Έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ. «Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι ο άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις»

Ο τίτλος μας είναι στην πραγματικότητα παραπλανητικός. Γιατί δεν θεωρούμε- και δηλώνουμε εξαρχής την «εξαπάτηση» της αναγνώστριας και του αναγνώστη- ότι οι επετειακές αναφορές είναι έμπιστες όταν πιάνουν μόνο τη χρονιά του 1821 και δεν επεξεργάζονται, δεν μελετούν, δεν αναλύουν την περίοδο 1821, δηλαδή, μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827 και μέχρι την ίδρυση του νεοελληνικού «νανοέθνους» μας το 1832. Νανοέθνος, όπως το χαρακτήριζε ο Μαρξ, όχι βέβαια υποτιμώντας έναν λαό που εξεγέρθηκε, αλλά χαρακτηρίζοντας τη σύγχρονή του γεωγραφική, επομένως και διοικητική και οικονομική επικράτεια ενός κράτους και την αγωνία του για το πόσο βιώσιμο θα ήταν απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής του.

Τέτοιες επετειακές αναφορές του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», όπως λέγαμε παλιά, πρόχειρες- έως γελοίες- στην προσπάθειά τους να μην αφήσουν από τη μια ορφανή τη δημοσιογραφική τους πελατεία από το εμπόρευμα «1821» και από την άλλη να το ταΐσουν με την τόσο χρήσιμη για τη ντόπια αστική μας τάξη «εθνική ενότητα», βλέπουμε να δημοσιεύονται τέτοιες μέρες κάθε χρόνο.

Η μεγάλη διδάξασα ήταν, βέβαια, η προσκυνημένη στο αμερικανικό κεφάλαιο Επταετία της Χούντας: στα 150 χρόνια από την επανάσταση του 1821, το 1971, έστησε με την ιδιαίτερη λασβεγκασική της αισθητική χορούς και πανηγύρια για να πείσει το πόπολο ότι η 21η Απριλίου δεν ήτανε παρά η συνέχεια του 1821… Και επειδή κάθε καθεστώς που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να πασάρει και την «ιδεολογία» του, επιστράτευσε η δικτατορία των συνταγματαρχών τους αγαπητικούς της ακαδημαϊκούς να τσουβαλιάσουν έτσι στα πρόχειρα, μαζί με τους αγωνιστές οπλαρχηγούς και την αγροτιά που σήκωσε μαζί τους τα όπλα και τους αστούς- έμπορες και τους λόγιους Φαναριώτες και τους κοτζαμπάσηδες ως ισάξια τιμημένους επαναστάτες.

Η απάντηση στους παραπάνω καλαμαράδες ήρθε ζεστή από τον Μπάρμπα Γιάννη της Χαλκίδας, τον Γιάννη το Σκαρίμπα με τη δημοσίευση του έργου του «το 1821 και η Αλήθεια»1. Όσο ιδιαίτερα σκωπτικός κι αν ήταν ο λόγος του (είχε, ως μπαρουτοκαπνισμένος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ως απόγονος αγωνιστών του 1821 και έναν λόγο παραπάνω εδώ που τα λέμε) δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η μελέτη που έκανε πάνω στην περίοδο 1821, με αναφορά στις πηγές, σε ντοκουμέντα, σε άρθρα κτλ. Με τα φτωχά, μάλιστα, εργαλεία σε σύγκριση με το τώρα της ιστορικής επιστήμης. Είναι λογικό σήμερα, ένας απλός αναγνώστης ή ένας ιστορικός να επισημάνει ελλείψεις και «λάθη» στη σκαριμπική παρουσίαση του 1821, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτά ήρθαν με την πολύ σωστή εμμονή από μέρους του της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας.

Εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση: γιατί αναζητούμε αυτούς που αναζητούν την ιστορική αλήθεια για την ιστορία του τόπου μας, ως τμήμα του προλεταριάτου; Μα ακριβώς η κοινωνική μας θέση είναι που δίνει τροφή, από τη μια, στο σαράκι που θέλει να μάθει από τους αγώνες που συντελέστηκαν στο παρελθόν ενός τόπου στον οποίο σήμερα εμείς (ξε)πουλάμε την εργατική μας δύναμη. Για να κατανοήσουμε, δηλαδή, ποια είναι η ιστορικοκοινωνική μήτρα της σημερινής μας εκμετάλλευσης: «η ελληνική ιδιαιτερότητα», στην οποία ζούμε, δουλεύουμε, αναπνέουμε (με μεγάλη δυσκολία). Και από την άλλη, ξεμπροστιάζοντας αυτή την ιδιαίτερη ιστορία της πάλης των τάξεων στη χώρα μας, της διαμόρφωσης των παραγωγικών της δυνάμεων και σχέσεων, να βρούμε όχι μόνο τι φταίει, αλλά και τι πρέπει να κάνουμε, πώς να κινηθούμε για να αλλάξουμε το συσχετισμό που μας πνίγει καθημερινά.

Με αυτή την αγωνία της καθημερινής πάλης βλέπουμε τον αγώνα των «ξυπόλητων και των γυμνών»2 του τόπου μας, που τα βαλε με αυτά τα ελάχιστα όπλα που διέθετε με τα θηρία της εποχής του. Για αυτό, ακριβώς, μας κάνουν πολύ αρνητική εντύπωση τα σύγχρονά μας «τσουβαλιάσματα» από πλευράς των ακαδημαϊκών που γράφουν για το 1821 από τη σκοπιά της σημερινής αστικής τάξης αλλά και όλων των αναθεωρητών που χτυπάνε τις θέσεις του επαναστατικού ΚΚΕ της περιόδου 1931-1956 για το ζήτημα του χαρακτήρα του Εικοσιένα… Χρήσιμο είναι να διαβάσει κανείς τις θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ του Νίκου Ζαχαριάδη. Αλλά και όλη την αρθρογραφία για το ζήτημα του 21 από τις σελίδες της ΚΟΜΕΠ και του Ριζοσπάστη της ίδιας περιόδου.

Είναι πολλές πια οι αναφορές στο ρόλο της ντόπιας αστικοτσιφλικάδικης τάξης ως θετικού παράγοντα της επαναστατικής έκρηξης του 1821. Μάλιστα, τελευταία, διαβάζουμε ότι όλοι αυτοί οι Εκλαμπρώτατοι2, έμποροι αστοί, καραβοκύρηδες και κοτζαμπάσηδες είχαν και ρόλο πρωταγωνιστικό. Υπήρξε, από το 1821, λένε, και παλιότερα, μια ντόπια (για την ακρίβεια ελληνόφωνη και χριστιανορθόδοξη) αστική τάξη, δημιουργημένη από την ανάλογη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που έδωσε στην επανάσταση τον χαρακτήρα μιας αστικής επανάστασης απέναντι στην ιδιότυπη ανατολίτικη και κοτζαμπάσικη φεουδαρχία του τόπου μας. Έτσι, 203 χρόνια μετά την απελευθέρωση από τον ζυγό, δεν μπορεί παρά να έχουμε χτίσει τους όρους μιας οικονομικής ανάπτυξης (παραγωγή μέσων παραγωγής, βαριά βιομηχανία κτλ) που δίνει σήμερα στα ντόπια αφεντικά πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Αποφασίζει αυτή η αστική τάξη και κινείται ανεξάρτητα από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, το σύγχρονό μας ιμπεριαλιστικό σύστημα, λένε. Άρα, αφού έχουμε την απαραίτητη παραγωγική βάση χτισμένη από δύο αιώνες ήδη, μπορούμε μονομιάς να χτίσουμε, αφού πείσουμε το «υποκείμενο», έναν «μηχανιστικό» σοσιαλισμό στη χώρα μας. Δεν είναι ανάγκη να ασχοληθούμε και να μελετήσουμε, λένε, τι λείπει και πόσο εξαρτημένος είναι ο ελληνικός καπιταλισμός από το ξένο κεφάλαιο. Ας αφήσουμε, λοιπόν, αυτό το «δύσκολο» καθήκον του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της δημιουργίας ενός επαναστατικού προγράμματος, που πατά στη σημερινή ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας, και ας ανάψουμε με μιας το διακόπτη για το φωτεινό μονοπάτι του ξεπεράσματος της αντίθεσης Κεφαλαίου- Εργασίας. Μας αρκεί και μάλλον, κι αυτό στα λόγια, είναι και πιο εύκολο…

Παναγιώτη Ζωγράφου, η πολιορκία της Τριπολιτσάς

Από πλευράς μας, βλέποντας την ιστορία διαλεκτικο-υλιστικά, απορρίπτουμε κάθε ιδεοληπτική τάφρο που μας εμποδίζει να κατακτήσουμε την αλήθεια της. Αν, λοιπόν, η ενδελεχής ιστορική έρευνα βρήκε καινούρια στοιχεία, ντοκουμέντα- που δε γνωρίζαμε μέχρι τώρα- που ανατρέπουν τα προηγούμενα, τα παλιά, ευχαρίστως την αποδεχόμαστε και την αναλύουμε με αυτά τα νέα της δεδομένα. Όποια και όποιος όμως σκύψει ειδικά πάνω στα ντοκουμέντα, τα γραπτά της περιόδου του 1821, για τα οποία είχαν κάνει πολλή δουλειά οι ιστορικοί και αναλυτές (πολιτικοί ή μη) της χώρας μας, και ευτυχώς μας τα παρέδωσαν όσο πιο πλούσια μπορούσανε, δεν βλέπει καμιά μεγάλη ανατροπή. Κακά τα ψέματα μια τέτοια ανατροπή, ως προς τον αστικό και όχι εθνικοκοινωνικό- αγροτικό, πρωτόγονο3 (όπως έγραφε κι ένας σπουδαίος μελετητής της) χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821 θα έπρεπε να είναι συνταρακτική ως προς τα στοιχεία που παρουσιάζει. Γιατί δίνει ένα απότομο, ένα βίαιο σχεδόν, διαζύγιο με την κληρονομημένη μας ιστορική ματιά. Ρωτάμε, λοιπόν: Ποια είναι αυτά τα νεότερα στοιχεία; Τι ήρθε στο φως της ιστορικής επιστήμης (και της μαρξιστικής) τα τελευταία χρόνια που δεν το γνώριζαν οι παλιότεροι; Πώς γίνεται να ξαναγίνονται αυτοί οι λεροί φουστανελάδες, αυτοί που πολεμήσανε σε Μωριά και Ρούμελη, αυτοί που πατούσαν μια γη γεμάτη από των «συγγενών τους τα κόκκαλα»2 για πολλοστή φορά «διακονιαραίοι»2 της ιστορίας; Και τη θέση τους να παίρνουν οι άκαπνοι λόγιοι εκ του εξωτερικού, οι φορομπήχτες, μισητοί στο λαό κοτζαμπάσηδες και οι σταυρωτές των φτωχών της ναυτοσύνης πλούσιοι καραβοκύρηδες;

Για το «πρωτόγονο» και τόσο ιδιαίτερο Έπος του 1821 (και των εμφυλίων πολέμων που το ακολούθησαν) μπορούμε να γράψουμε πολλά. Θα σταθούμε όμως για την οικονομία αυτού του άρθρου σε δύο μόνο ιστορικά γεγονότα αποκαλυπτικά για το ρόλο που έπαιξαν οι εφοπλιστάδες καραβοκύρηδες και οι αστοτσιφλικάδες στην Επανάσταση και πολύ κομβικά για την επερχόμενη κατάπνιξή της, για το ανολοκλήρωτο (όπως και τα έργα του εθνικού μας ανολοκλήρωτου Διονύσιου Σολωμού) του αγώνα της για την αποτίναξη του τουρκοκοτζαμπάσακικου ζυγού, για μια δίκαιη διανομή της γης στην πεινασμένη φτωχολογιά της εποχής και του τόπου μας.

α. Η εξέγερση της Ύδρας ενάντια στους πλοιοκτήτες καραβοκυραίους, 27 Μάρτη του 1821.

Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην Ύδρα επειδή υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα κέντρα του ελληνικού διαμετακομιστικού εμπορίου από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Εκεί μαζεύτηκε ο χρυσός των καραβοκυραίων, των εφοπλιστών, σα να λέμε, της εποχής.

Ο θησαυρισμός αυτός των Υδραίων καραβοκύρηδων ήτανε, από τη μια, γέννημα της διεθνούς τότε συγκυρίας: της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 που τους έδωσε το δικαίωμα να ταξιδεύουν ελεύθερα με τη ρωσική σημαία και των Ναπολεόντιων πολέμων μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με τον αποκλεισμό των λιμανιών της Δυτικής Μεσογείου από τον αγγλικό στόλο. Οι Υδραίοι καραβοκύρηδες έσπαγαν- με τα μπρίκια που έστελναν- αυτόν τον αποκλεισμό, προμήθευαν του Γάλλους με ρωσικό σιτάρι και έπαιρναν υψηλά ανταλλάγματα. Ο ελληνικός, δηλαδή, «εφοπλισμός» της εποχής είχε μάνα τη διεθνή συγκυρία, τον οικονομικό ανταγωνισμό και τον πόλεμο ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Μας θυμίζει αρκετά το κομμάτι του ελληνικού εφοπλισμού που γεννήθηκε στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο από την βορειοαμερικανική «φιλανθρωπία» των Λίμπερτιζ.

Από την άλλη, οι λίγοι αυτοί Υδραίοι πλοιοκτήτες θησαυρίζουν από την εκμετάλλευση της φτωχοναυτοσύνης των καιρών, από τους ναυτικούς, δηλαδή, που τους αποκαλούσαν «συντροφοναύτες». Τι ήτανε οι συντροφοναύτες; Ναυτικοί που στην πραγματικότητα δούλευαν με σύμβαση έργου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Αν το ταξίδι πετύχαινε, αν έβγαινε το κέρδος, θα έπαιρναν ένα μικρό ποσοστό.

Αυτές, όμως, οι αποικιοκρατικές δυνάμεις της εποχής, που διαμορφώνουν τις «συγκυρίες», δεν λειτουργούν με βάση τα συμφέροντα της κάθε παρασιτικής πλουτοκρατίας που γεννούν. Έτσι, μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1815, το ναυτικό εμπόριο απελευθερώνεται, και οι Υδραίοι, όπως και τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά, χάνουν τη δίοδο του πλουτισμού τους. Ο θησαυρισμός κόβεται απότομα και η οικονομική κρίση αφήνει τη ναυτοσύνη στην ψάθα, άνεργη και αγανακτισμένη. Σε αυτή τη συνθήκη της «ψάθας» τούς βρίσκει η φλόγα της Επανάστασης του 1821, που ξεκινάει από το Μωριά. Και εκεί βρίσκεται κι αυτός ο χρεωκοπημένος «συντροφοναύτης», ο Αντώνης Οικονόμου.

Αντώνης Οικονόμου, ξυλογραφία του Α. Τάσσου

Ο Αντώνης Οικονόμου είναι ο άνθρωπος που θα μπει μπροστάρης για να εξαναγκάσει την Υδραίικη πλουτοκρατία να συμμετάσχει στον επαναστατικό αγώνα. Γιατί βλέπει, στην πραγματικότητα, ότι αυτή παραμένει αντιδραστική στα επαναστατικά μηνύματα από τους εξεγερμένους του Μωριά. Η ιστορία αφηγείται ότι όταν έφτασαν αυτά τα μηνύματα στο νησί, το βράδυ της 27ης Μαρτίου, με τις καμπάνες να χτυπάνε, ένα πλήθος βγήκε στα σοκάκια της Ύδρας φωνάζοντας: Στα άρματα!

Ο Αντώνης Οικονόμου είχε προετοιμάσει το έδαφος, σε συνεννόηση με τον Παπαφλέσσα, για να ξεσηκωθούν οι κολασμένοι του νησιού. Γνωρίζοντας ότι οι πρόκριτοι καραβοκυραίοι θα αντιδράσουν αρνητικά, όπως κι έκαναν, έχει ετοιμάσει σχέδιο για κίνημα μέσα στο νησί: Καταλαμβάνει με τους συντρόφους του τα καράβια, καταλαμβάνει το Διοικητήριο του νησιού, καθαιρεί τον διορισμένο από τους Τούρκους διοικητή. Αιφνιδιάζει την πλουτοκρατία του νησιού. Τους εξαναγκάζει να δηλώσουν υποταγή στους εξεγερμένους και να υπογράψουν (γραπτώς, στις 31 Μαρτίου του 1821) ότι θα συνδράμουν την Επανάσταση οικονομικά.

Η εξεγερμένη, όμως, ενάντια στους «έλληνες» πρόκριτους ναυτοσύνη της Ύδρας δίνει και το ισχυρό δείγμα της πρωτόλειας πολιτικής της συνείδησης. Εξαναγκάζει τους εφοπλιστάδες να δεχτούν «πολίτευμα λαοκρατικό» και να σβηστεί η εξουσία της υπογραφής τους από τα δημόσια έγγραφα. Πλέον, σε αυτά θα υπογράφουν οι «κάτοικοι» της Ύδρας.

Ποια ήταν, λοιπόν, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε και που δεν έχουνε ανατραπεί μέσα στα χρόνια, η συμβολή της πολύχρυσης καραβοκυρέικης Υδραίικης πλουτοκρατίας κατά την έναρξη της Επανάστασης; Έστησαν σχέδιο για να εξοντώσουν τον πρωτεργάτη του επαναστατικού αγώνα, εκβίασαν τους Μωραΐτες να τους παραδώσουν τον Αντώνη Οικονόμου και τελικά τον δολοφόνησαν.

Όπως έγραψε επί Κατοχής ο Γιώργος Λαμπρινός στο πόνημά του «Μορφές του 21, Ιστορικές Μονογραφίες»4 για τον Οικονόμου:

«Έπεσε απ΄τα βόλια των Ελλήνων την ώρα που η φωνή του αγωνιζομένου Έθνους τον καλούσε να πάρει τη θέση του στη μάχη. Δεν έπεσε στη μάχη με τον εθνικό εχθρό, μα στάθηκε το μεγάλο θύμα του εσωτερικού πολέμου».

Κι αν είχε λαλιά, συμπληρώνει ο Λαμπρινός, θα μας φώναζε και σήμερα ακόμη το δικό μας χρέος.

β. Η Συνέλευση της Ζαράκοβας, 2 Ιουλίου του 1821.

Αν ψάξει κάποια/ος στους σημερινούς ιντερνετικούς ή μη χάρτες της χώρας μας, δεν θα βρει το χωριό Ζαράκοβα. Ο λόγος είναι ότι η πολύ «καθαρή εθνικοφροσύνη» των αγγλόδουλων βενιζελικών αποφάσισε κάποια στιγμή (1928) να καθαρίσει το όνομα πολλών χωριών του Μωριά από την ίδια τους την ιστορία. Με ένα διάταγμά της επέβαλε το σβήσιμο από την ιστορία των ονομάτων των χωριών της ελληνικής υπαίθρου που είχαν σλαβική ρίζα. Έτσι πίστεψε ότι θα τελειώσει με αυτές τις «ύποπτες» προσμείξεις των ελληνόφωνων πληθυσμών με τα σλαβικά φύλα που κατοίκησαν από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και αφομοιώθηκαν από τους πρώτους (για κακή τύχη της κυβέρνησης, καθώς και των επόμενων προσπαθειών απόξεσης της ιστορίας από τα ονόματά της, οι περισσότεροι κάτοικοι ακόμη και τώρα χρησιμοποιούν αυτά τα ονόματα που μάθανε από τους παππούδες τους. Η γλώσσα ως πολύ ιδιαίτερο εποικοδόμημα δεν μπορεί με επιβολή «από τα πάνω» να αλλάξει τη ζωή…).

Πρόκειται, λοιπόν, για το μικρό σημερινό χωριό Μαίναλο. Εκεί, στα 1821, υπήρχε οχυρός πύργος όπου πραγματοποιήθηκε η Συνέλευση στην οποία αναφερόμαστε. Γιατί επιλέχτηκε το συγκεκριμένο οχυρό; Όχι λόγω της απειλής του οθωμανικού στρατού αλλά για την προστασία των προκρίτων (Δηλιγιάννης κλπ) από τον εξεγερμένο λαό που γύρευε να τους λιντσάρει εκείνους τους μήνες, πρώτα στις Καλτεζές και μετά στα Βέρβενα. Μα γιατί υπήρξε άραγε αυτή η δυσανασχέτηση πάνω στην πρώτη φωτιά του ξεσπάσματος της Επανάστασης; Γιατί δεν προχώρησαν όλοι ενωμένοι για την πολυπόθητη τη λευτεριά όπως μας αφηγούνται και σήμερα ορισμένοι;

Γιατί οι στρατιωτικοί και ο λαός που τους ακολουθούσε είχαν καταλάβει ότι οι πρόκριτοι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν το σχέδιο του Υψηλάντη για την ίδρυση του «Γενικού Οργανισμού της Πελοποννήσου» που πρότεινε συγκεντρωτική κρατική οργάνωση άρα και αφαίρεση των φορομπηχτικών εξουσιών των κοτζαμπάσηδων. Ήθελαν, δηλαδή, οι τελευταίοι, οι μεγάλες φεουδαρχικές οικογένειες της Πελοποννήσου, να συνεχίζουν να γονατίζουν τη φτωχολογιά στους φόρους και να ελέγξουν την πολιτική ζωή του τόπου. Κάτι τέτοιο όμως δεν το ήθελε ο εξεγερμένος λαός που στήριξε τους οπλαρχηγούς.

Στη Ζαράκοβα, λοιπόν, οργανώθηκε συνωμοσία των στρατιωτικών κατά των προκρίτων την οποία την απέτρεψε ο Κολοκοτρώνης. Ο Υψηλάντης, από πλευράς των αστών και λογίων, ταλαντεύτηκε και τελικά υποχώρησε στην κοτζαμπάσικη εξουσία. Τα σπέρματα, επομένως, των εμφυλίων που ακολούθησαν το 1821, είναι φανερό ότι προϋπήρχαν και είχαν τη φύτρα τους (χωρίς, βέβαια, καθαρές συνεργασίες εκείνη την εποχή) στην ταξική αντίθεση μεταξύ ενός ξυπόλητου και γυμνού λαού και των κοτζαμπάσηδων αφεντάδων του. Ή μήπως όχι; Αποδείχτηκαν, μήπως, πλαστά τα ντοκουμέντα της εποχής;

Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από έναν ακόμη απόγονο αγωνιστών του 1821, από τον Κωστή Παλαμά και τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»5, έργο δημοσιευμένο στα 1907:

«Κι ηύρα στα θρακιώτικα βουνά

κι ηύρα στις κορφές της Ήπειρος

κι έθρεψα την πείνα µου τη λάµια

κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,

και κυλούσε απ’ τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς

µε τα φουσκωτά ποτάµια.

Δεν τα ξέρει τα βιβλία, και είν’ ακράταγος

και τ’ αγάλµατα δεν έχει των Πολύθεων,

στα ταµπούρια τα ‘χει τα σκολειά,

κι έχει γνώµη, κι έχει δύναµη, και θέλει·

τα λεβέντικα τραγούδια του τα ζει,

κι ο ίδιος είναι σαν αγάλµατα θεϊκά.

Και τους τρέµουνε των κάµπων οι κιοτήδες,

και µε ονόµατα τους κράζουν πονηρά

κλέφτες και απελάτες και προδότες,

τους µισούν οι βασιλιάδες, κι όλ’ οι τύραννοι,

κι είναι, µέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,

κι είναι, µες στους κοιµισµένους, οι στρατιώτες

(…)

‘Οτι πολεµάτε για ν’ αδράξετε

 µ’ ενός άδειου λόγου ορµή,

το ζητάνε αυτοί µε τ’ άρµατα στα χέρια,

και δε σκύβουνε γυρτούς βωµούς να ορθώσουν».

***

1. Το 1821 και η Αλήθεια, Γιάννης Σκαρίμπας, εκδόσεις Κάκτος, 1995.

2. Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, εκδόσεις Μέρμηγκας.

3. Πρωτόγονη Επανάσταση, Αρματολοί και Κλέφτες (18ος- 19ος αιώνας), Σπύρος Ι. Ασδραχάς, εκδόσεις ΕΑΠ.

4. Μορφές του 21, ιστορικές μονογραφίες, Γιώργος Λαμπρινός, εκδόσεις Καστανιώτης.

5. Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Κωστής Παλαμάς, εκδόσεις Μάλλιαρης.