Με τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας έχουμε «κακό συνήθειο» να κουβεντιάζουμε για τα παιδικά μας χρόνια. Και πάντα επιστρέφουμε στους παππούδες και τις γιαγιάδες που ανέβηκαν στο βουνό στα δύο αντάρτικα ή βρέθηκαν στα οδοφράγματα της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944 και τις ιστορίες που ακούγαμε παιδιά.

Τα δικά μας παραμύθια δεν είχαν μέσα δράκους, βασιλοπούλες και μάγια. Τα δικά μας παραμύθια είχαν μέσα αντάρτες και ανταρτοπούλες, Γερμανούς, Ιταλούς και προδότες του λαού, που τους «έκοβαν τη φόρα» οι ηρωισμοί γιαγιάδων και παππούδων που γνωρίσαμε. Ιστορίες για ατέλειωτες πορείες στα βουνά από το 41, ξεκινώντας από τα αλβανικά βουνά, μέχρι την μακρινή Τασκένδη το 49 αλλά και μετά στις εξορίες και στην πολιτική προσφυγιά.

Θυμάμαι ακόμα πως άκουγα για τον παππού μου τον ΕΛΑΣίτη που από τον Ταΰγετο και τον Λυκόδημο βρέθηκε στη μάχη του Μελιγαλά και αντάμωσε από κοντά τον Άρη, μετά πως βρέθηκε στην Μακρόνησο και άλλα τέτοια όμορφα και ηρωικά.

Τέτοια είναι μια ιστορία που μοιράστηκε μαζί μας ο φίλος της Βίδας, ο Θ. Η ιστορία αφορά την γιαγιά του την Τασία, μάνα της μάνας. Το κορίτσι αυτό γεννήθηκε σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου του 1928. Η συστράτευση με τον ΔΣΕ ήταν μονόδρομος λόγω του αυταρχικού και δεσποτικού οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσε. Μόνο κορίτσι μέσα στην βλάχικη οικογένειά της, βίωνε δυσάρεστες καταστάσεις, με την παντρειά να είναι η μοίρα για την κάθε συνομήλική της, η Τασώ έκανε την ανατροπή. Μετά την λευκή τρομοκρατία των μοναρχοφασιστών, βρέθηκε στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού και συγκεκριμένα, όπως φαίνεται, στη Μεραρχία του καπετάν Διαμαντή.

Πήρε μέρος σε πολλές ηρωικές μάχες. Συμμετείχε μάλιστα στην κατάληψη του Καρπενησίου υπό την ηγεσία των Γιώτη-Διαμαντή.

Εκεί, είχε μεταξύ των συμπολεμιστών τον μελλοντικό συμπέθερό της και πατέρα του πατέρα του Θ. ο οποίος δεν πρόλαβε να περάσει στις Λαϊκές Δημοκρατίες, επέζησε παρόλα αυτά και δούλεψε ως καπνεργάτης, βιώνοντας φυσικά την τρομοκρατία του μοναρχοφασισμού.

Ο γιος του, κάποτε, μεταπολιτευτικά, γνώρισε στην Αθήνα την κόρη της Τασίας τυχαία και γεννήθηκε ο Θ.! Τις ιστορίες για το πώς περάσανε τον Καρπενησιώτη ποταμό πιασμένοι χέρι-χέρι, ο εγγονός της φίλος μας, την έχει ακούσει από δύο μπάντες! Η Τασία πολεμώντας ηρωικά μαχόμενη μέχρι το τέλος του εμφυλίου και μετά το πέρασμά της από το Γράμμο στην Αλβανία μεταφέρθηκε με τα καράβια και αυτή μαζί με χιλιάδες συμπολεμιστές της στην ΕΣΣΔ.

Ένα  συγκλονιστικό και αξιοσημείωτο στοιχείο, είναι ότι η Τασία, αυτή η μαχήτρια κομμουνίστρια, έλαβε πολύ σοβαρά την ανακοίνωση του συντρόφου ηγέτη κομμουνιστή Νίκου Ζαχαριάδη για «το όπλο παραπόδα». Παρόλες τις ρητές απαγορεύσεις και τους εξονυχιστικούς ελέγχους, η Τασία κατάφερε και πήρε το όπλο της μαζί της στο καράβι χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Στην Τασκένδη πλέον, επίσημα, όπως η ίδια ήθελε, το παρέδωσε στους σοβιετικούς συντρόφους.

Έλεγε και διηγιόταν μετέπειτα στο εγγονάκι της Θ. «με αυτό το πυροβόλο έφαγα πολλούς εασαδίτες»…

Ο Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως (ΕΑΣΑΔ) ήταν αντικομμουνιστική παραστρατιωτική ομάδα που έδρασε στην κατεχόμενη Θεσσαλία το 1944. Αποτελούσε τη Θεσσαλική έκδοση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στην Τασκένδη είχε εργατικό ατύχημα χάνοντας το ένα της δάχτυλο.

Όπως η ίδια έλεγε στο εγγονάκι της «πέρασα τόσες και τόσες μάχες, πέρασα μέσα από φωτιά και θάνατο και δεν έπαθα ποτέ τίποτα, και το έπαθα στο εργοστάσιο»! Βέβαια αυτό είχε ως συνέπεια να πάρει αρκετά νωρίς σύνταξη μιας και στην ΕΣΣΔ η εργατική Τάξη είναι που έκανε και κουμάντο στην εργατική νομοθεσία. Εκεί στην προσφυγιά γνωρίστηκε και παντρεύτηκε το σύζυγό της Θέμη, γιο του Δημήτρη Τσαρδάκα (*) και κάνανε την οικογένειά τους. Μετά από πολλά χρόνια, κατά τη μεταπολίτευση, επιστρέψανε πίσω στην πατρίδα όπως οι χιλιάδες των πολιτικών προσφύγων και των οικογενειών τους. Φυσικά από την Τασκένδη γύρισε πάλι με το… όπλο της, δηλωμένο αυτή τη φορά στις ελληνικές αρχές!

Δεν ξέρουμε εάν ήταν το ίδιο που έκρυψε κατά τη μεταφορά της, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν ότι αυτή η γυναίκα δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον προσωπικό της οπλισμό, ακόμα και στην Ελλάδα!

Πέρασαν τα χρόνια, έφυγε ο σύντροφός της από τη ζωή και αυτή μεγάλωνε τα εγγόνια της λέγοντάς τους τις όμορφες αυτές ιστορίες. Σε κάποια φάση, μέσα στο 1992, αυτή η γυναίκα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Την ψάξανε παντού, δεν τη βρήκαν πουθενά. Κινητοποιηθήκανε οι φίλοι και οι συγγενείς και αυτή παρέμενε άφαντη ώσπου τους κάλεσε στο τηλέφωνο από… Ουγγαρία, ταξίδευε για Ρωσία. Μετά από κάνα εξάμηνο η κυρία Τασία επέστρεψε μόνη της, όπως ακριβώς είχε φύγει, στο χωριό του θεσσαλικού κάμπου. Έκπληκτοι και άναυδοι, μετά τη χαρά και το σοκ τους, την ρωτήσανε πού βρισκόταν όλο αυτό τον καιρό. Τους απάντησε με απόλυτη φυσικότητα ότι είχε ταξιδέψει στην Τασκένδη για να δει τους παλιούς  συντρόφους και συντρόφισσες  και συγκεκριμένα ένα πολύ αγαπημένο της συναγωνιστή που διατηρούσαν ο ένας για τον άλλον βαθιά αγάπη.

Πήγε λοιπόν να τους αποχαιρετήσει «μία και καλή» όπως η ίδια ήθελε. Μια αγωνίστρια γυναίκα τρίτης ηλικίας να σηκωθεί και να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι ολομόναχη. Χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν. Μόνο μία βαθιά κομμουνιστική ψυχή μπορεί να το κάνει αυτό.

Πέρασε ο καιρός, ο εγγονός  της μεγάλωσε, συνεχίζει και αυτός από το δικό του μετερίζι να προσφέρει ό,τι μπορεί για να αλλάξει επιτέλους αυτός ο κόσμος. Η γιαγιά η Τασία έφυγε πλήρης ημερών το 2015. Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται ακριβώς 9 χρόνια από το φευγιό της. Η ιστορία της κυρίας Τασίας και του άντρα της, όπως ο παππούς και η γιαγιά από τη μεριά του πατέρα του Θ. συμπολεμιστές στο Καρπενήσι, αυτές οι μαρτυρίες, όπως κι άλλων πολλών χιλιάδων αγνών αγωνιστών, αποτελούν για εμάς φάρο και παράδειγμα. Να συνεχίσουμε τον αγώνα τους κρατώντας ψηλά την κόκκινη σημαία για να γίνει επιτέλους η γη μας κόκκινη.

Όπως έκανε αυτή η μαχήτρια που δεν παρέδωσε ποτέ το όπλο της!

* Μήτσος Τσαρδάκας, παλιός μπολσεβίκος, πρώτος αντάρτης στην Ελλάδα, μαζί με τα παιδιά του Κώστα και Λένιν, τέλος Ιουλίου ’41. Γίνεται λόγος και για τους παρακάτω πατριώτες: Γιαν. Κακασή, Γιαν. Τζιότζιο, Απ. Μπιντάκα, Θαν. Συρόπουλο, Οδυσ. Γεωργίου. Ο Λαζ. Αρσενίου στο βιβλίο του «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση» (εκδόσεις ΕΛΛΑ), τους ανεβάζει σε 45, που οι περισσότεροι πιάστηκαν και εκτελέστηκαν. Αντιμετώπισαν μεγάλες διώξεις από Ιταλούς και λεγεωνάριους. Βλέπε περισσότερες πληροφορίες στο βιβλίο του Λ. Αρσενίου.

(«Χωρικοί», Ηλ. Λεφούσης, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).