Φρίντριχ Ένγκελς, Καρλ Μαρξ, Λονδίνο, 1867

Αντιγράψαμε για τους αναγνώστες του Prolet connect την εισαγωγή του Φ. Ένγκελς πάνω στη μπροσούρα του Μαρξ «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο» που αποτελούνταν από συγκεντρωμένες διαλέξεις σε εργάτες το 1849. Στις διαλέξεις αυτές ο Μαρξ είχε εκθέσει με εκλαϊκευτική μορφή, μερικές θεμελιώδεις έννοιες, σχετικές με τον προσδιορισμό του μισθού της εργασίας, τη φύση του κεφαλαίου, την αξία και την τιμή των εμπορευμάτων, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία στη σύγχρονη αστική κοινωνία. Θεωρούμε ότι η μελέτη και η κατανόηση των έργων του επιστημονικού σοσιαλισμού βάζει γερά θεμέλια για την κατάκτηση της επαναστατικής θεωρίας από την οργανωμένη εργατική τάξη σε μια περίοδο θεωρητικοπολιτικών στρεβλώσεων, ιδεολογικής σύγχησης και μεταμοντερνισμού. Η αντιγραφή έγινε από τις εκδόσεις Θεμέλιο (1984).

***

Η παρακάτω εργασία δημοσιεύτηκε με τη μορφή μιας σειράς κύριων άρθρων στη «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου»[1] από τις 4 του Απρίλη 1849 και ύστερα. Για βάση της έχει τις διαλέξεις πού έκανε ο Μάρξ το 1847 στον Γερμανικό Εργατικό Σύλλογο των Βρυξελλών. Η δημοσίευσή της δεν συμπληρώθηκε. Το «Ακολουθεί συνέχεια», σημειωμένο στο τέλος του άρθρου που δημοσιεύτηκε στο φύλλο αριθ. 269, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί από τα απανωτά τότε γεγονότα, την είσοδο των Ρώσων στην Ουγγαρία, τις εξεγέρσεις στη Δρέσδη, στο Ίζερλον, στο Έλμπερφελντ, στο Παλατινάτο και στο Μπάντεν, που προκάλεσαν το κλείσιμο και της ίδιας της εφημερίδας (19 του Μάη 1849). Το χειρόγραφο της συνέχειας αυτής δεν βρέθηκε στα γραφτά που άφησε ο Μάρξ.

Η «Μισθωτή Εργασία καί Κεφάλαιο» βγῆκε σε πολλές εκδόσεις σάν ξεχωριστό ἔντυπο μέ τή μορφή μπροσούρας. Τελευταῖα βγῆκε τό 1884 στό Χόττιγκεν-Ζυρίχη, στό ἐλβετικό συνεταιριστικό γραφεῖο. Ὅλες οἱ ὡς τά σήμερα ἀνατυπώσεις περιλάβαιναν τό ἀρχικό κείμενο τοῦ πρωτότυπου κατά λέξη. Η σημερινή ὅμως νέα ἀνατύπωση πρόκειται νά κυκλοφορήσει σάν προπαγανδιστικό φυλλάδιο ὄχι σε λιγότερα ἀπό 10.000 ἀντίτυπα καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά μοῦ τεθεῖ τό ἐρώτημα ἄν, κάτω ἀπό αὐτές τις συνθῆκες, ὁ ἴδιος ὁ Μάρξ θὰ ἐπιδοκίμαζε μιά ἀμετάβλητη κατά λέξη ἀνατύπωση τοῦ κειμένου.

Στή δεκαετία 1840-1850 ὁ Μάρξ δέν εἶχε ἀκόμα τελειώσει την «Κριτική τῆς Πολιτικῆς Οἰκονομίας». Αὐτό ἔγινε μόνο πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας 1850-1860. Γι’ αὐτό, τὰ ἔργα πού βγῆκαν πρίν ἀπό τό πρῶτο τεύχος τῆς «Κριτικῆς τῆς Πολιτικῆς Οἰκονομίας» (1859) ἀπομακρύνονται σε μερικά σημεῖα ἀπό τά ἔργα πού γράφτηκαν ὕστερα ἀπό τό 1859 καί περιέχουν διάφορες ἐκφράσεις καθώς καί ὁλόκληρες φράσεις, πού ἀπό τήν ἄποψη τῶν κατοπινῶν ἔργων φαίνονται ἄστοχες ἤ ἀκόμα καί λαθεμένες. Εἶναι βέβαια αὐτονόητο πώς, στίς συνηθισμένες ἐκδόσεις πού προορίζονται γιά ὅλο τό κοινό, ἔχουν τή θέση τους καί οἱ παλαιότερες αὐτές ἀπόψεις, σάν ἕνα μέρος ἀπό τήν πνευματική ἀνάπτυξη τοῦ συγγραφέα καί πώς τόσο τό κοινό ὅσο καί ὁ συγγραφέας ἔχουν ἀδιαφιλονίκητο δικαίωμα στήν ἀμετάβλητη ἀνατύπωση τῶν παλαιότερων αὐτῶν ἔργων. Καί δέ θά μοῦ περνοῦσε ποτέ ἀπό τό νοῦ νὰ ἀλλάξω ἔστω καί μία λέξη σ᾽ αὐτά.

Διαφορετικά εἶναι ὅμως ἄν ἡ καινούργια ἔκδοση προορίζεται σχεδόν ἀποκλειστικά γιά προπαγάνδα στούς ἐργάτες. Στήν περίπτωση αὐτή καί ὁ Μάρξ θά προσάρμοζε ἐξάπαντος τήν παλιά περιγραφή, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1849, μέ τή νέα του ἄποψη. Καί εἶμαι βέβαιος πώς ἐνεργῶ σύμφωνα μέ τό πνεῦμα του ἄν γιά τούτη τήν ἔκδοση κάνω τίς λίγες ἀλλαγές καί προσθῆκες, πού εἶναι ἀπαραίτητες γιά νά ἐκπληρωθεῖ ὁ σκοπός σέ ὅλα τὰ οὐσιαστικά σημεῖα. Λέω, λοιπόν, προκαταβολικά στόν ἀναγνώστη: Τούτη ἐδῶ ἡ μπροσούρα δέν εἶναι ὅπως τήν ἔγραψε ὁ Μάρξ τό 1849 μά ὅπως, πάνω κάτω, θὰ τὴν ἔγραφε το 1891. Τό πραγματικό κείμενο, ἐξάλλου, ἔχει κυκλοφορήσει σε τόσο μεγάλο ἀριθμό ἀντιτύπων, πού θα φτάσουν ὡς τὴν ἐποχή πού θά μπορέσω να το ξανατυπώσω ἀμετάβλητο πάλι σε μιά καινούργια ἔκδοση τῶν Απάντων.

Οἱ τροποποιήσεις μου περιστρέφονται ὅλες γύρω ἀπό ἕνα σημεῖο. Σύμφωνα μέ τό πρωτότυπο, ὁ ἐργάτης πουλάει στον καπιταλιστή, γιά τό μισθό τῆς ἐργασίας, τήν ἐργασία του. Σύμφωνα μέ τό τωρινό κείμενο, πουλάει τὴν ἐργατική του δύναμη. Καί γιά τήν τροποποίηση αὐτή εἶμαι ὑποχρεωμένος νά δώσω μιά ἐξήγηση. Μιά ἐξήγηση στούς ἐργάτες γιά νά δοῦν πώς δέν πρόκειται ἐδῶ γιά ξεσκαλίσματα γύρω ἀπό μιά λέξη, μά ἀντίθετα γιά ἕνα ἀπό τά πιό σημαντικά σημεῖα σ᾽ ὁλόκληρη την πολιτική οἰκονομία. Μιά ἐξήγηση καί στούς ἀστούς, γιά να μπορέσουν νά πεισθοῦν πόσο πολύ οἱ ἀμόρφωτοι ἐργάτες, πού μπορεῖ κανείς μέ εὐκολία νά τούς δώσει νά καταλάβουν τίς πιό δύσκολες οἰκονομικές ἀναλύσεις, ξεπερνοῦν τούς ψηλομύτες «μορφωμένους» μας, πού γι’ αὐτούς τέτοια πολύπλοκα ζητήματα παραμένουν ἄλυτα ὅλη τους τή ζωή.

Ἡ κλασική πολιτική οἰκονομία[2] παράλαβε ἀπό τή βιομηχανική καθημερινή πράξη τή συνηθισμένη ἀντίληψη τοῦ ἐργοστασιάρχη, πώς ἀγοράζει καί πληρώνει τήν ἐργασία τῶν ἐργατῶν του. Ἡ ἀντίληψη αὐτή ἦταν ὁλότελα ἀρκετή γιά τίς ἐμπορικές ἀνάγκες, τή λογιστική καί τὸν ὑπολογισμό τῶν τιμῶν ἀπό τόν ἐργοστασιάρχη. Ὅταν ὅμως τὴ μετάφεραν ἀφελέστατα στην πολιτική οἰκονομία, δημιούργησε πραγματικά θαυμάσιες πλάνες καί συγχύσεις.

Ἡ οἰκονομία βλέπει πώς οἱ τιμές ὅλων τῶν ἐμπορευμάτων, καί ἀνάμεσα σ’ αὐτά καί ἡ τιμή τοῦ ἐμπορεύματος πού αὐτή τό ὀνομάζει «ἐργασία», ἀλλάζουν ἀδιάκοπα, πώς ἀνεβαίνουν ἤ πέφτουν ἀπό λογῆς λογῆς περιστατικά, πού συχνά δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν παραγωγή τοῦ ἴδιου τοῦ ἐμπορεύματος, ἔτσι πού οἱ τιμές, κατά κανόνα, φαίνονται σά νά καθορίζονται ἀπό τήν καθαρή σύμπτωση. Μόλις ὅμως ἡ οἰκονομία ἐμφανίστηκε σάν ἐπιστήμη[3], ἕνα ἀπό τά πρῶτα της καθήκοντα ἦταν να ζητήσει νὰ βρεῖ τό νόμο πού κρυβόταν πίσω ἀπό τή σύμπτωση αὐτή, πού φαινομενικά κυριαρχεῖ πάνω στις τιμές τῶν ἐμπορευμάτων, μά πού στήν πραγματικότητα κυριαρχεῖ αὐτός πάνω στήν ἴδια τή σύμπτωση. Μέσα στίς τιμές πού ὁλοένα κυμαίνονται καί ταλαντεύονται, πότε πρός τά πάνω καί πότε πρός τά κάτω, ἀναζητοῦσε τό σταθερό κεντρικό σημεῖο, πού γύρω του γίνονταν οἱ διακυμάνσεις καί ταλαντεύσεις αὐτές. Μέ μιά λέξη: ξεκινοῦσε ἀπό τίς τιμές τῶν ἐμπορευμάτων γιά νά ζητήσει, σά ρυθμιστικό τους νόμο, τήν ἀξία τῶν ἐμπορευμάτων, πού ἀπ’ αὐτή θά ἑρμηνεύονταν ὅλες οἱ διακυμάνσεις τῶν τιμῶν καί πού σ᾽ αὐτήν θά ἔπρεπε τελικά να ἀναχθοῦν ξανά ὅλες.

Η κλασική πολιτική οἰκονομία βρῆκε, τότε, πώς ἡ ἀξία ἑνός ἐμπορεύματος καθορίζεται ἀπό τήν ἐργασία πού βρίσκεται μέσα σ’ αὐτό, ἀπό τήν ἐργασία που χρειάζεται γιὰ τὴν παραγωγή του. ᾿Αρκέστηκε στην εξήγηση αὐτή. Για να προλάβω κάθε παρεξήγηση, θέλω να θυμίσω πώς ἡ ἐξήγηση αὐτή δέν εἶναι τώρα πιά καθόλου ἀρκετή. Ὁ Μάρξ πρῶτος ἐρεύνησε ὥς τό βάθος τήν ἰδιότητα τῆς ἐργασίας να δημιουργεῖ ἀξία καί βρῆκε μ’ αὐτό πώς δέν προσθέτει ἡ κάθε ἐργασία, πού εἶναι φαινομενικά ή και πραγματικά ἀναγκαία γιά τήν παραγωγή ἑνός ἐμπορεύματος, σε κάθε περίπτωση, ὁρισμένο ποσό ἀξίας, ἀντίστοιχο μέ τό ποσό τῆς ἐργασίας πού καταναλώθηκε. Ἔτσι, ἄν σήμερα λέμε χωρίς πολλά λόγια, μαζί μέ οἰκονομολόγους ὅπως εἶναι ὁ Ρικάρντο, πώς ἡ τιμή ἑνός ἐμπορεύματος καθορίζεται ἀπό τήν ἐργασία πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν παραγωγή του, προϋποθέτουμε πάντοτε τίς ἐπιφυλάξεις πού εἶχε ὁ Μάρξ. Αὐτά εἶναι ἀρκετά γιά δῶ. Τὰ ὑπόλοιπα βρίσκονται στον Μάρξ, στήν «Κριτική τῆς Πολιτικῆς Οἰκονομίας» 1859 καί στόν πρῶτο τόμο τοῦ «Κεφαλαίου»[4].

Μόλις ὅμως οἱ οἰκονομολόγοι χρησιμοποίησαν τόν καθορισμό αὐτό τῆς ἀξίας ἀπό τήν ἐργασία καί γιά τό ἐμπόρευμα «ἐργασία», ἔπεφταν ἀπό τή μιά ἀντίφαση στήν ἄλλη. Μέ ποιό τρόπο καθορίζεται ἡ ἀξία τῆς «ἐργασίας»; ᾿Από τήν ἀναγκαία ἐργασία πού βρίσκεται μέσα σ’ αὐτή. Πόση ὅμως ἐργασία ἑνός ἐργάτη βρίσκεται μέσα στήν ἐργασία μιᾶς μέρας, μιᾶς βδομάδας, ἑνός μήνα, ἑνός χρόνου; Εργασία μιᾶς μέρας, μιᾶς βδομάδας, ἑνός μήνα, ἑνός χρόνου. Αν ἡ ἐργασία είναι το μέτρο κάθε ἀξίας, τότε την «ἀξία τῆς ἐργασίας» μποροῦμε νὰ τὴν ἐκφράσουμε μόνο με ἐργασία. Δεν ξέρουμε ὅμως ἀπόλυτα τίποτα για την ἀξία μιᾶς ὥρας ἐργασίας, όταν ξέρουμε μόνο καί μόνο πώς αὐτή εἶναι ἴση μὲ μιὰ ὥρα ἐργασίας. Μ’ αὐτό τον τρόπο δέν πλησιάζουμε οὔτε τρίχα στο σκοπό. Γυρίζουμε ἀδιάκοπα πάνω σέ ἕνα κύκλο.

Ἡ κλασική πολιτική οἰκονομία δοκίμασε κατά συνέπεια ἄλλο δρόμο. Εἶπε: ἡ ἀξία ἑνός ἐμπορεύματος εἶναι ἴση μέ τό κόστος παραγωγῆς του. Μά ποιό εἶναι τό κόστος παραγωγῆς τῆς ἐργασίας; Γιά νά ἀπαντήσουν στο ερώ τημα αὐτό οἱ οἰκονομολόγοι ἔπρεπε να χρησιμοποιήσουν κάποια βία πάνω στή λογική. ᾿Αντί νά ἐξετάσουν ποιό εἶναι τό κόστος παραγωγῆς τῆς ἴδιας τῆς ἐργασίας, πού κατά δυστυχία δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ, ἐξετάζουν τώρα ποιό εἶναι τό κόστος παραγωγῆς τοῦ ἐργάτη. Καί αὐτό μποροῦν νά τό βροῦν. ᾿Αλλάζει ἀνάλογα με την ἐποχή καί τίς συνθῆκες, μά γιά μιά δοσμένη κοινωνική κατάσταση, γιά ἕνα δοσμένο τόπο, γιά ἕνα δοσμένο παραγωγικό κλάδο, εἶναι κι αὐτό δοσμένο, τουλάχιστο μέσα σε ἀρκετά στενά όρια. Σήμερα ζοῦμε κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῆς κεφαλαιοκρατικῆς παραγωγῆς, ὅπου μιά μεγάλη, πού ὁλοένα αὐξάνει καί πιό πολύ, τάξη τοῦ πληθυσμοῦ, τότε μόνο μπορεῖ νά ζήσει, ὅταν ἐργάζεται γιά κείνους πού ἔχουν στήν κατοχή τους τά παραγωγικά μέσα – ἐργαλεῖα, μηχανές, πρῶτες ύλες καί τρόφιμα καί παίρνουν σε ἀντάλλαγμα τῆς ἐργασίας τους κάποιο μισθό. Με βάση τόν τρόπο αὐτό τῆς παραγωγῆς, τό κόστος παραγωγῆς τοῦ ἐργάτη εἶναι τό ποσό ἀπό τά μέσα συντήρησης –ἤ ἀπό τή χρηματική τους τιμή– πού εἶναι κατά μέσο όρο ἀναγκαῖα νά τόν κάνουν ἱκανό να ἐργάζεται, νά τόν διατηροῦν ἱκανό γιὰ ἐργασία καί νά τόν ἀντικαταστήσουν μέ ἕνα ἄλλο ἐργάτη, ὅταν ἀποχωρήσει γιατί γέρασε ἤ ἀρρώστησε ἤ πέθανε, δηλαδή νά διατηροῦν τὴν ἐργατική τάξη στή χρειαζούμενη άριθμητική δύναμη.

Ας δεχτούμε πώς ἡ χρηματική τιμή αὐτῶν τῶν μέσων συντήρησης εἶναι κατά μέσο όρο τρία μάρκα τή μέρα. Ὁ ἐργάτης παίρνει, λοιπόν, ἀπό τόν καπιταλιστή πού τόν ἀπασχολεῖ γιὰ μισθό τρία μάρκα τή μέρα. Ο καπιταλι στής τον βάζει γι’ αὐτά νά δουλέψει, ἄς ποῦμε, δώδεκα ὧρες τή μέρα, καί κάνει κάπως ἔτσι τό λογαριασμό του:

Ας ὑποθέσουμε πώς ὁ ἐργάτης μας –πού εἶναι μηχανουργός– ἔχει δουλέψει ἕνα κομμάτι μιᾶς μηχανῆς, πού τό ἑτοιμάζει μέσα σε μιά μέρα. Η πρώτη ὕλη –σίδερο καί μπρούτζος στήν κατάλληλα προετοιμασμένη μορφή– στοιχίζει 20 μάρκα. Ας ὑποθέσουμε πώς ἡ κατανάλωση τῆς ἀτμομηχανῆς σε κάρβουνο, ἡ φθορά τῆς ἴδιας τῆς ἀτμομηχανῆς, τοῦ τόρνου καί τῶν ἄλλων ἐργαλείων πού χρησιμοποιεῖ στή δουλειά του ὁ ἐργάτης μας ἀντιπροσωπεύουν γιά μιά μέρα καί στό μερτικό του τήν ἀξία 1 μάρκου. Ὁ μισθός τῆς ἐργασίας γιά μιά μέρα εἶναι, σύμφωνα μέ τήν ὑπόθεση πού κάναμε, 3 μάρκα. Ὅλα αὐτά μαζί κάνουν γιά τό κομμάτι πού ἀναφέραμε 24 μάρκα. Ὁ καπιταλιστής ὅμως ὑπολογίζει πώς γι᾿ αὐτό παίρνει κατά μέσο όρο 27 μάρκα ἀπό τούς πελάτες του, δηλαδή 3 μάρκα παραπάνω ἀπό τά ἔξοδα πού ἔκανε.

᾿Από ποῦ προέρχονται αὐτά τά μάρκα πού τσεπώνει ὁ καπιταλιστής; Σύμφωνα μέ τόν ἰσχυρισμό τῆς κλασικῆς πολιτικῆς οἰκονομίας, τά ἐμπορεύματα πουλιοῦνται κατά μέσο όρο στίς ἀξίες τους, δηλαδή σε τιμές πού ἀντιστοιχοῦν στά ἀναγκαῖα ποσά ἐργασίας πού βρίσκονται μέσα σ’ αὐτά. Ἡ μέση τιμή τοῦ κομματιοῦ τῆς μηχανῆς –τα 27 μάρκα– θά ἦταν λοιπόν ἴση μέ τήν ἀξία του, ἴση μέ τήν ἐργασία πού βρίσκεται μέσα σ’ αὐτό. ᾿Από τά 27 μάρκα, ὅμως, τά 21 μάρκα ἦταν ἀξίες πού ὑπῆρχαν κιόλας προτοῦ ἀρχίσει να δουλεύει ὁ μηχανουργός μας. 20 βρίσκονταν μέσα στην πρώτη ύλη, 1 μάρκο κάρβουνο, πού κάηκε στη διάρκεια τῆς ἐργασίας ἤ στις μηχανές και στὰ ἐργαλεῖα, πού χρησιμοποιήθηκαν σ’ αὐτή καί πού ἡ ἀπόδοσή τους ἐλαττώθηκε τόσο, ὅση εἶναι ἡ ἀξία αὐ τοῦ τοῦ ποσοῦ. ᾿Απομένουν 6 μάρκα, πού προστέθηκαν στήν ἀξία τῆς πρώτης ύλης. Αὐτά τά 6 μάρκα μπορούν ὅμως, σύμφωνα μέ ὅσα παραδέχονται οἱ οἰκονομολόγοι μας, να προέρχονται μονάχα ἀπό τήν ἐργασία πού πρόσθεσε ὁ ἐργάτης μας στην πρώτη ύλη. Ἡ δωδεκάωρη ἐργασία του δημιούργησε, κατά συνέπεια, μιά καινούργια ἀξία 6 μάρκων. Ἡ ἀξία τῆς δωδεκάωρης ἐργασίας του θά ἦταν τότε ἴση μέ 6 μάρκα. Καί ἔτσι θά εἴχαμε τότε ἀνακαλύψει, ἐπιτέλους, τί εἶναι ἡ «ἀξία τῆς ἐργασίας».

«Σταμάτα!», φωνάζει ὁ μηχανουργός μας. «Εξι μάρκα; Εγώ ὅμως πῆρα μόνο τρία! Ὁ καπιταλιστής μοῦ ὁρκίζεται στα μάτια του πώς ἡ ἀξία τῆς δωδεκάωρης εργασίας μου εἶναι μόνο τρία μάρκα καί ἄν ζητήσω ἕξι θά γελάσει μαζί μου. Πῶς συμβιβάζεται αὐτό;»

Αν μέ τήν ἀξία τῆς ἐργασίας μπήκαμε πρίν σε ἕναν κύκλο χωρίς διέξοδο, τώρα μπλέξαμε γιά καλά σε μιά ἀξεδιάλυτη ἀντίφαση. Ζητούσαμε τήν ἀξία τῆς ἐργασίας καί βρήκαμε περισσότερα ἀπό ὅσα μπορούσαμε να χρειαστοῦμε. Γιά τόν ἐργάτη ἡ ἀξία τῆς δωδεκάωρης έργασίας εἶναι τρία μάρκα. Γιά τόν καπιταλιστή ἕξι μάρκα, πού ἀπό αὐτά πληρώνει τα τρία γιά μισθό στόν ἐργάτη καί τά ἄλλα τρία τά τσεπώνει ὁ ἴδιος. Ἡ ἐργασία λοιπόν δέ θά εἶχε ἔτσι μιά ἀξία ἀλλά δυό καί μάλιστα πολύ διαφορετικές τή μιά ἀπό τήν ἄλλη.

Ἡ ἀντίφαση γίνεται ἀκόμη πιό παράλογη, μόλις μετατρέψουμε σε ἐργάσιμο χρόνο τίς ἀξίες πού ἐκφράζονται μέ χρῆμα. Μέσα στίς δώδεκα ὧρες ἐργασίας δημιουργεῖται μιά καινούργια ἀξία ἕξι μάρκων. Δηλαδή μέσα σε έξι ώρες τρία μάρκα – το ποσό πού παίρνει ὁ ἐργάτης για τή δωδεκάωρη ἐργασία. Γιά δωδεκάωρη ἐργασία παίρνει ὁ ἐργάτης, σὰν ἰσοδύναμη ἀξία, το προϊόν ἔξι ὡρῶν δουλειᾶς. Κατά συνέπεια ἢ ἡ ἐργασία ἔχει δύο ἀξίες, που ἡ μιά εἶναι διπλάσια ἀπό τήν ἄλλη, ἤ το δώδεκα εἶναι ἴσο μὲ τὸ ἕξι. Καί στις δυό περιπτώσεις καταλήγουμε σε καθαρό παραλογισμό.

Μποροῦμε να στριφογυρίζουμε ὅσο θέλουμε, ἀπ’ αὐτή τὴν ἀντίφαση δέ βγαίνουμε ἔξω, ὅσο καιρό θα μιλᾶμε γιά ἀγορά καί πούληση ἐργασίας καί γιά ἀξία τῆς ἐργασίας. Το ἴδιο ἔπαθαν καί οἱ οἰκονομολόγοι. Ἡ τελευταία παραφυάδα τῆς κλασικῆς πολιτικῆς οἰκονομίας, ἡ σχολή τοῦ Ρικάρντο, ναυάγησε, τό περισσότερο γιατί δέν μπόρεσε να λύσει τήν ἀντίφαση αὐτή. Ἡ κλασική πολιτική οἰκονομία μπερδεύτηκε μέσα σέ ἕνα ἀδιέξοδο. Ὁ ἄνθρωπος πού βρῆκε τό δρόμο νά βγοῦμε ἀπό τό ἀδιέξοδο αὐτό ἦταν ὁ Κάρλ Μάρξ.

Αὐτό, πού οἱ οἰκονομολόγοι θεωροῦσαν σάν κόστος παραγωγῆς «τῆς ἐργασίας», δέν ἦταν τό κόστος παραγωγῆς τῆς ἐργασίας μά τοῦ ἴδιου τοῦ ζωντανοῦ ἐργάτη. Καί ὅ,τι πουλοῦσε στόν καπιταλιστή ὁ ἐργάτης αὐτός δέν ἦταν ἡ ἐργασία του. «Μόλις ἀρχίζει πραγματικά τή δουλειά του –λέει ὁ Μάρξ– παύει κιόλας νά ἀνήκει σ᾽ αὐτόν, δέν μπορεῖ λοιπόν νά πουληθεῖ ἀπό αὐτόν»[5]. Θά μποροῦσε τό πολύ πολύ νά πουλήσει τότε τή μελλοντική του ἐργασία, δηλαδή νά ἀναλάβει τήν ὑποχρέωση νά ἐκτελέσει ἕνα ὁρισμένο ποσό ἐργασίας μέσα σέ ὁρισμένο χρονικό διάστημα. Ἔτσι ὅμως δέν πουλάει ἐργασία (πού θά πρέπει, ὡστόσο, νά γίνει πρῶτα), μά βάζει στή διάθεση τοῦ καπιταλιστῆ, γιά ἕνα ὁρισμένο χρονικό διάστημα (ἄν πληρώνεται μέ τή μέρα), ἤ γιὰ ἕνα ὁρισμένο ποσό παραγωγῆς (ἄν πληρώνεται μέ τό κομμάτι), τήν ἐργατική του δύναμη γιά νά πάρει μιά ὁρισμένη πληρωμή. Ενοικιάζει ἤ πουλάει τήν ἐργατική του δύναμη. Ἡ ἐργατική αὐτή δύναμη εἶναι συνυφασμένη μέ τό άτομό του καί δέ χωρίζεται ἀπό αὐτό. Γιὰ τοῦτο καί τό κόστος τῆς παραγωγῆς της ταυτίζεται μέ τό δικό του κόστος παραγωγῆς. Αὐτό, πού οἱ οἰκονομολόγοι ὀνομάζουν κόστος παραγωγῆς τῆς ἐργασίας, εἶναι ἴσα ἴσα το κόστος παραγωγῆς τοῦ ἐργάτη καί κατά συνέπεια τῆς ἐργατικῆς δύναμης. Μποροῦμε λοιπόν ἔτσι ἀπό τό κόστος παραγωγῆς τῆς ἐργατικῆς δύναμης να ξαναγυρίσουμε στήν ἀξία τῆς ἐργατικῆς δύναμης καί νά καθορίσουμε τό ποσό τῆς κοινωνικά ἀναγκαίας ἐργασίας, πού χρειάζεται γιά νά παραχθεῖ μιά ἐργατική δύναμη ὁρισμένης ποιότητας, ὅπως ἔκανε ὁ Μάρξ [στο «Κεφάλαιο»] στό μέρος το σχετικό μέ τήν ἀγορά καί τήν πούληση τῆς ἐργατικῆς δύναμης [«Τό Κεφάλαιο», τόμ. 1, κεφάλαιο 4ο, μέρος 3ο].

Τί γίνεται τώρα, ὅταν ὁ ἐργάτης πούλησε πιά στόν καπιταλιστή τήν ἐργατική του δύναμη, δηλαδή ὅταν τήν ἔχει θέσει στή διάθεση τοῦ καπιταλιστῆ γιά ἕνα μισθό πού συμφωνήθηκε ἀπό πρίν – μεροκάματο ἤ πληρωμή μέ τό κομμάτι; Ο καπιταλιστής φέρνει τόν ἐργάτη στο ἐργαστήρι του ἤ στό ἐργοστάσιό του, ὅπου βρίσκονται κιόλας ὅλα τά ἀντικείμενα πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ἐργασία – πρῶτες ὕλες, βοηθητικά ὑλικά (κάρβουνο, χρώματα κλπ.), ἐργαλεῖα, μηχανές. Ἐδῶ ὁ ἐργάτης ἀρχίζει να δουλεύει. ῎Ας ποῦμε, ὅπως καί πιό πάνω, πώς τό μεροκάματό του εἶναι 3 μάρκα – καί εἶναι ἀδιάφορο ἄν τό κέρδίζει μέ τή μορφή τοῦ μεροκάματου ἤ σάν πληρωμή μέ τό κομμάτι. Υποθέτουμε καί δῶ πώς ὁ ἐργάτης μέσα σε δώδεκα ώρες προσθέτει μέ τή δουλειά του στις πρῶτες ὕλες πού θά καταναλωθοῦν καινούρια ἀξία 6 μάρκων,μια καινούρια ἀξία πού ὁ καπιταλιστής την πραγματοποιεῖ πουλώντας τὸ ἕτοιμο προϊόν. ᾿Απ’ αὐτά πληρώνει στόν ἐργάτη τά 3 του μάρκα καί κρατάει τά ἄλλα 3 για τὸν ἑαυτό του. Αν λοιπόν ὁ ἐργάτης μέσα σε δώδεκα ὧρες δημιουργεῖ μιά ἀξία ἀπό 6 μάρκα, τότε σε έξι ώρες δημιουργεῖ μιά ἀξία ἀπό 3 μάρκα. Ξεπλήρωσε λοιπόν στον καπιταλιστή τήν ἀξία τῶν 3 μάρκων πού βρίσκονται στο μισθό τῆς ἐργασίας, μέ τό νά ἔχει ἐργαστεῖ ἔξι ὧρες γι’ αὐτόν. Ὕστερα ἀπό ἕξι ὧρες δουλειᾶς εἶναι κι δύο τους πάτσι, κανένας δέ χρωστάει στόν ἄλλο οὔτε λεπτό.

«Σταμάτα!», φωνάζει τώρα ὁ καπιταλιστής. «Ἔχω νοικιάσει τόν ἐργάτη γιά μιά ὁλόκληρη μέρα, γιά δώδεκα ὧρες. Οἱ ἔξι ὧρες ὅμως εἶναι μόνο μισή μέρα. Μπρός λοιπόν, δούλεψε συνέχεια ὥσπου νά περάσουν καί οἱ ἄλλες ἕξι ὧρες – τότε μονάχα θά εἴμαστε πάτσι!». Καί ὁ ἐργάτης εἶναι πραγματικά ὑποχρεωμένος να συμμορφωθεῖ μέ τό συμβόλαιο πού ἔκλεισε «θεληματικά» καί πού σύμφωνα μέ αὐτό ἔχει ἀναλάβει τήν ὑποχρέωση να δουλέψει δώδεκα ὁλόκληρες ώρες γιά ἕνα προϊόν ἐργασίας πού στοιχίζει ἕξι ὧρες ἐργασία.

Το ἴδιο πάλι γίνεται καί στό μισθό μέ τό κομμάτι. Ας δεχτοῦμε πώς ὁ ἐργάτης στό παράδειγμά μας μέσα σε δώδεκα ὧρες φτιάνει 12 κομμάτια ἀπό κάποιο ἐμπόρευμα. Το καθένα ἀπό αὐτά στοιχίζει 2 μάρκα σε πρῶτες ύλες καί σέ φθορά καί πουλιέται 21 μάρκα. Τότε ὁ καπιταλιστής, μέ τίς ἴδιες προϋποθέσεις ὅπως καί πρῶτα, θά δώσει στόν ἐργάτη 25 πφένιχ στό κομμάτι, δηλαδή 3 μάρκα γιά τά 12 κομμάτια, πού γιά νά τά κερδίσει ὁ ἐργάτης θά πρέπει να δουλέψει δώδεκα ώρες. Ὁ καπιταλιστής παίρνει γιά τά 12 κομμάτια 30 μάρκα καί, ἄν ἀφαιρεθοῦν ἀπό αὐτά 24 μάρκα γιά πρῶτες ὕλες καί φθορά, μένουν 6 μάρκα. ᾿Από αὐτά πληρώνει ὁ καπιταλιστής 3 μάρκα μισθό γιά τήν ἐργασία καί τσεπώνει ὁ ἴδιος 3 μάρκα. Παρόμοια, ὅπως καί πιό πάνω, δουλεύει καί δῶ ὁ ἐργάτης έξι ώρες πάλι γιὰ τὸν ἑαυτό του, δηλαδή γιὰ νὰ ἀντικαταστήσει το μισθό του (μισή ώρα γιά κάθε μιά ἀπό τίς δώδεκα ώρες) καί ἔξι ώρες γιά τόν καπιταλιστή.

Ἡ δυσκολία που σκόνταβαν οἱ καλύτεροι οἰκονομολόγοι, ἐφόσον ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀξία τῆς «ἐργασίας», ἐξαφανίζεται μόλις ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἀξία τῆς «εργατικῆς δύναμης». Στή σημερινή μας κεφαλαιοκρατική κοινωνία ἡ ἐργατική δύναμη εἶναι ἕνα ἐμπόρευμα ὅπως κάθε ἄλλο, μά, ωστόσο, ἕνα ὁλότελα ξεχωριστό εμπόρευμα. Ἔχει, δηλαδή, τήν ξεχωριστή ἰδιότητα να εἶναι μιά δύναμη, πού δημιουργεῖ ἀξία, εἶναι μιά πηγή ἀξίας, καί μάλιστα πηγή περισσότερης ἀξίας ἀπ᾿ ὅση ἔχει ἡ ἴδια, ὅταν τή χρησιμοποιοῦμε κατάλληλα. Μέ τή σημερινή κατάσταση τῆς παραγωγῆς, ἡ ἀνθρώπινη ἐργατική δύναμη δέ δημιουργεῖ μονάχα, μέσα σε μιά μέρα, μεγαλύτερη ἀξία ἀπ᾿ ὅση ἔχει καί στοιχίζει ἡ ἴδια, μά με κάθε ἐπιστημονική ἀνακάλυψη, μέ κάθε καινούρια τεχνική ἐφεύρεση μεγαλώνει τό πλεόνασμα αὐτό ἀπό τό καθημερινό της προϊόν πάνω ἀπό τό καθημερινό της κόστος καί μικραίνει ἔτσι τό μέρος ἐκεῖνο ἀπό τήν ἐργάσιμη μέρα, πού διαθέτει ὁ ἐργάτης γιά νά ἀναπληρώσει τό μεροκάματό του καί μεγαλώνει κατά συνέπεια, ἀπό τήν ἄλλη, τό μέρος ἀπό τήν ἐργάσιμη μέρα, πού πρέπει νά χαρίζει στον καπιταλιστή τήν ἐργασία του χωρίς καμιά πληρωμή γιά αὐτήν.

Αὐτή εἶναι ἡ οἰκονομική συγκρότηση ὅλης τῆς σημερινῆς κοινωνίας μας: Ἡ ἐργαζόμενη τάξη εἶναι αὐτή πού δημιουργεῖ μονάχη της ὅλες τίς ἀξίες. Γιατί ἡ ἀξία εἶναι μόνο μιά διαφορετική ἔκφραση γιά τήν ἐργασία, ἡ ἔκφραση πού φανερώνει στη σημερινή μας κεφαλαιοκρατική κοινωνία το ποσό τῆς κοινωνικά ἀναγκαίας ἐργασίας, πού περιέρχεται σὲ ἕνα ὁρισμένο ἐμπόρευμα. Ωστόσο, οἱ ἀξίες αὐτές που δημιουργοῦνται ἀπό τούς ἐργάτες δὲν ἀνήκουν σ’ αὐτούς. ᾿Ανήκουν στούς ἰδιοκτῆτες τῶν πρώτων ὑλῶν, τῶν μηχανῶν καὶ ἐργαλείων, καθώς καί τῶν μέσων προκαταβολῆς, πού ἐπιτρέπουν στούς ἰδιοκτήτες αὐτούς να ἀγοράζουν τὴν ἐργατική δύναμη τῆς ἐργατικῆς τάξης. ᾿Από όλη, λοιπόν, τή μάζα τῶν προϊόντων πού παράγονται ἀπ᾿ αὐτή, ἡ ἐργατική τάξη παίρνει πίσω γιά τόν ἑαυτό της ἕνα μέρος μονάχα. Καί ὅπως εἴδαμε πρίν λίγο, τὸ ἄλλο μέρος, πού κρατάει γιά τόν ἑαυτό της ἡ κεφαλαιοκρατική τάξη καί πού, τό πολύ πολύ, πρέπει νά τό μοιραστεῖ μὲ τὴν τάξη τῶν γαιοκτημόνων, μεγαλώνει ὕστερα ἀπό κάθε ἐφεύρεση καί ἀνακάλυψη, ἐνῶ τό μερίδιο πού ἀναλογεῖ στὴν ἐργατική τάξη (ὅταν τό ὑπολογίσουμε κατά ἄτομο) ἤ μεγαλώνει πολύ ἀργά καί ἀσήμαντα ἤ δέ μεγαλώνει καθόλου καί μάλιστα, κάτω ἀπό ὁρισμένες συνθῆκες, μπορεῖ καί νά πέφτει ἀκόμα.

Αὐτές, ὅμως, οἱ ὅλο καί γοργότερα ἀλληλοεκτοπιζόμενες ἐφευρέσεις καί ἀνακαλύψεις, αὐτή ἡ ἀποδοτικότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐργασίας πού μέρα μέ τή μέρα αὐξάνει σε ἀνήκουστο ὥς τά τώρα βαθμό, δημιουργεῖ τελικά μιά σύγκρουση, πού μέσα σ’ αὐτή ἡ σημερινή κεφαλαιοκρατική οἰκονομία δέν μπορεῖ παρά νά καταστραφεῖ. ᾿Από τό ἕνα μέρος ἔχουμε τόσο ἀμέτρητα πλούτη καί πλεονάσματα ἀπό προϊόντα, πού οἱ ἀγοραστές δέν εἶναι σε θέση νὰ τὰ ἀπορροφήσουν. ᾿Από τό ἄλλο μέρος, τή μεγάλη μάζα τῆς κοινωνίας, πού ἔχει προλεταριοποιηθεί, πού ἔχει μεταβληθεῖ σέ μισθωτούς ἐργάτες καί πού ἴσα ἴσα γι᾿ αὐτό ἔγινε ἀνίκανη νά ἰδιοποιηθεῖ τό πλεόνασμα αὐτό. Ἡ διάσπαση τῆς κοινωνίας σε μιά μικρή, ὑπερβολικά πλούσια, καί σε μια μεγάλη, χωρίς ιδιοκτησία τάξη μισθωτῶν ἐργατῶν, ἔχει σάν ἀποτέλεσμα να πνίγεται ἡ κοινωνία αὐτή μέσα στη δική της ἀφθονία, ἐνῶ ἡ μεγάλη πλειοψηφία ἀπό τά μέλη της μόλις ἤ καί καθόλου δέν προστατεύεται από την ἔσχατη στέρηση. Ἡ κατάσταση αὐτή γίνεται μέρα μέ τή μέρα πιό παράλογη καί λιγότερο ἀναγκαία Πρέπει να παραμεριστεί, μπορεῖ νά παραμεριστεί. Ένα καινούριο κοινωνικό καθεστώς εἶναι δυνατό ὅπου θὰ ἔχουν ἐξαφανιστεῖ οἱ σημερινές ταξικές διακρίσεις καί ὅπου –ἴσως ὕστερα ἀπό μιά σύντομη, κάπως στενόχωρη, μά ὡστόσο ἠθικά πολύ χρήσιμη μεταβατική περίοδο– τά μέσα γιά τή ζωή, γιά τήν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς, γιά τή διαμόρφωση καί ἐξάσκηση κάθε σωματικῆς καί πνευματικῆς ἱκανότητας, θά εἶναι στη διάθεση κάθε μέλους τῆς κοινωνίας σύμμετρα καί σέ ὅλο καί μεγαλύτερη ἀφθονία, χάρη σε μιά σχεδιασμένη χρησιμοποίηση καί παραπέρα ἀνάπτυξη τῶν τεράστιων παραγωγικῶν δυνάμεων, πού ἔχουν κιόλας δημιουργηθεῖ, καθώς καί μέ τήν ἴση γιά ὅλους ὑποχρέωση ἐργασίας. Καί τό ὅτι οἱ ἐργάτες εἶναι ὅλο καί περισσότερο ἀποφασισμένοι να καταχτήσουν το καινούριο αὐτό κοινωνικό καθεστώς, θά το φανερώσει καί ἀπό τίς δυό μεριές τοῦ ὠκεανοῦ ἡ Πρωτομαγιά πού ξημερώνει αὔριο καί ἡ Κυριακή τῆς 3 τοῦ Μάη[6].

Λονδίνο, 30 τοῦ ᾿Απρίλη 1891

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ

Γράφτηκε ἀπό τόν Φρ. Ένγκελς γιά τή νέα ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Μάρξ «Μισθωτή ἐργασία καί κεφάλαιο».

Βερολίνο, 1891


[1] 1. Ἡ «Νέα Εφημερίδα τοῦ Ρήνου» ἔβγαινε ἀπό τήν 1η τοῦ Ιούνη 1848 ὡς τις 19 τοῦ Μάη 1849 στην Κολωνία. ᾿Αρχισυντάκτης της ἦταν ὁ Μάρξ. (Σημ. τοῦ Ένγκελς).

[2] «…μέ τόν ὅρο κλασική πολιτική οἰκονομία –γράφει ὁ Μάρξ στο “Κεφάλαιο”– ἐννοῶ ὅλη τήν πολιτική οἰκονομία ἀπό τόν καιρό τοῦ Γουίλιαμ Πίττυ, πού ἐξετάζει τήν ἐσωτερική συνοχή τῶν ἀστικῶν παραγωγικῶν σχέσεων». (Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1, μέρος 1ο, ύποσημείωση 32). Οἱ πιό διακεκριμένοι ἐκπρόσωποι τῆς κλασικῆς πολιτικῆς οἰκονομίας στην ᾿Αγγλία ἦταν ὁ Ά. Σμίθ καί ὁ Ντ. Ρικάρντο. (Σημ. τοῦ Ἔνγκελς).

[3] «Αν καί ἡ πολιτική οἰκονομία γεννήθηκε ἀπό μεγαλοφυή κεφάλια γύρω στα τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, εἶναι, ὡστόσο, μέ τή στενότερη ἔννοια, στή θετική της διατύπωση ἀπό τούς φυσιοκράτες καί τόν ῎Ανταμ Σμίθ, οὐσιαστικά παιδί τοῦ 18ου αἰώνα». (Φ. Ένγκελς, «᾿Αντί-Ντύρινγκ»).

[4] Μιὰ ἐκλαϊκευτική παρουσίαση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος δόθηκε ἀπό τὸ Μάρξ στήν ἐργασία του «Μισθός, τιμή, κέρδος», πού δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα 1898 (έλλ. μετάφρ. ἐκδ. Θεμέλιο, ᾿Αθήνα 1976).

[5] Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1ος.

[6] Τὰ ἀγγλικά ἐργατικά σωματεία (Τρεϊντγιούνιονς) γιόρταζαν τή διεθνή γιορτή τοῦ προλεταριάτου τήν πρώτη Κυριακή πού ἀκολουθοῦσε τήν Πρωτομαγιά καί πού το 1891 ἔπεφτε στις 3 τοῦ Μάη. (Σ.τ.μ.)