
Στις 21 Μαΐου 2025 πέφτει νεκρός έπειτα από συμπλοκή ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Ινδίας (Μαοϊκού), Ναμπάλα Κεσάβα Ράο (στρατιωτικό ψευδώνυμο: Μπασαβαράτζ), στα πλαίσια κατασταλτικής επιχείρησης των ανταρτών απ’ το ινδικό κράτος. Στην επιχείρηση δολοφονήθηκαν άλλοι 27 αντάρτες. Πρόκειται για το δεύτερο χτύπημα μέσα σ’ έναν μήνα στο μαοϊκό αντάρτικο, έπειτα από την επιχείρηση που διήρκεσε 21 μέρες (20 Απριλίου έως 11 Μαΐου) στα βουνά Καρεγκουταλού, όπου δολοφονήθηκαν άλλοι 31 αντάρτες, εκ των οποίων οι 16 γυναίκες.
Σύμφωνα με τα ΜΜΕ, η πληροφόρηση που έλαβαν οι κεντρικές δυνάμεις σχετικά με την κίνηση στρατευμάτων του ΚΚΙ (Μαοϊκού) στα δάση που συνορεύουν με τις Ναραγιανπούρ, Μπιτζαπούρ και Νταντεβάντα ήταν κρίσιμες για τη δολοφονία του μαοϊστή αρχηγού Κεσάβα Ράο σε συμπλοκή. Είχαν πληροφορίες ότι ήταν εκεί μια ομάδα φρουρών που παρέχουν προστασία στον Κεσάβα Ράο, οπότε ήταν δεδομένο ότι θα ήταν κι εκείνος εκεί. Έτσι, οι δυνάμεις της DRG, οι οποίες άρχισαν να χτυπούν την περιοχή στις 19 αυτού του μήνα, φέρεται να έφτασαν στη βάση του Κεσάβα Ράο το πρωί της Τετάρτης 21 Μαΐου.
«Ένας νεαρός άνδρας που ξεκίνησε για τα δάση για να φέρει αλλαγή στην κοινωνία μέσα από την κάννη ενός όπλου»…
Ο κορυφαίος μαοϊκός ηγέτης Ναμπάλα Κεσάβα Ράο «Μπασβαράτζ» γεννήθηκε το 1955 στο Τζιγιαναπέτ, στο Κοταμπομάλι Μαντάλ, στην Άντρα Πραντές. Ο πατέρας του, Βασουντέβα Ράο, εργαζόταν ως δάσκαλος. Η μητέρα του Λακσμιναραγιανάμα ήταν νοικοκυρά. Έχει έναν αδελφό και δύο αδελφές. Ο Κεσάβα Ράο έλαβε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην πόλη καταγωγής του και φοίτησε στη Ναϋπάδα μέχρι τη δέκατη τάξη. Ολοκλήρωσε τις ενδιάμεσες σπουδές του στο κρατικό κολέγιο Τεκάλι. Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο έτος του πτυχίου του, μετακόμισε στο Γουαρανγκάλ.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ο Κεσάβα Ράο συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες της Ριζοσπαστικής Φοιτητικής Ένωσης (RSU). Εκείνη την εποχή, υπήρχαν σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ αυτών και του ABVP. Ένας φοιτητής είχε δολοφονηθεί. Σε αυτό το περιστατικό σχηματίστηκε δικογραφία εναντίον του Κεσάβα Ράο για φόνο και η αστυνομία τον συνέλαβε και τον έστειλε στη φυλακή. Αυτή είναι η πρώτη δικογραφία που κατατίθεται εναντίον του. Ο Κεσάβα Ράο, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση το 1980, κρύφτηκε αμέσως. Επιλέχθηκε ως μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής του Βισακαπατνάμ μεταξύ 1983-85, ανήλθε στον βαθμό του Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής πριν από το τέλος του έτους. Διετέλεσε επίσης μέλος της τότε Επιτροπής Δασών της Ανατολικής Περιφέρειας.
Απόφοιτος του Τμήματος Τεχνολογίας του Περιφερειακού Πανεπιστημίου Μηχανικών NIT Γουαρανγκάλ, ο Μπασαβαράτζ εγκατέλειψε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα μηχανικού τη δεκαετία του 1970 για να ενταχθεί στο κίνημα των Ναξαλιτών, εμπνευσμένος από μια διαρκή δέσμευση για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και αντίσταση κατά της καταπίεσης που βασίζεται στις κάστες.
Ακολούθησε τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία από την εποχή που ήταν μηχανικός. Εντάχθηκε στον Λαϊκό Πόλεμο του ΚΚΙ (MΛ), με επικεφαλής τον Κονταπάλι Σιθαραμαΐα, το 1980. Ο Κεσάβα Ράο, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της Υποεπιτροπής Στρατιωτικών Υποθέσεων του κόμματος το 1995, ανήλθε και έγινε επικεφαλής της Κεντρική Στρατιωτικής Επιτροπής.
Εκείνη την εποχή, το Πολιτικό Γραφείο του Λαϊκού Πολέμου αποφάσισε να αναπτύξει στρατιωτικές πολεμικές στρατηγικές δημιουργώντας σχέσεις με διεθνείς οργανισμούς. Για αυτό επιλέχθηκαν κορυφαίοι ηγέτες όπως οι Γκαναπάτι, Κεσάβα Ράο, Κισάντζι, Σανγκράμ και άλλοι. Το 1987, μια ομάδα των LTTE από τη Σρι Λάνκα τους εκπαίδευσε στα δάση του Μπαστάρ στη διεξαγωγή ενεδρών και στη χρήση ζελατίνης. Καθώς ο Κεσάβα Ράο διέπρεψε σε αυτές τις στρατηγικές σε σύγκριση με τους άλλους, του ανατέθηκε η ευθύνη των στρατιωτικών υποθέσεων. Έγινε ειδικός στον ανταρτοπόλεμο και στον πόλεμο της ζούγκλας, στις στρατιωτικές τακτικές και στη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, του Περού και της Τουρκίας, μελέτησε τις στρατιωτικές δραστηριότητες αριστερών ομάδων εκεί και τις εφάρμοσε όπου θεώρησε ότι βοηθάνε τον λαϊκό πόλεμο. Η Ομάδα Λαϊκού Πολέμου, η οποία δραστηριοποιούνταν στη νότια Ινδία, και το Μαοϊκό Κομμουνιστικό Κέντρο Ινδίας (MCCI), το οποίο έπαιξε βασικό ρόλο στον βορρά και ορισμένες άλλες επαναστατικές ομάδες συγχωνεύθηκαν για να σχηματίσουν το ΚΚΙ (Μαοϊκό) το 2004 (βλ. «Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαοϊκό)», Το εθνικό ζήτημα στην Ινδία).
Το 2001, έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου και επικεφαλής της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής. Το 2004, κλήθηκε στην Κεντρική Επιτροπή της Ομάδας Λαϊκού Πολέμου του ΚΚΙ (ΜΛ), το οποίο αργότερα έγινε ΚΚΙ (Μαοϊκό) με τη συγχώνευση αυτού και του Μαοϊκού Κομμουνιστικού Κέντρου. Είχε διαδραματίσει βασικό ρόλο στη συγχώνευση και ήταν ο κύριος στρατηγός πίσω από την ιδέα της δημιουργίας του «Κόκκινου Διαδρόμου» και της Λαϊκής Κυβέρνησης στο Τσατίσγκαρχ.
Όλο αυτό το διάστημα είχε πολλαπλά χτυπήματα σε ανταλλαγές πυρών με τις δυνάμεις ασφαλείας. Τουλάχιστον δύο φορές, υπήρχαν αναφορές ότι είχε σκοτωθεί σε συμπλοκές.
Ο Μπασαβαράτζ περιλαμβανόταν στη λίστα των πιο καταζητούμενων της Εθνικής Υπηρεσίας Ερευνών με αμοιβή περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια.
Έγινε γενικός γραμματέας του κόμματος μετά τον Γκαναπάτι, στις 10 Νοεμβρίου 2018. Πριν από αυτό, ήταν επικεφαλής της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής του κόμματος, της κύριας μαχητικής δύναμης των Μαοϊστών.

Ο Μπασαβαράτζ ηγήθηκε πολλών επιχειρήσεων, όπως της επίθεσης με νάρκες στον τότε Πρωθυπουργό Τσαντραμπάμπου Ναϊντού στο Αλιπίρι την 1η Οκτωβρίου 2003, όταν αυτός πήγαινε να επισκεφτεί τον ναό Τιρουμάλα· της επιχείρησης της 28ης Ιουνίου 2008, όπου επιτέθηκαν σε κομάντος των Greyhounds που επέστρεφαν μετά από επιχειρήσεις – 36 κομάντο σκοτώθηκαν σε αυτό το περιστατικό· ακόμα, της επίθεσης στο Τσινταλνάρ, που λέγεται ότι είναι το μεγαλύτερο περιστατικό στην ιστορία των Μαοϊστών. Υπό την καθοδήγηση του Μπασαβαράτζ, 76 μέλη του CRPF σκοτώθηκαν σε αυτή την επίθεση. Ο Κεσάβα Ράο βρισκόταν πίσω από την εκτέλεση του τότε βουλευτή του TDP Κιντάρι Σαρβεσβάρα Ράο και του πρώην βουλευτή Σιβέρι Σόμα κοντά στην κοιλάδα Αράκου στην Άντρα Πραντές τον Σεπτέμβριο του 2018.
Μαρτυρίες λένε ότι ο Μπασαβαράτζ, ύψους 1,80 μέτρων, είχε μια επιβλητική προσωπικότητα. Οπλοφορούσε με ένα πιστόλι 9 χιλιοστών, ένα AK-47 και συσκευές επικοινωνίας. Ήταν άνθρωπος της δράσης.
Ως Γενικός Γραμματέας του ΚΚΙ (Μαοϊκού), ο Μπασαβαράτζου έγινε κεντρική προσωπικότητα στον συντονισμό της στρατηγικής των ανταρτών σε όλο τον «Κόκκινο Διάδρομο», υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πιο περιθωριοποιημένων ομάδων της Ινδίας: των Αντιβάσι (ιθαγενείς κοινότητες) και Νταλίτ. Η ηγεσία του ενέπνευσε μια νέα γενιά να αμφισβητήσει τις εδραιωμένες ιεραρχίες των καστών, τις οικονομικές ανισότητες και την αποτυχία του κράτους να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους πολίτες του.
Η πορεία του από μηχανικός σε επαναστάτη συμβολίζει μια ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση των καταπιεσμένων και αποκλεισμένων της Ινδίας, πολλοί από τους οποίους στράφηκαν στην εξέγερση όχι μόνο από ιδεολογία, αλλά ως απάντηση σε δεκαετίες αποκλεισμού, βίας και αποστέρησης.
Από την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947, περίπου 40 εκατομμύρια Αντιβάσι έχουν εκτοπιστεί από τις προγονικές τους γαίες λόγω έργων υποδομών και οικονομικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων φραγμάτων, εξορυκτικών δραστηριοτήτων και κατασκευής δρόμων.
Σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Αρχείων Εγκλημάτων (NCRB), τα εγκλήματα κατά των φυλετικών κοινοτήτων αυξήθηκαν κατά 6,4% το 2021.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 15% όλων των αναφερόμενων περιπτώσεων βιασμού αφορούσαν γυναίκες και κορίτσια Αντιβάσι – μια σοβαρή ένδειξη της συστημικής τους ευαλωτότητας και του χάσματος μεταξύ της νομικής προστασίας και της βιωμένης πραγματικότητας.
Παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις, οι κοινότητες Αντιβάσι συνεχίζουν να υποφέρουν από ανεπαρκή πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις οικονομικές ευκαιρίες.
Η πορεία της φυλετικής αντίστασης στην Ινδία έχει διακοπεί από πολλαπλά περιστατικά κρατικής βίας. Ενδεικτικά μερικές περιπτώσεις όπου η διαμαρτυρία των ιθαγενών αντιμετωπίστηκε με θανατηφόρα βία:
-Σφαγή Χαρσαουάν (1948):
Μία από τις πρώτες καταστολές μετά την ανεξαρτησία, η αστυνομία πυροβόλησε τους Αντιβάσι που διαμαρτύρονταν για ένα ξεχωριστό κράτος, με αποτέλεσμα μαζικούς θανάτους.
-Σφαγή Ιντραβέλι (1981):
Πάνω από 100 Αντιβάσι σκοτώθηκαν όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ σε μια ειρηνική συγκέντρωση για τα δικαιώματα γης στην Άντρα Πραντές.
-Περιστατικό Μουτάνγκα (2003):
Η αστυνομία στην Κεράλα σκότωσε αρκετούς διαδηλωτές Αντιβάσι που απαιτούσαν δικαιώματα γης, ενισχύοντας περαιτέρω την αστάθεια των σχέσεων κράτους-φυλής.
-Εκστρατείες Salwa Judum:
Αυτές οι κρατικά υποστηριζόμενες αντιμαοϊκές επιχειρήσεις εκτόπισαν πάνω από 300.000 ανθρώπους και οδήγησαν στην καταστροφή περισσότερων από 600 χωριών, προκαλώντας τεράστιες ανθρωπιστικές επιπτώσεις.
Για το ινδικό κράτος, ο θάνατος του Μπασαβαράτζ παρουσιάζεται ως θρίαμβος της αντιεξέγερσης.
Ωστόσο, για τους μελετητές της πολιτικής της Νότιας Ασίας και των δικαιωμάτων των ιθαγενών, αυτό αντιπροσωπεύει την εξάλειψη μιας ριζοσπαστικής φωνής που διατύπωσε τα αιτήματα των άφωνων.
Η ζωή του Μπασαβαράτζου αντανακλά μια βαθιά ιδεολογική και στρατηγική αντίσταση σε αυτό που πολλοί επικριτές περιγράφουν ως μια μορφή εσωτερικής αποικιοκρατίας. Η κληρονομιά του συνεχίζει να εμπνέει κινήματα για κοινωνική δικαιοσύνη σε όλη την περιοχή, εγείροντας δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τα όρια της δημοκρατικής ένταξης σε μια κοινωνία με υψηλή διαστρωμάτωση.
Η Ινδία μπορεί να χαρακτηρίσει τον θάνατο του Μπασαβαράτζου μια τακτική νίκη, αλλά σηματοδοτεί επίσης μια βαθύτερη ιδεολογική αποτυχία. Οι σφαίρες που τον φίμωσαν έχουν θάψει τις φωνές εκατομμυρίων Αντιβάσι που εξακολουθούν να απαιτούν αξιοπρέπεια, γη και δικαιοσύνη.
Μέχρι να αντιμετωπιστούν οι δομικές αιτίες αυτής της εξέγερσης, η ειρήνη στις φυλετικές περιοχές της Ινδίας θα παραμείνει άπιαστη – όχι μόνο για το Νέο Δελχί αλλά και για την περιοχή στο σύνολό της.
(Mε πληροφορίες από open magazine, the hindu, Eenadu telugu news)
ΥΓ. Για αρθρογραφία για τον Λαϊκό Πόλεμο και τα λαϊκά κινήματα στην Ινδία επισκεφθείτε το παραπόδα και τη στήλη «Σύγχρονα Ένοπλα Κινήματα». Απ’ τις εκδόσεις ΠρολέτΚουλτ κυκλοφορούν τα βιβλία: Το ζήτημα των καστών στην Ινδία και Το εθνικό ζήτημα στην Ινδία.