Κοντεύουν δεκαέξι χρόνια από την ημέρα που κόπηκε τόσο πρόωρα το νήμα της ζωής της συντρόφισσας και φίλης Ντίνας, της Ντινούκ, όπως συνηθίζαμε να τη φωνάζουμε. Σε κάποιες χώρες με καλούς δημογραφικούς δείκτες ο χρόνος αυτός αντιστοιχεί σε μια γενιά. Για τους ανθρώπους όμως με τους οποίους δεθήκαμε πολιτικά, συντροφικά, ο χρόνος αυτός πάντα θα είναι «σαν χτές».

Τη συντρόφισσα Ντίνα Γιαννίρη την πρωτογνωρίσαμε μέσα στη φοιτητική νεολαία της αθηναϊκής μητρόπολης. Οι σπουδές της στη Νοσηλευτική συνέπεσαν με το γερό κύμα αναδιάρθρωσης στη χώρα μας, του εκσυγχρονισμού όπως βαφτίστηκε από τους ιθύνοντες, του πετσοκόμματος, δηλαδή, από σοσιαλδημοκράτες και νεοφιλελεύθερους σε υγεία, παιδεία, πολιτισμό, κοινωνικές παροχές. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του 90 και οι αστικές κυβερνήσεις όδευαν προς έναν 21ο αιώνα που πίστευαν πώς θα έπαιρναν τη ρεβάνς απέναντι στις προηγούμενες λαϊκές κατακτήσεις. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο εύκολο.

Η Ντίνα έζησε από τα μέσα αυτή την επίθεση, τόσο στη λειτουργία του πανεπιστημίου -τις περικοπές που έσπρωχναν για να προσαρμοστεί στις συνθήκες της αγοράς- όσο και στη συνολικότερη επίθεση σε υγεία και πρόνοια. Υπερασπίστηκε μέσα από τον πανεπιστημιακό χώρο αλλά και μέσα από τις ευρύτερες κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις το λαϊκό αίτημα για δημόσια δωρεάν υγεία.

Παράλληλα, ένα χρόνο ακριβώς μετά το χαζοαστικό Μιλένιουμ, η μαζική και σκληρή απεργία πείνας των Τούρκων αγωνιστριών και αγωνιστών ενάντια στις φυλακές τύπου F, συντάραξε τις καρδιές και μπόλιασε το διεθνιστικό φρόνημα της μητροπολιτικής νεολαίας. Στη συντρόφισσα Ντινούκ το μπόλιασμα αυτό απλώθηκε αργότερα με τη συνεχή της αναζήτηση και την πλέρια αλληλεγγύη της στους αγώνες του γείτονά μας τουρκικού λαού. Μάθαινε την τουρκική γλώσσα και προσπαθούσε να μεταφράσει πολιτικά κείμενα για την αυτομόρφωση και αντιπληροφόρηση όλων μας. Το νεανικό της όνειρο, εξάλλου, ήταν να βρεθεί με τα αδέρφια της, αγωνίστριες και αγωνιστές της Τουρκίας, στο δρόμο της Πρωτομαγιάς της Ιστανμπούλ. Και ήταν ένας δρόμος που τον κατάφερε με τη χαρά μικρού παιδιού.

Λίγο αργότερα ακολούθησαν οι τρομοδίκες του ελληνικού κράτους. Ο αστικός συρφετός έκανε τα πάντα για να συκοφαντήσει και απονοηματοδοτήσει οργανώσεις με πλατύ κατά καιρούς λαϊκό έρεισμα. Η Πρεσβεία ήθελε γρήγορες λύσεις. Η Ντίνα βρέθηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους στις συνελεύσεις, στις συγκεντρώσεις, στους δρόμους, στην αλληλεγγύη με τους συλληφθέντες, στην αντιπαράθεση με το μόνο τρομοκράτη που γνωρίζει κάθε μέρα ο λαός, το αστικό κράτος.

Βρέθηκε και στα μαζικά αντιπολεμικά συλλαλητήρια στη χώρα μας ενάντια στην αμερικανική και βρετανική επίθεση στο Ιράκ το 2003.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2005, μέσα από την χαρακτηριστική κινητικότητα της νεολαίας της εποχής, μετακομίσεις και συγκατοικήσεις, βρεθήκαμε στο μετερίζι της γειτονιάς του Γκύζη. Μέσα από τη διάσπαση του Αντιεξουσιαστικού Κύκλου Γκύζη προέκυψε ο πυρήνας των συντροφισσών και συντρόφων που ανέλαβε την πολιτική (πρωτόλεια βέβαια) δουλειά στη γειτονιά, με πολύμορφη παρουσία, αφισοκολλήσεις και με την έκδοση της Εφημερίδας Τοίχου Αυτονομιστής: μια εφημερίδα αφίσα -πολύ παλιά μορφή αντιπληροφόρησης του ντόπιου και διεθνούς εργατικού κινήματος- που κολλιόταν στους τοίχους της γειτονιάς μέχρι το 2008. Τα θέματά της περιλάμβαναν από τοπικές ιστορίες ταξικής πάλης ως και διεθνείς. Και πάντα με αντιφασιστικό προσανατολισμό.

Η Ντίνα συμμετείχε με άρθρα της και ήταν αυτή που είχε αναλάβει από ένα σημείο κι έπειτα το στήσιμο του Αυτονομιστή. Μπορεί σήμερα να μοιάζει παιχνίδι αλλά, αν θυμηθεί κάποιος τον εαυτό του πριν την εποχή του Διαδικτύου, με τα εργαλεία εκείνης της περιόδου, υπολογιστές pc που μια απλή υπερθέρμανση τους κόλλαγε ώρες και με προγράμματα στησίματος αντίστοιχα μιας τεχνολογικής σφηνοειδούς γραφής, ήθελε πολύ κόπο και αφιέρωση. Για τη Ντινούκ, όπως όλα όσα έβαζαν ένα παραμικρό λιθαράκι στον αγώνα, ήταν πάντα η δουλειά που έκανε με ενθουσιασμό.

Εξάλλου, ήταν μια συντρόφισσα που χωρίς ποτέ να βασανίζεται από την «ηθική της εργασίας» δεν φοβήθηκε ποτέ καμιά δουλειά όσο βαριά κι αν ήταν. Πέρασε από πολλούς κλάδους ως μισθωτή εργαζόμενη. Στην ψυχοσύνθεσή της, όμως, πιστεύουμε ότι περισσότερο χαράχτηκε η δουλειά που έκανε στην υπηρεσία «Κλίμακα», στον τομέα αρωγής των ψυχικών νοσημάτων. Εκεί ήταν που μας μετέφερε όλη την προσπάθεια αποσύνθεσης των υποστηρικτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, που αντί να περιλαμβάνονται στον πυρήνα του προϋπολογισμού του κράτους πρόνοιας, αφήνονταν υποχρηματοδοτούμενες και υποστελεχωμένες, ανήμπορες να βοηθήσουν όσους είχαν ανάγκη.

Όταν το 2007 έγιναν οι μεγάλες μαζικές και μαχητικές συγκεντρώσεις -με συγκρούσεις και συλλήψεις- ενάντια στο νόμο πλαίσιο Γιαννάκου, στο άνοιγμα της θεσμικής κάνουλας για την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστήμιων, η Ντινούκ ήταν εκεί με όλες της τις δυνάμεις.

Εκείνες τις κινητοποιήσεις τις ζήσαμε μέσα από την «ιδιότυπη» συγκατοίκηση στις καταλήψεις στέγης των Προσφυγικών της Αλεξάνδρας. Ιδιότυπη γιατί από τη μια είχε τα χαρακτηριστικά της κοινότητας, όλες και όλοι μοιραζόμασταν τις πολιτικές, τις κοινωνικές μας αγωνίες μέσα στην καθημερινή βάση και στα καθημερινά ιδιαίτερα ζητήματα της γειτονιάς, με συντροφικότητα και αλληλοβοήθεια, και από την άλλη, λόγω γειτνίασης με τη ΓΑΔΑ μοιραζόμασταν και πολλές καθημερινές «επεμβάσεις καταστολής». Οι καταλήψεις στέγης και πόσο μάλλον οι πολιτικές καταλήψεις ήταν στο επίκεντρο της αλληλεγγύης και δράσης για όλες και όλους μας.

Όπως για κάθε συντρόφισσα και σύντροφο που είχαν συμμετάσχει στην πολιτική κίνηση της περιόδου μέχρι τον Δεκέμβρη του 2008, είναι πολλές οι ιστορίες που μπορεί κάποιος-α να αφηγηθεί από κυνηγητά, ένστολους και λίτες, κρατητήρια, ξενύχτια γεμάτα ανησυχία από τους έξω. Χαρακτηριστικό πάντα για τη συντρόφισσα Ντίνα ήταν ο τρόπος να τα αντιμετωπίζει με το ιδιαίτερό της χιούμορ. Θυμόμαστε σαν χτες τη χαρά στο πρόσωπό της όταν σε μία από τις προσαγωγές σε τμήμα του κέντρου της περάσαμε μέσα από τα κάγκελα τα αγαπημένα της… σοκολατάκια για να κεράσει τους συγκρατούμενους.

Ο χρόνος μας με τη συντρόφισσα Ντινούκ ήταν στα αλήθεια λίγος και στα αλήθεια πολύς. Ήταν χρόνος πυκνός σε κοινωνική-πολιτική κίνηση «από τα κάτω». Είναι, λοιπόν, πολλά αυτά που θα μπορούσαν να γραφτούν ακόμα. Θα κλείσουμε, όμως, το γραπτό της μνημείο με το εξής:

Η Ντινούκ μαζί με όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της ανιδιοτελούς αγωνίστριας είχε και κάτι που ξεχώριζε για το τόσο νεαρό της ηλικίας της. Ήταν αυτό που στον Λένιν απαντήσαμε αργότερα με τον όρο «κοινωνική μητρότητα». Όχι μια αστικά ιδωμένη μητρότητα, που αφορά την ικανότητα αναπαραγωγής του γυναικείου πληθυσμού, αλλά μια πλατιά, μια κοινωνική μητρότητα που αφορά τον κάθε άνθρωπο: τη βαθιά αγάπη και την πίστη στην ανθρώπινη αξία που η Ντίνα δεν έχανε ποτέ. Τα ξενύχτια της δίπλα από το φορείο του βαριά άρρωστου ρακοσυλλέκτη της γειτονιάς στο Ελπίς, το αγωνιώδες πείσμα της να καταφέρει το ασθενοφόρο να έρθει και να περιθάλψει την τοξικοεξαρτημένη που άφηνε σχεδόν την τελευταία της πνοή σε ένα παγκάκι.

Για αυτό το τελευταίο, παρόλο που έφυγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, παραμένει συντρόφισσα, φίλη αλλά και δασκάλα μας.