Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μας το βιβλίο του Joseph Wechsberg, «Μια χώρα με δύο ιστορίες, διασχίζοντας μέσα και έξω τη Ζώνη» (εκδόσεις Ullstein). Το βιβλίο γράφτηκε και εκδόθηκε στη Δυτική Γερμανία το 1964. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό του συγγραφέα στην τότε Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, την DDR, πιο γνωστή ως Ανατολική Γερμανία.
Ο Wechsberg ήταν συγγραφέας και δημοσιογράφος τσεχοσλοβάκικης καταγωγής. Το 1939, με την εισβολή των ναζί στη χώρα του διέφυγε στις ΗΠΑ και από εκεί υπηρέτησε σταθερά την αστική δημοσιογραφία και τη γραμμή της των δύο άκρων- αντιναζιστική και αντικομμουνιστική ταυτόχρονα- καθώς υπήρξε για τριάντα χρόνια αρθρογράφος της The New Yorker. Έτσι και το ίδιο το βιβλίο έχει κυρίως περιεχόμενο αντισοσιαλιστικό, αντι- DDR θα λέγαμε.
Σε ένα, ωστόσο, από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου, ο συγγραφέας φαίνεται να υποκύπτει στη δύναμη της ιστορικής αλήθειας. Ο τίτλος του είναι «Η τραγωδία της Δρέσδης». Αξίζει να κάνουμε μια σύντομη περιγραφή.
Χτισμένη πάνω στον ποταμό Έλβα, η Δρέσδη υπήρξε η κύρια και βασιλική κατοικία των βασιλιάδων της Σαξονίας, που θησαύριζαν απομυζώντας τις μάζες των δουλοπαροίκων τους, ενώ ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή υπερπολυτελέστατων αρχιτεκτονημάτων-παλατιών. Η πόλη είχε αποκληθεί «Φλωρεντία της Γερμανίας» και «Αθήνα της γερμανικής τέχνης». Την ύμνησαν, ανάμεσα σε άλλους ποιητές και συγγραφείς, ο Γκαίτε, ο Βίλχελμ φον Χούμπολντ, ο Νοβάλις, ο Σοπενχάουερ, ο Φίχτε, ο Σέλινγκ ενώ στα οδοφράγματά της- που διεκδικούσαν το 1848 Συνταγματική Μοναρχία- πολέμησε ο Βάγκνερ και ένα χρόνο αργότερα και ο Μπακούνιν.
Ας φτάσουμε, όμως, με τη βοήθεια του Wechsberg, στην πιο πρόσφατη ιστορία της πόλης, στον 20ο αιώνα:
«Η τραγωδία της Δρέσδης είναι ένα από τα αδιευκρίνιστα μυστικά του τελευταίου πολέμου (στμ. του Β Π Π). Μέχρι τις αρχές του 1945, η Δρέσδη υπήρξε η μοναδική από τις μεγάλες γερμανικές πόλεις που είχαν μείνει απείραχτες από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Έμοιαζε δίκαιο, η «γερμανική Φλωρεντία», η «πόλη των τεχνών της Γερμανίας» να μείνει απείραχτη.
Το Φεβρουάριο του 1945, η πόλη πλημμύρησε με πρόσφυγες, που έρχονταν από την αντίπερα ανατολική όχθη του Έλβα και ένιωθαν σχετικά πιο ασφαλείς στη Δρέσδη. Το Ανατολικό Μέτωπο είχε διαλυθεί. Δεν θα κρατούσε περισσότερο».
«Εννιά λεπτά μετά τις δέκα, το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου- Τρίτη της Αποκριάς- εμφανίστηκαν τριακόσια βομβαρδιστικά της Royal Air Force (στμ. της Βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας- RAF) επάνω από την πόλη. Μέσα σε λιγότερο από δεκατέσσερα λεπτά έριξαν τρακόσιους τόνους βομβών φωσφόρου και εμπρηστικών βομβών.
Τρεις ώρες αργότερα ακολούθησε το δεύτερο κύμα, το οποίο διήρκεσε δύο λεπτά και δεκατρία δευτερόλεπτα. Διακόσιες βόμβες μεγάλου μεγέθους έπεσαν πάνω στην ήδη φλεγόμενη πόλη.
Στις επόμενες δύο μέρες, τα ιπτάμενα φρούρια της Όγδοης Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας συνέχισαν το καταστροφικό έργο. Συνολικά οι τέσσερις αμερικανικές βομβιστικές επιθέσεις στη Δρέσδη διήρκεσαν ακριβώς έξι λεπτά και δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Μετέτρεψαν τη γερμανική Φλωρεντία σε μια φλεγόμενη Κόλαση. Τα σπίτια γκρεμίστηκαν ταυτόχρονα, η άσφαλτος άρχισε να καίει, οι γραμμές των τρένων έλιωσαν. Πολλοί πήδηξαν στη λίμνη της Παλιάς Πόλης αλλά το νερό είχε περάσει ήδη το σημείο βρασμού.
Στο τέλος, η Δρέσδη ήταν η πιο κατεστραμμένη πόλη της Γερμανίας. Αν στο Βερολίνο αναλογούσαν δεκαέξι κυβικά μέτρα ερειπίων ανά κάτοικο, στη Δρέσδη η αναλογία ήταν διακόσια προς ένα. Από τις 35.740 κατοικίες έμειναν στη Δρέσδη μόνο 7421. Στο κέντρο της Δρέσδης έχασκε μια τεράστια τρύπα δεκαπέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το ιστορικό της κέντρο είχε ολοκληρωτικά καταστραφεί.
Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων δεν θα γίνει ποτέ γνωστός. Κανείς δεν είχε το χρόνο να μετρήσει τους νεκρούς, πόσο μάλλον να τους αναγνωρίσει. Στην παλιά αγορά φτιάχτηκαν μεγάλες στοίβες με πτώματα που τα περιέλουσαν με βενζίνη και τα έκαψαν.
Οι αρχιστράτηγοι του Χίτλερ προσπάθησαν να αποκρύψουν την τραγωδία της Δρέσδης, αλλά καθώς δεν ήταν πια δυνατόν, δημοσιεύτηκε η περιβόητη Ημερήσια Διαταγή Νο 47, που χρησιμοποίησε την καταστροφή για προπαγάνδα ανεβάζοντας τους νεκρούς σε 250.000. Ήταν ένα από τα τελευταία κόλπα του Γκαίμπελς. Σήμερα, ο επίσημος αριθμός των θυμάτων της Δρέσδης είναι 35.000.
Η Φραουενκίρχε (στμ. Ναός της Παναγίας, χτισμένος τον 18ο αιώνα, δείγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής), είχε μετατραπεί σε κινηματογραφικό αρχείο του Γκέρινγκ, του Υπουργείου Αεροπορίας του Ράιχ, με εκατομμύρια μέτρα φιλμ, που φτιάχτηκαν από την τελευταία στη διάρκεια του πολέμου. Όταν οι βόμβες έπεσαν στο ναό, τα φιλμ πήραν φωτιά και τεράστιες φλόγες έφτασαν στα ύψη».
Για τους Ανατολικογερμανούς, η «Δρέσδη» έμεινε ως σύμβολο της βαρβαρότητας του δυτικού ιμπεριαλισμού κατά τον Β Π Π: αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, οι άγγλοι και βορειοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές προσπάθησαν να καταστρέψουν σημαντικές πόλεις στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, για να εμποδίσουν την ανοικοδόμηση στη μελλοντική σοβιετική ζώνη.
Την παραπάνω σκοπιμότητα αναγκάζεται να παραδεχτεί και ο- αντισοβιετικός και αντι DDR κατά τ άλλα- συγγραφέας μας θέτοντας τα εξής «αδιευκρίνιστα» ερωτήματα:
«Γιατί καταστράφηκε το ιστορικό, μεγάλης πολιτιστικής αξίας, κέντρο της πόλης, ενώ οι βιομηχανίες στα προάστια δεν πειράχτηκαν σχεδόν καθόλου; Γιατί βομβαρδίστηκαν οι εκκλησίες, η Όπερα, τα Ανάκτορα- «Τσβίνγκερ» (στμ. φημισμένο μπαρόκ αρχιτεκτόνημα του 18ου αιώνα) αλλά όχι το Στρατηγείο Εναέριας Διοίκησης και οι Στρατιωτικές Αποθήκες στο νέο τμήμα της Δρέσδης;»
«Η Δρέσδη είναι ένα μαργαριτάρι», έλεγε ο Χίτλερ το έτος 1939 σε ένα λόγο του. «Θα δώσω σε αυτό το μαργαριτάρι μια αντάξια θέση».
Και με τον τρόπο του κράτησε το λόγο του, όπως σχολιάζει ο Wechsberg:
«Ο μεγαλύτερος θησαυρός της Δρέσδης ήταν η Πινακοθήκη του Semper (στμ. Gottfried Semper: γερμανός αρχιτέκτονας των μέσων του 19ου αιώνα). Τα έργα του Semper δεν είχαν καμία τύχη στη Δρέσδη. Πρώτα οι ναζί έκαψαν τη Συναγωγή που είχε χτίσει και αργότερα οι βόμβες κατέστρεψαν την Πινακοθήκη και την Όπερα.
Η Πινακοθήκη της Δρέσδης περιείχε τη «Μαντόνα Σιξτίνα» (Παναγία του Αγίου Σίξτου) του Ραφαήλ, καθώς και πληθώρα έργων του Τιτσιάνο, του Τζορτζόνε, του Βερονέζε, του Κορρέτζο, του Τιντορέττο, του Μουρίγιο, την «Αυτοπροσωπογραφία με τη Σάσκια» του Ρέμπραντ, το «Η Βηρσαβέε παίρνει το γράμμα του Δαβίδ» του Ρούμπενς, πολλά έργα του Βερμέερ και πολλά αριστουργήματα της γερμανικής, ολλανδικής, φλαμανδικής, ισπανικής και μοντέρνας γαλλικής σχολής. Ο Εκλέκτορας Αύγουστος ο Δυνατός, φημισμένος για την απόλαυση της σπατάλης, τις πολλές ερωμένες του και τη μανία του για τους πίνακες ζωγραφικής είχε συγκεντρώσει τέσσερις χιλιάδες πίνακες.
Προς το τέλος του πολέμου οι πολύτιμοι πίνακες και πολλοί άλλοι καλλιτεχνικοί θησαυροί, όπως η αίθουσα με τα χαλκογραφήματα και οι συλλογές πορσελάνης, μεταφέρθηκαν από τη Δρέσδη σε σαρανταπέντε σημεία. Οι πίνακες μεταφέρθηκαν σε κάστρα και μεγάλες οικίες που θεωρούνταν ασφαλείς. Τους πιο σημαντικούς πίνακες οι ναζί τους πήγανε στο φρούριο Königstein, στο ανάκτορο Weesenstein και στο κάστρο Albrechtburg στο Μάισεν, όπου είχανε χτίσει μεγάλες αποθήκες.
Στις τελευταίες μέρες του 1944, το γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο έδωσε διαταγή να προχωρήσουν τα έργα τέχνης πιο δυτικά*. Είχε ήδη επικρατήσει μια γενικότερη σύγχυση και κάποια έργα χάθηκαν. Ένα μεγάλο καμιόνι, γεμάτο με πίνακες, που πήγαινε από το ανάκτορο Milkel του Μπάουτσεν στο ανάκτορο Schieritz του Μάισεν, το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου, σταμάτησε στη Δρέσδη, καταστράφηκε και 158 πίνακες, ανάμεσά τους του Κουρμπέ και του Μπέκλιν, κάηκαν.
Στις 27 Απριλίου του 1945, με προσωπική διαταγή του διοικητή Μούτσμαν («Θα υπερασπιστούμε τη Δρέσδη μέχρι τέλους») πάρθηκαν οι πίνακες από το Albrechtburg. Η «Μαντόνα Σιξτίνα» και άλλα αριστουργήματα κρύφτηκαν σε υπόγειο του λατομείου Rottwerndorf στην Πίρνα. Στο υπόγειο είχε κρύο και υγρασία και έτρεχε νερό από τους τοίχους. Το αριστούργημα του Ραφαήλ τοποθετήθηκε βιαστικά σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Μερικοί ανεκτίμητης αξίας Τζορτζόνε, Τιτσιάνο και Τιντορέττο απλά στοιβάχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο σαν πίνακες σε παλαιοπωλείο. Μια συσκευή κλιματισμού που είχαν εγκαταστήσει έπαψε να λειτουργεί όταν τα SS κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις του ηλεκτρικού.
Ήταν κακό αλλά όχι τόσο κακό όσο ο λασπόλακκος στο Pockau Lengefeld σε ορυχεία δυτικά, όπου κρύφτηκε μια δεύτερη ομάδα αριστουργημάτων. Σε βάθος δεκαπέντε σχεδόν μέτρων υπήρχε μια πρωτόγονη ξύλινη καλύβα, όπου παράτησαν απλά τους πίνακες. Όταν έβρεχε, η βροχή έπεφτε πάνω τους. Παραδίπλα ήταν μια αποθήκη πυρομαχικών. Το πρωί της 8ης Μαΐου οι SS ετοιμάζονταν να ανατινάξουν την αποθήκη, για να μην πέσουν οι πίνακες στα χέρια των Ρώσων, αλλά κατά ευτυχή σύμπτωση αυτό δεν έγινε.
Ο Κόκκινος Στρατός έστειλε τους πίνακες στη Μόσχα. Η εφημερίδα «Νέα Γερμανία» έγραφε αργότερα:
«Η διαταγή για τη διάσωση των πινάκων υπήρξε ισοδύναμη σε ισχύ με τη διαταγή για εξολόθρευση του εχθρού».
Οι πίνακες αποκαταστάθηκαν μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν από ειδική ομάδα συντήρησης έργων τέχνης. Η «Μαντόνα Σιξτίνα» του Ραφαήλ, η «Πληρωμή του φόρου» του Τιτσιάνο και η «Κοιμωμένη Αφροδίτη» του Τζορτζόνε δεν θα υπήρχαν σήμερα αν έμεναν λίγες εβδομάδες παραπάνω στη φυλακή τους».
Μετά το πολύ δύσκολο έργο της αποκατάστασής τους, στις 31 Μαρτίου του 1955, επεστράφησαν στην Ανατολική Γερμανία και ένα χρόνο αργότερα εκτέθηκαν στην Πινακοθήκη Semper της Δρέσδης.
Εντωμεταξύ είχε ήδη συντελεστεί το «θαύμα» της ανοικοδόμησης της πόλης:
«Από το Δεκέμβριο του 1945 ξεκίνησαν οι εργασίες- χωρίς εργαλεία, χωρίς υλικά και σχεδόν χωρίς τρόφιμα για τους εργάτες. Ειδικές ομάδες έψαχναν μέσα στα ερείπια και συνέλεγαν χρήσιμα κομμάτια ενώ οι Ρώσοι στρατιώτες συγκέντρωναν και απενεργοποιούσαν τις βόμβες που δεν είχαν εκραγεί.
Είχε παρθεί η απόφαση να ξαναχτιστούν τα ανάκτορα όπως ήταν. Οι δυσκολίες ήταν αδιανόητες. Γεωλόγοι μελέτησαν τα κατεστραμμένα τείχη, για να βρουν ποιο είδος πέτρας είχε χρησιμοποιηθεί.
Ειδικοί κατέφτασαν από όλη τη Γερμανία. Μερικές φορές χρειαζόταν κάποιος μέχρι και είκοσι εβδομάδες για να αναδημιουργήσει μία από τις γλυπτές φιγούρες του Τσβίνγκερ. Και το τελευταίο είχε διακόσιες τέτοιες φιγούρες».
Με τον ίδιο τρόπο ανακατασκευάστηκαν η Όπερα και τα υπόλοιπα παλαιά αρχιτεκτονικά οικοδομήματα της πόλης. Δεν θα κουράσουμε παραπάνω καθώς κάποιος μπορεί να βρει πληροφορίες για την ανοικοδόμηση της Δρέσδης, με μια επίμονη, είναι η αλήθεια, αναζήτηση στο διαδίκτυο. Ή μπορεί απλά να δει τη σημερινή εικόνα της «παλιάς» της πόλης.
Οι θυσίες με τις οποίες ανοικοδόμησαν τις πόλεις, που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τη ναζιστική επέλαση στον Β Π Π, αλλά και η εντυπωσιακή προσοχή σε κάθε κοινωνική λειτουργία και αισθητική πληρότητα που έδωσαν οι λαοί των νεοδημιούργητων Λαϊκών Δημοκρατιών του προηγούμενου αιώνα είναι κάτι που αξίζει να μελετηθεί από τον καθένα. Όχι όμως για να αποδοθεί μια μουσειακή αξία αλλά για να αντιληφθεί κανείς τις εντυπωσιακές δυνατότητες που ανέπτυξαν οι λαοί στο δρόμο του σοσιαλισμού. Αλλά και την μόνη πραγματική διεθνιστική αλληλεγγύη- με μορφή κοστοβόρας για την ίδια οικονομικής ενίσχυσης- που εμφανίστηκε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία από κρατική οντότητα: ήταν η σοσιαλιστική πατρίδα των λαών της Σοβιετικής Ένωσης η μόνη που μπαίνοντας αναγκαστικά- αμυντικά στον Β Π Π σεβάστηκε σε κάθε της βήμα την αντίπαλη όχθη, από τους αιχμάλωτους πολέμου μέχρι τις πόλεις που απελευθέρωνε από το ναζιστικό θηρίο.
Και αν σήμερα η ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα ρέει από όλους τους βούρκους, ρωσικό, βορειοαμερικάνικο, δυτικοευρωπαϊκό, και από το θηριώδες σιωναζιστικό κατασκεύασμα, οι λαοί στο παρελθόν, όπως και στο σήμερα ο Ουκρανικός και πόσο μάλλον ο Παλαιστινιακός Λαός, έχουν αποδείξει ότι η ιστορική κίνηση μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει ρου.
*Παρόλο που ο Wechberg αναφέρει ότι πρόθεση των ναζί ήταν να μεταφέρουν τους πίνακες προς τα δυτικά, φαίνεται ότι από τη σύγχυσή τους τους μετέφεραν κυρίως νοτιοανατολικά.