
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε στοιχεία για την αύξηση στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων. Καθεμία και καθένας που ζει τον συνεχή εκβιασμό του ενοικίου έχει αντιληφθεί ότι τα ακίνητα στην Ελλάδα έχουνε μέσα σε μια πενταετία ακριβύνει πάνω από 50%. Βασική παράμετρος που διαμορφώνει τη συνθήκη εκβιασμού για τους μη έχοντες κύρια κατοικία είναι η ίδια βάρβαρη συνθήκη της ελεύθερης αγοράς, του καπιταλισμού: η στεγαστική ανάγκη αποτελεί απλά άλλο ένα αντικείμενο εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος σε μεγάλη ή μικρή κλίμακα. Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται σε κάποιους κλισέ αρκεί να αναρωτηθούν γιατί τα ενοίκια «παρακολουθούν» τις τιμές των ακινήτων και όχι τον πληθωρισμό ή την αγοραστική δύναμη των ενοικιαστών, γιατί τα ενοίκια θεωρούνται απόδοση επένδυσης, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί και αυτά σε πάνω από 50% την τελευταία πενταετία.
Το τεράστιο πρόβλημα της έλλειψης στέγης ή της ελλιπούς σε ποιότητα στέγασης για χιλιάδες συνανθρώπους μας δεν είναι ζήτημα στατικό που λύνεται με γενικές αναλύσεις. Αντίθετα εξελίσσεται κάθε χρόνο, μέρα την ημέρα, αποκτάει συνεχώς καινούρια χαρακτηριστικά και νέοι παράγοντες συμβάλλουν στον συνεχή υποβιβασμό της πληρωμής της εργατικής δύναμης πολύ κάτω από την αξία της.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η Ελλάδα έχει 7 εκατομμύρια ακίνητα. Το 92% από αυτά, δηλαδή τα 5,4 εκατομμύρια είναι χτισμένα πριν το 2000. Μόλις το 8%, επομένως, πληροί τις προϋποθέσεις μιας σχετικά σύγχρονης ποιότητας δόμησης και κατοικίας.
Παράλληλα, νέα στοιχεία που έχει δώσει η ΕΛΣΤΑΤ είναι πολύ σημαντικά. Από τη μία την τελευταία δεκαετία έχουνε αυξηθεί σημαντικά τα μονομελή νοικοκυριά αυξάνοντας τη ζήτηση για στέγη. Από την άλλη έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας. Η παγιωμένη για δεκαετίες εικόνα της εξασφαλισμένης κύριας κατοικίας για το 70% των νοικοκυριών της χώρας φαίνεται να καταρρέει. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί ότι το 11% από το συνολικό ποσοστό της ιδιοκατοίκησης έχει υποθηκευμένη κατοικία. Αν αυτό συνυπολογιστεί με το ποσοστό των ενοικιαστών, σημαίνει ότι τέσσερις στους δέκα στη χώρα μας φορτώνονται μηνιαία στις πλάτες τους τον εκβιασμό του ενοικίου ή της δόσης του δανείου.
Η προσφορά όμως λαϊκής κατοικίας- προσβάσιμης για τις τσέπες του κόσμου της δουλειάς και όχι για πλουτοκρατικές επενδύσεις πολυτελείας- παραμένει στάσιμη, περιορισμένη. Βασικός παράγοντας εδώ είναι τα ακίνητα που θα μπορούσαν να διατεθούν για ενοικίαση αλλά παραμένουν κλειστά. Καμία κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει γιατί εδώ και χρόνια σχεδόν μισό εκατομμύριο ακίνητα παραμένουν κλειστά ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά ανήκει σε τράπεζες ή στο δημόσιο.
Κι ενώ από κάθε κυβερνητικό επιτελείο δεν λείπουν οι πατριωτικές υπέρ του λαού κορώνες, καθώς «της σεπτής Δέσποινας Υποκρισίας με συντριβή φιλούν το χέρι», όπως έλεγε κι ο αφορισμένος έντιμος Ανδρέας Λασκαράτος, στην πιο βασική, στην πιο ζωτική ανάγκη μας, στην στέγη, δεν έχει παρθεί κανένα μέτρο. Αντίθετα έχουνε παρθεί πολλά μέτρα για να περνούν εύκολα τα ακίνητα στο ξένο κεφάλαιο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το ένα από τα δύο ευρώ που εισέρευσαν πέρυσι στην ελληνική οικονομία ήταν από ξένο κεφάλαιο στην αγορά ακινήτων: Η πρωτιά ανήκει στο καλοθρεμμένο από τα μονοπωλιακά κέρδη κινεζικό κεφάλαιο- μέσω Χονγκ Κονγκ- που πέρυσι έφτασε τα 338 εκατομμύρια ευρώ σε ακίνητα. Ακολουθεί η Κύπρος με 319 εκατομμύρια με αινιγματική- για εμάς- σημαντική άνοδο και τρίτη, με 293 εκατομμύρια επενδύει σε ακίνητα στην Ελλάδα η αστική τάξη της Τουρκίας. Η τελευταία κυρίως βλέπει στα ακίνητα αυτά ένα «επενδυτικό καταφύγιο», προκειμένου να αποφύγει το ρίσκο του πληθωρισμού της τουρκικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Ασύλου και Μετανάστευσης- οξύμωρο το σχήμα εδώ καθώς ούτε για άσυλο πρόκειται ούτε για μετανάστευση- τον φετινό Μάρτιο, οι άδειες μόνιμου επενδυτή μέσω του προγράμματος «Χρυσή Βίζα»που χορηγήθηκαν σε Τούρκους πολίτες αυξήθηκαν κατά 88,5% σε σχέση με πέρυσι.
Ακολουθούν στη λίστα της αγοράς ακινήτων από ξένο κεφάλαιο η Ελβετία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ και το σιωναζιστικό κατασκεύασμα, το Ισραήλ.
Για το τελευταίο, μιας και σήμερα είναι η 77η επέτειος από τις μέρες της Νάκμπα του 1948, δεν μπορούμε παρά να σχολιάσουμε ότι αυτοί που ζουν σε αρπαγμένα με τη βία σπίτια Παλαιστινίων, που επιβουλεύονται στο σήμερα τα σπίτια που ανήκουν σε οικογένειες Παλαιστινίων από τη Δυτική Όχθη ως τη Γάζα, αυτοί οι επαγγελματίες σφαγείς που λεηλάτησαν και λεηλατούν την Παλαιστινιακή γη είναι οι ίδιοι που στη χώρα μας απολαμβάνουν την προστασία των τίτλων ιδιοκτησίας τους.