος, ψυγεία είχαν φτιαχτεί σε Αλεξανδρούπολη, Βόλο, Πειραιά, Λέσβο και σε πολλά άλλα μέρη. Από εκεί τα προϊόντα προωθούνταν στην αγορά σε τιμές πιο προσιτές. Αυτό λειτούργησε για την τετραετία που προαναφέραμε 1983-1987.

ΚΥΔΕΠ Λάρισας

Η Κοινοπραξία της ΚΥΔΕΠ χρεωκόπησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Κατά γενική ομολογία δεν είχε ίχνος ελλείματος. Πώς, λοιπόν, δημιουργήθηκαν τα χρέη άνω των 400δις δραχμών; Από τους υπέρογκους τόκους που της επέβαλαν διαδοχικά οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ προς την Αγροτική Τράπεζα. Παρόλο που η εκκαθάριση από Ορκωτούς κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια, ποτέ δεν δημοσιεύτηκε η ανάλυση του χρέους της ΚΥΔΕΠ. Μέσα σε μια νύχτα, όπως λέμε, η ΚΥΔΕΠ διαλύθηκε και οι εγκαταστάσεις της αφέθηκαν σε πλήρη εγκατάλειψη μέχρι που διατέθηκαν σε ιδιώτες στα πιο πρόσφατα χρόνια (ενώ από το νόμο αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία των συνεταιρισμών της κοινοπραξίας). Έτσι, αν υπήρξε και κακοδιαχείριση, όπως είχε καταγγελθεί, η λεηλατημένη αγροτιά της χώρας που είδε τους κόπους της και τις ελπίδες της να εξαερώνονται δεν το έμαθε ποτέ. Αυτό, όμως που είναι σίγουρο είναι ότι η εξαναγκαστική χρεωκοπία ενός τόσο σημαντικού για την αγροτική παραγωγή της χώρας οργανισμού συνέπεσε με την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ και τις όρντινες των δυτικών μονοπωλίων για μείωση της εγχώριας παραγωγής σιταριού.

Να αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά ένα αποτέλεσμα των πολιτικών της εξάρτησης της οικονομίας της χώρας. Σε άρθρο καθηγητή γεωπονίας βρίσκουμε την εξής πληροφορία: Το καλλιεργητικό έτος 2010-2011 σε πολλές περιοχές της χώρας δεν έγινε συγκομιδή (!) αγροτικών παραγωγών γιατί οι προσφερόμενες από τους εμπόρους τιμές ήταν για τους παραγωγούς ασύμφορες. Παράλληλα σε πολλές περιπτώσεις οι παραγωγοί παρέδωσαν στους εμπόρους «ανοιχτά» όπως λένε την παραγωγή τους: να την πουλήσουν όσο θέλουν και να τους δώσουν ό,τι ευαρεστηθούν (ομοτ. Καθηγητή Γεωπονίας Α.Π.Θ. Γ. Δαουτόπουλου).

Ίσως, λοιπόν, αντί να αναλωνόμαστε σε ποιο κόμμα θα ρίξουμε την ψήφο για να νομιμοποιήσουμε τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ιμπεριαλιστικής καταπίεσης των λαών, καλύτερο θα ήταν να αναλωνόμαστε στο τι παράγει η χώρα, γιατί το παράγει, πώς διαμορφώνονται οι τιμές και ποιοι κερδίζουν από αυτό.