Ο σοβιετικός συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς, 1941

Η περιληπτική παρουσίαση, έντυπη και ηλεκτρονική, της Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ από την Εθνική Λυρική Σκηνή είναι πραγματικά εντυπωσιακή: μέσα σε τρεις παραγράφους οι γράφοντες καταφέρνουν να εξαφανίσουν… τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Ακριβώς μετά την πληροφορία για τον χρόνο και τον τόπο της γέννησής του- μάλλον η μόνη διασταυρωμένη ιστορικά πληροφορία, μας πληροφορούν ότι «η σχέση του με το σοβιετικό καθεστώς, ιδιαίτερα κατά την σταλινική περίοδο, δεν υπήρξε εύκολη καθώς το ύφος του δεν συμβάδιζε με τις ντιρεκτίβες περί τέχνης και δυο φορές κατηγορήθηκε επίσημα για φορμαλισμό».

Μπα; Αυτό είναι που έπρεπε να μάθουμε πρώτο- πρώτο για τον συνθέτη; Και αν ναι, βασισμένο πού; Στην Wikipedia ή σε κουτσομπολίστικες «βιογραφίες», που έχουνε κυκλοφορήσει κατά καιρούς;

Μα για κακή τους τύχη, ο ίδιος ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς ήταν πολυγραφότατος και τοποθετούνταν στο σύνολο των ζητημάτων της εποχής του στο σοβιετικό τύπο. Ελάχιστα από αυτά, δυστυχώς, έχουνε μεταφραστεί στη γλώσσα μας- είναι μια δύσκολη δουλειά που θέλει σοβαρή ενασχόληση και έντιμο ενδιαφέρον.

Ο ίδιος ο συνθέτης, λοιπόν, στις 20 Φλεβάρη του 1935, γράφει στο Λιτερατούρνι Λένινγκραντ, Νο 8:

«Εδώ στη Σοβιετική Ένωση κάθε εξειδικευμένος δημιουργός, παραγωγός, συγγραφέας, μηχανικός, συνθέτης ή οτιδήποτε άλλο, απολαμβάνει την υποστήριξη του Κόμματος και της κυβέρνησης… Οι σοβιετικοί συνθέτες έχουν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα. Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας, αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας».

Ε μα τώρα να χει τέτοιες κατηγόριες «κατά τη σταλινική περίοδο» και να γράφει κάτι τέτοιο κατά την περίοδο που Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ είναι ο Ιωσήφ Στάλιν; Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή να τον εξανάγκασαν με απειλές και- γιατί όχι- με βία ή να τα γράφει αυτά, για να κρατήσει τη θεσούλα του. Υπήκοος ή αυλοκόλακας, οι αγαπημένοι χαρακτήρες της αστικής μας τάξης.

Μόνο που ο Σοστακόβιτς δεν ήτανε μπουρζουάς ή κουλάκος μεγαλογαιοκτήμονας. Ήτανε τέκνο της κοσμογονικής Οκτωβριανής Επανάστασης στρατευμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Από τα εικοσιέξι του χρόνια, το 1932, συμμετέχει με όλες του τις δυνάμεις σε αυτήν, πρωτοστατώντας στην ίδρυση της Ένωσης Συνθετών του Λένινγκραντ. Ένα χρόνο αργότερα, το 1933, αποδεικνύεται η βαθιά πίστη του στον σοβιετικό λαό και η συμβολή του στον αγώνα του, καθώς εκλέγεται από τους εργάτες στο Σοβιέτ της αγαπημένης του πόλης. Μάλλον, λοιπόν, θα πρέπει να απαντηθεί και η σχέση των εργατών του Σοβιέτ με το σοβιετικό καθεστώς…

Μετά βέβαια διαβάζουμε τα πιο πιπεράτα, ο πλουτοκράτης Ουίλιαμ Χερστ να έβγαζε σήμερα φυλλάδα, θα δυσκολευόταν να τα γράψει:

«Πριν φθάσει να θεωρείται ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 20ού αιώνα, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ λογοκρίθηκε από το σταλινικό καθεστώς. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1934 σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας έγινε αμέσως δεκτή με ενθουσιασμό και καταγράφηκε ως η σημαντικότερη όπερα της σοβιετικής περιόδου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1935, ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας – εκεί όπου λίγες μέρες αργότερα την παρακολούθησε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν το τέλος του έργου. Σε ένα από τα επόμενα φύλλα της η εφημερίδα Πράβντα –το επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος– δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική: Σχετικά με την όπερα Λαίδη Μάκβεθ της περιοχής Μτσενσκ». Μετά από αυτό ο συνθέτης έλαβε τεράστιο πλήγμα με αποτέλεσμα να μην ολοκληρώσει καμία άλλη όπερα μέχρι τον θάνατό του, παρότι άφησε προσχέδια για αρκετές».

Κι αν δεν διαβάσουμε όλα τα υπόλοιπα, μας υπογραμμίζουνε τι πρέπει να κρατήσουμε. Εδώ αφήνουμε πάλι τον ίδιο το συνθέτη να μας μιλήσει για το έργο του και υπογραμμίζουμε εμείς τους εχθρούς που καταγγέλλει μέσα από αυτό.

Σοβιέτσκογιε Ισκούστβο, 16 Οκτώβρη 1932:

«Δουλεύω την Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ εδώ και δυόμισι περίπου χρόνια. Πρόκειται να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας τριλογίας γύρω από τη θέση των γυναικών σε διάφορες εποχές της ιστορίας της Ρωσίας. Το θέμα της όπερας είναι παρμένο από την ομώνυμη ιστορία του Νικολάι Λεσκόφ. Αυτή η εξαίρετη ιστορία, είναι μια ζωντανή, ρεαλιστική, και παράλληλα τραγική απεικόνιση της μοίρας μιας αξιόλογης, προικισμένης και έξυπνης γυναίκας που χάνεται μέσα στις εφιαλτικές συνθήκες της προεπαναστατικής Ρωσίας. Ο Μαξίμ Γκόρκι είπε κάποτε: «Πρέπει να μαθαίνουμε. Πρέπει να γνωρίσουμε τη χώρα μας, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της». Η ιστορία του Λεσκόφ μας δίνει κατά τρόπο ανεκτίμητο αυτό το είδος γνώσης που ο Γκόρκι εννοούσε. Είναι μια ασυνήθιστα επιβλητική απεικόνιση μιας από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας της προεπαναστατικής Ρωσίας. Η ιστορία προσφέρει στο συνθέτη ατέλειωτο υλικό…

Θα ονόμαζα τη Λαίδη Μάκβεθ όπερα τραγική- σατιρική. Παρά το γεγονός ότι η Κατερίνα δολοφονεί το σύζυγό της και τον πεθερό της, εξακολουθώ να τη συμπονώ. Προσπάθησα να ζωγραφίσω το περιβάλλον της με σκοτεινά, σατιρικά χρώματα. Η λέξη «σατιρικά» δεν έχει την έννοια του αστείου ή του σκωπτικού. Αντίθετα, στη Λαίδη Μάκβεθ ήθελα να ξεσκεπάσω την πραγματικότητα και να προκαλέσω ένα αίσθημα μίσους απέναντι στην τυραννική και εξευτελιστική ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σπιτικό του Ρώσου εμπόρου».

Και ένα χρόνο αργότερα, στις 14 Δεκέμβρη στο ίδιο έντυπο:

«Ο Νικολάι Λεσκόφ περιγράφει την ηρωίδα της ιστορίας του Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ σαν φιγούρα δαιμονική. Δεν της δίνει καμιά δικαιολογία ούτε ηθική ούτε ψυχολογική. Εγώ αντιλαμβάνομαι την Κατερίνα Ισμαήλοβα σαν μια σφριγηλή, προικισμένη, όμορφη γυναίκα που καταστρέφεται μέσα στο σκοτεινό, σκληρό περίγυρο της οικογένειάς της στην φεουδαρχική Ρωσία (…)

Ο πεθερός της Κατερίνας, ο Μπορίς Ισμαήλοφ είναι ένας τυπικός ψυχρός έμπορος της φεουδαρχικής Ρωσίας. Είναι ένας δεσποτικός τύραννος, που τον ευχαριστεί πολύ να ασκεί την εξουσίας πάνω σε όλους γύρω του. Ο χαρακτήρας του κυριαρχείται από την απάνθρωπη σκληρότητά του ( ο ρόλος του, γραμμένος για βαρύτονο, στερείται λυρισμού). Η μουσική μεταδίδει τις αλλαγές της διάθεσής του χωρίς μεταβολές στον τόνο (…)

Στην αρχή της τέταρτης πράξης φαίνεται μια φάλαγγα κρατουμένων που τους πηγαίνουν στη Σιβηρία. Η σκηνή αρχίζει μ’ ένα σπαρακτικό τραγούδι των φυλακισμένων, που ανακαλεί στη μνήμη μια αποτρόπαια εικόνα της τσαρικής Ρωσίας. Η ίδια επωδός εμφανίζεται και στο τέλος της τέταρτης πράξης. Από άποψη στιλ και χαρακτήρα παραπέμπει στα τραγούδια των καταδίκων της εποχής».

Πολιορκία του Λένινγκραντ, 1941. Ο Σοστακόβιτς εθελοντής πυροσβέστης

Είναι νομίζουμε παραπάνω από προφανές σε ποιο καθεστώς και σε ποια εξουσία εναντιώνεται μέσα από το έργο του ο Σοστακόβιτς: το κνούτο του τσάρου και την τυραννία του εμπόρου- κουλάκου. Γίνεται ακόμη πιο δυνατό, αν τοποθετήσουμε το έργο στη σοβιετική του ιστορία: Γράφεται και ολοκληρώνεται την περίοδο της «επανάστασης μέσα στην επανάσταση», της περιόδου της βίαιης εξέγερσης της φτωχολογιάς της υπαίθρου ενάντια στα εναπομείναντα αρπακτικά των κόπων και της γης της, των κουλάκων. Είναι η περίοδος που έχει μείνει γνωστή ως «βίαιη κολεκτιβοποίηση». Είναι ξεκάθαρο με ποια πλευρά είναι ο συνθέτης.

Τώρα, να προσθέσουμε το εξής: το ότι η όπερα Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό το αποδεικνύει ότι ανέβηκε μέσα σε δύο χρόνια 83 φορές! Αυτό από μόνο του δείχνει τις δυνατότητες που είχε ανοίξει το σοβιετικό εργατικό κράτος στην τέχνη, ώστε να μπορούν- πριν από έναν σχεδόν αιώνα- να ανεβαίνουν παραγωγές τέτοιου επιπέδου. Αλλά επίσης και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: τις δεκάδες αυτές φορές, στο Λένινγκραντ και στις υπόλοιπες πόλεις, αυτοί που παρακολούθησαν την όπερα δεν ήταν τίποτε φραγκάτοι μπουρζουάδες με λεφτά για τέχνη και οι κοστουμάτοι γραφειοκράτες τους, αλλά σοβιετικοί πολίτες. Γυναίκες και άντρες εργαζόμενοι της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Ίσως και ο Στάλιν.

Για μία ή έναν νέο συνθέτη στη χώρα μας, στο σήμερα, που αναζητά ψίχουλα από χορηγούς, για να μπορέσει να επιβιώσει- αν τα βρίσκει και αυτά- αξίζει αυτά να μελετηθούν. Όπως αξίζει να μελετηθεί το ζήτημα της κριτικής όπως έμπαινε όχι σε ένα φύλλο της Πράβδα αλλά σε ολόκληρο το σοβιετικό κόσμο. Παραδείγματος χάρη, όταν παρουσιάστηκε η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ στο Συνδικάτο Συνθετών του Λένινγκραντ, ακολούθησαν ένθερμες αντιπαραθέσεις πάνω στα προβλήματα ανάπτυξης της σοβιετικής όπερας.

Η ίδια η τοποθέτηση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς στο ζήτημα της κριτικής είναι τρανό δείγμα της κομμουνιστικής υπεράσπισης της κριτικής και της αυτοκριτικής ως βασικού συστατικού στοιχείου της πλέριας δημοκρατίας. Γι’ αυτό θα την παραθέσουμε στο τέλος.

Ας επιστρέψουμε στο «τεράστιο πλήγμα» που εμπόδισε το έργο του συνθέτη. Πόσο κλονίστηκε μας το δείχνει η συνέχεια της ζωής του και μάλιστα της «σταλινικής περιόδου». Δεν χωράει, βέβαια, σε μια σελίδα. Ελάχιστα αναφέρουμε:

Το 1939 ανακηρύσσεται επίσημα καθηγητής του Ωδείου του Λένινγκραντ. Στα 1940 του αποδίδεται το Βραβείο Στάλιν για το Κουιντέτο του για Πιάνο.

Κατά την έναρξη του πολέμου παρουσιάζεται εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό. Μάλιστα όπως γράφει στην Κομσομόλσκαγια Πράβντα, στις 12 Απρίλη του 1942, επειδή στην πρώτη αίτησή του, του απάντησαν να περιμένει, έκανε δεύτερη αίτηση αφού άκουσε τον λόγο του συντρόφου Στάλιν για το Λαϊκό Εθελοντικό Σώμα.

Στα 1947 το Συνδικάτο Συνθετών του Λένινγκραντ τον ανακηρύσσει υποψήφιο για το Ανώτατο Σοβιέτ, στο οποίο εκλέγεται στις 9  Φεβρουαρίου. Πέρα, λοιπόν από την ατέλειωτη λίστα των τιμητικών σοβιετικών διακρίσεων, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς είναι μέλος του ανώτατου νομοθετικού σώματος της Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Το ίδιο του το βιογραφικό αποδεικνύει, κι αυτό δεν μπορεί ούτε η wikipedia να το διαστρεβλώσει, ότι όχι μόνο δεν κλονίστηκε κάποτε από κάποια κριτική αλλά αντιθέτως υπερασπίστηκε το σοσιαλιστικό κράτος των εργατών και των αγροτών με κάθε σπιθαμή της ζωής του.

Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες ακόμα, για να φωτίσουμε το τι σήμαινε αυτή η υπεράσπιση. Θα κλείσουμε όμως εδώ με ένα σχόλιο ως προς τη δήλωση της Φανί Αρντάν, της γυναίκας που σκηνοθέτησε τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσένσκ στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Αναφέρει:

«Η Λαίδη Μάκβεθ μάς προτάσσει έναν καθρέφτη. Και κοιταζόμαστε. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο».

Αν η σύγχρονη γυναίκα ταυτίζεται με αυτήν της προεπαναστατικής τσαρικής σκοτεινής Ρωσίας, της Ρωσίας της άγριας και βίαιης εποχής της φεουδαρχίας, τότε που οι γυναίκες των δουλοπάροικων ήτανε μόνο δούλες, «ομιλούντα πράματα» και οι γυναίκες των κουλάκων εμπόρων ομιλούσες μα καταπιεσμένες από την αντρική εξουσία, τότε πραγματικά κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο βασίλειο των αστικών δημοκρατιών. Αντιλαμβανόμαστε πραγματικά ότι ο καπιταλισμός έχει σαπίσει και η αστική τάξη μας γυρνάει, ιδιαίτερα τις γυναίκες, σε μεσαίωνες. Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και η σοσιαλιστική οικοδόμηση για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία έριξε τα τείχη της σήψης και της οπισθοδρόμησης και ανέβασε τον άνθρωπο στο μπόι του ανθρώπου.

Σοβιετσκογιε Ισκούστβο, 1η Απρίλη 1944.

Ο Νμτίτρι Σοστακόβιτς για το ζήτημα της κριτικής.

«Μέσα στο Συνδικάτο των Συνθετών η κριτική ασκείται κυρίως στα πλαίσια των λεγόμενων «μουσικών διασκέψεών» μας: Αυτές οι διασκέψεις είναι καλή αρχή. Σ αυτές, οι συνθέτες παίζουν τα νέα έργα τους και άλλα μέλη τα ακούν και τα συζητούν. Όταν τελειώσει η εκτέλεση ενός έργου, ο πρόεδρος λέει: «Ας αρχίσουμε τη συζήτηση». Λέει «συζήτηση» και όχι «κριτική». Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερο επωφελές αν κάναμε κριτική ο ένας στον άλλο. Στην οργάνωσή μας έχουμε μια μεγάλη αδυναμία: δε μας αρέσει ούτε να κριτικάρουμε άλλους, ούτε να μας κριτικάρουν. Σχεδόν πάντα γίνονται βαθιές υποκλίσεις και ρεβερέντζες από τον κριτή και τον κρινόμενο, και πολύ σπάνια ακούμε λόγια πραγματικής κριτικής, που είναι τόσο αναγκαία και χρήσιμη σε μας όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Καμιά φορά ξεχνάμε να σταθούμε αυτοκριτικά στο έργο μας, αλλά χωρίς την αυτοκριτική δε γίνεται να πάμε μπροστά.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι είμαστε μέλη μιας σοβιετικής οργάνωσης, στην οποία το Κόμμα, ο λαός και το κράτος έχουν εμπιστευθεί την εξαιρετικά σημαντική αποστολή της δημιουργίας νέων έργων στη μουσική, τη μουσική που της έχουμε αφιερώσει τη ζωή και το ταλέντο μας. Γιατί λοιπόν φοβόμαστε τόσο πολύ να κάνουμε και να δεχθούμε κριτική;

Πώς γίνεται να θίγεται κάποιος από την κριτική; Για μένα, αυτό είναι τελείως παράλογο. Δε θα πρεπε να μας προσβάλει η κριτική, αλλά- και διαλέγω προσεκτικά τις λέξεις μου- τα ψεύτικα κομπλιμέντα, που και πολύ δυσάρεστα είναι και προσβλητικά για το πρόσωπο, στο οποίο απευθύνονται.

Κανείς μας δεν έχει λόγο να θίγεται όταν του γίνεται κριτική εδώ μέσα, γιατί δεν πρόκειται για ανταγωνιστική κριτική. Όλοι μας υποστηρίζουμε την ίδια υπόθεση, και είναι σημαντικό για μας, ουσιαστικά σημαντικό, να δημιουργούνται έργα όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητας».

ΥΓ. Τα στοιχεία του κειμένου πάρθηκαν από:

Ντμίτρι Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985

Συμφωνία Νο12, Το έτος 1917