Έξι μόλις μέρες μετά την 7η Οκτώβρη του 2023 της Παλαιστίνης, δημοσιεύτηκε στο resumen latinoamericano δήλωση του Έκτορ Γιαϊτούλ μέσα από τις φυλακές της Χιλής.

Ο Έκτορ Γιαϊτούλ (Héctor Javier Llaitul Carrillanca) υπήρξε ιδρυτής από το 1998 της CAM Coordinadora Arauco-Malleco (CAM) και από τότε ηγετικό στέλεχος της πιο μαχητικής ένοπλης οργάνωσης των Μαπούτσε της Χιλής. Η ζωή του είναι η ίδια η ιστορία της χιλιανής αντίστασης και της υπεράσπισης του λαού των Μαπούτσε μέσα σε αυτήν: στα χρόνια της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ, 1973-1990, φυλακίστηκε και υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Από το 1973 ο Έκτορ Γιαϊτούλ συμμετείχε στην ένοπλη επαναστατική MIR (Movimiento de Izquierda Revolucionaria) και από τη δεκαετία του 1980 στην ένοπλη αντιδικτατορική οργάνωση του Frente Patriotico Manuel Rodriguez (FPMR).

Οι διώξεις, όμως, οι φυλακές και οι συλλήψεις δεν σταμάτησαν μέχρι σήμερα. Με διάφορες αφορμές το καθεστώς της Χιλής τον έστελνε φυλακή, όπως και πολλά άλλα μέλη της οργάνωσης. Η αιτία ήταν ο ανυποχώρητος αγώνας τους για την υπεράσπιση και απελευθέρωση των προγονικών εδαφών- της Wallmapu- από τα σύγχρονα αρπακτικά του ντόπιου και κυρίως του ξένου κεφαλαίου, των μονοπωλιακών εκείνων εταιρειών που με την συνεργασία των χιλιανών κυβερνήσεων εκδίωξαν βίαια τους Μαπούτσε από τη γη τους και μετέτρεψαν τα εδάφη τους σε φτηνή λεία για την κερδοφορία τους.

Τον Αύγουστο του 2022 η χιλιανή αστυνομία συλλαμβάνει για άλλη μια φορά τον Έκτορ Γιαϊτούλ: η κατηγορία είναι η συμμετοχή του σε μια σειρά εμπρηστικών επιθέσεων σε εταιρείες υλοτομίας.

Η πολλά υποσχόμενη -και για τα δικαιώματα των Μαπούτσε- σοσιαλδημοκρατία του Γκαμπριέλ Μπόριτς, από την πρώτη στιγμή της εκλογής της φρόντισε να ταχθεί με τα συμφέροντα των πολυεθνικών: έδωσε εντολή να εφαρμοστεί συνταγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις περιοχές Μπίο Μπίο και στην Αραουκανία και έστειλε τον στρατό για να καταστείλει την αντίσταση που σε αυτά τα μέρη μετράει δεκαετίες.

Βάση των διώξεων και της καταστολής των χιλιανών κυβερνήσεων είναι ότι οι Μαπούτσε καταστρέφουν αλλά και κλέβουν από τις εταιρείες υλοτομίας.  Η CAM απάντησε σε δημόσια ανακοίνωση της ότι η απόσπαση ξυλείας από τις εταιρείες υλοτομίας δεν είναι κλοπή αλλά ανάκτηση και επαναϊδιοποίηση πόρων στην προγονική τους επικράτεια.

Τον Μάιο του 2024 η χιλιανή αστική δικαιοσύνη καταδίκασε τον Έκτορ Γιαϊτούλ σε 23 χρόνια φυλακή για αδικήματα βίαιου σφετερισμού περιουσίας, απλής κλοπής και επίθεσης κατά της αρχής, σύμφωνα με το Νόμο για την Κρατική Ασφάλεια. Η δήλωση του φυλακισμένου ηγέτη της CAM αξίζει να μελετηθεί τόσο για την ανάλυση που κάνει για την αναβάθμιση του νομικού οπλοστασίου του Χιλιανού Κράτους ενάντια στους Μαπούτσε και τον αγώνα τους όσο και για τον συσχετισμό του οπλοστασίου αυτού με το αντίστοιχο σιωναζιστικό που έχει εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες ενάντια στον Παλαιστινιακό λαό και την Αντίστασή του. Αποτελεί ταυτόχρονα ένα ηχηρό μήνυμα διεθνισμού από την πλευρά ενός λαού, των Μαπούτσε της Χιλής, που αγωνίζεται γενιά τη γενιά, με όλα τα μέσα, για την αξιοπρέπειά του και την απελευθέρωσή του.

Η σημαία των Μαπούτσε της Χιλής δεν έχει πάψει να κυματίζει τους δρόμους, στα οδοφράγματα και στην ύπαιθρο της χώρας

Έθνος Μαπούτσε. Μήνυμα του Έκτορ Γιαϊτούλ από την φυλακή:

«Wallmapu και Παλαιστίνη. Κατοχή και εκποίηση».

Ξημερώνοντας η 12 Οκτώβρη, είναι απαραίτητη η τοποθέτηση για το τι συμβαίνει στο ιστορικό Wallmapu.

Μια από τις ηχηρές εξαγγελίες αυτής της κυβέρνησης, της θεσμικής Χιλής, είναι η δημόσια ασφάλεια. Και είναι σε αυτό το πλαίσιο που επιχειρείται να νομοθετήσει η Χιλή σε σχέση με τους «σφετερισμούς» και την «αυτοπροστασία», με σκοπό να αποτρέψουν και να προστατεύσουν την τάξη των πολιτικών και επιχειρηματιών από τις επιπτώσεις στα συμφέροντά της μιας από τις κύριες ενέργειες που έχει προωθήσει το αυτονομιστικό κίνημα Μαπούτσε: τις ανακαταλήψεις γης.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία είναι μέρος της σύγκρουσης μεταξύ του Χιλιανού Κράτους και του λαού των Μαπούτσε, πράγμα που σημαίνει, στην πραγματικότητα, τη συνεχή αποτυχία του κράτους να προσπαθεί να μετατρέψει τα ιστορικά αιτήματα των κοινοτήτων του αγώνα σε θεσμικά ψίχουλα. Σε αντίθεση με ό,τι περίμενε το κράτος, ισχυρές και βαθιές πολιτικές διεργασίες έχουν φωλιάσει σε αυτή τη σύγκρουση, η οποία δημιούργησε και ενίσχυσε το Αυτονομιστικό Κίνημα των Μαπούτσε, ένα ζήτημα που τρομάζει τη φασιστική δεξιά και τον ψευτοαριστερισμό της Χιλής, που βλέπουν τις εδαφικές ανακτήσεις ως απειλή για τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προσπαθούν να εφαρμόσουν αυτούς τους νόμους, ουσιαστικά, για να σταματήσουν τις ενέργειες του λαού των Μαπούτσε που πολιορκούν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην προγονική μας επικράτεια.

Αυτοί που πλήττονται από τα μέτρα αυτά, όπως πάντα, είναι οι φτωχοί της επαρχίας και της πόλης. Ουσιαστικά μιλάμε για οικογένειες, για κοινότητες που διεκδικούν τα εδάφη τους που χάθηκαν από την αποικιακή κατοχή της Χιλής, καθώς και για φτωχοποιημένες οικογένειες  στο περιθώριο των πόλεων που αναζητούν χώρους για να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους, όπως έκαναν ιστορικά. Μιλάμε για οικογένειες Μαπούτσε και μη Μαπούτσε. Η νομοθετική πρωτοβουλία ταξινομεί ολόκληρο αυτό το σύνολο πρακτικών ως «σφετερισμό», αγνοώντας την ποικιλομορφία των αναγκών που υπάρχουν εκεί, καθώς και τις συνέπειες της πολιτικής πόλωσης που επιφυλάσσει.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να πούμε έξω από τα δόντια ότι αυτός ο νόμος σχεδιάστηκε ιδεολογικά για πολιτικούς σκοπούς, προκειμένου να επηρεάσει το αυτονομιστικό κίνημα των Μαπούτσε, το οποίο, με όλες τις μορφές αγώνα, κατάφερε να ανακτήσει περίπου 200.000 εκτάρια από το σύστημα σφετερισμού της γης που περιήλθε στα χέρια της βιομηχανίας υλοτομίας και άλλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, οι ενέργειες του αυτονομιστικού κινήματος των Μαπούτσε ήταν επιτυχείς στο να δημιουργήσουν διαδικασίες εδαφικού ελέγχου που αποκαθιστούν τους γεωγραφικούς χώρους ώστε να ανοικοδομηθεί ο κόσμος Μαπούτσε, αφού αυτά τα εδάφη όχι μόνο δεν βρίσκονται πλέον στα χέρια των μεγάλων εταιρειών ξυλείας, αλλά έχουν υποστεί βαθιές μεταμορφώσεις και αλλαγές προς όφελος του κόσμου Μαπούτσε, θέτοντας τέρμα στις εξορυκτικές πολιτικές και τη λεηλασία της φύσης.

Για τους παραπάνω λόγους πρέπει να καταγγείλουμε ότι αυτό που επιδιώκει ο νόμος των σφετερισμών είναι  ο εξαναγκασμός σε διαγραφή της ιστορίας της γης και της καταγωγής του λαού των Μαπούτσε, κάτι που μας φέρνει πίσω στις διδασκαλίες των προγόνων μας για να επιβεβαιώσουμε ξανά κάτι πολύ βασικό και θεμελιώδες για όλους τους Μαπούτσε: λεηλάτησαν τη γη μας και σφετερίστηκαν τα προγονικά μας εδάφη. Από εμάς έκλεψαν και μας στέρησαν ό,τι μας ανήκε.

Σήμερα, με τον νόμο για το σφετερισμό, αυτό που επιδιώκεται είναι να αλλάξει η ιστορία για την καταγωγή και το δικαίωμα στα προγονικά μας εδάφη. Θέλουν να εγκαταστήσουν μια μετα-αλήθεια με τη βία, χρησιμοποιώντας διάφορα νομικά εργαλεία που συνηθίζει να χρησιμοποιεί προς όφελός της η πολιτική και οικονομική κυρίαρχη τάξη.

Είναι με αυτή την έννοια που η πολιτική ελίτ, η ολιγαρχία, αναβιώνει το νομικό σχήμα της «αυτοπροστασίας» ή της «προνομιακής άμυνας» ως δικαίωμα. Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός οδηγεί τελικά στην «μισθοφοροποίηση» της σύγκρουσης, συγκαλύπτοντας αυτές τις επιπτώσεις με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εισβολή παραστρατιωτικών συμμοριών ως ιδιωτικό εργαλείο εκφοβισμού.

Από αυτή την άποψη, μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι η παραστρατιωτικοποίηση ενάντια στα κινήματα του αγώνα ή της κοινωνικής διαμαρτυρίας είναι ένα μοντέλο που θέλει να ακολουθήσει η ακροδεξιά στη Χιλή για να αντιμετωπίσει το ζήτημα Μαπούτσε με μια απολύτως αντιεξεγερτική στόχευση, ακολουθώντας τις παραμέτρους του δόγματος Εθνικής Ασφάλειας που προκάλεσε τόση φρίκη μετά το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973.

Αντιμέτωποι με τις επίσημες προθέσεις στο πλαίσιο της τρέχουσας νεοφασιστικής επίθεσης, πρέπει να κατανοήσουμε τον νόμο για τους σφετερισμούς σε όλο του το εύρος, επειδή σχετίζεται με άλλους νόμους, όπως ο νόμος Nain Retamal, που είναι ένα είδος προληπτικής αμνηστίας για αστυνομικούς και στρατιωτικούς για πράξεις καταστολής που ασκούνται κατά της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Κατά τη γνώμη μας, είναι ένα είδος «άδειας ελευθέρας» στην υπερβολική καταστολή όλων των διαδηλώσεων, χωρίς διακρίσεις. Στην πραγματικότητα, σημαίνει πράσινο φως από την Πολιτεία για την καταστολή κάθε κοινωνικού κινήματος διαμαρτυρίας.

Επομένως, αντιμετωπίζουμε μια μορφή νομοθεσίας που δείχνει προς την κατεύθυνση της δόμησης ενός αστυνομικού κράτους και που στο Wallmapu συνεπάγεται μια de facto διαδικασία κατοχής, με πολιτικοστρατιωτικά και ιδιωτικά-επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και με σκοπό την κυριαρχία και την καταπίεση πάνω στο λαό μας.

Σε αυτά συνοψίζεται η δημιουργία ενός ιδεολογικού μηχανισμού, της κατασκευής ενός μόνιμου ψέματος του οποίου η υπερίσχυση μπορεί να δικαιολογήσει ενέργειες αστυνομικής καταστολής χωρίς την απαιτούμενη καταγγελία από τον «σημερινό ιδιοκτήτη» του ακινήτου, οι οποίες δεν θα υπόκεινται σε κανέναν δικαστικό έλεγχο. Ξεκάθαρα πρόκειται για έναν παραλογισμό καθώς ούτε η αστυνομία ούτε ο στρατός έχουν τα τεχνικά προσόντα για να καθορίσουν εάν μια κατάληψη είναι πράγματι σφετερισμός ή όχι.

Μόνο μία είναι η εξήγηση για όλο αυτό: τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, όπως συμβαίνει στην περιοχή των προγονικών εδαφών Μαπούτσε με τις εταιρείες υλοτομίας, αλλά και με τις μεγάλες κτηματομεσιτικές εταιρείες στις πόλεις που σκοπός τους είναι να προστατεύσουν, πάση θυσία, την οικονομική κερδοσκοπία και το ξεπούλημα της αστικής γης, ευνοώντας τους ισχυρούς.

Προς το παρόν, μέρος του νόμου έχει υποβληθεί σε «προεδρικό βέτο», επειδή η κυβέρνηση του Μπόριτς δεν μπορεί να φανεί τόσο υποταγμένη στην ολιγαρχία, αλλά το πεδίο εφαρμογής αυτού του καταραμένου νόμου δεν έχει ακόμη καθοριστεί με σαφήνεια από το κοινοβούλιο της Χιλής. Αυτό συμβαίνει γιατί, για την  τάξη που βρίσκεται στην εξουσία, η νομική δημιουργία της «προνομιακής αυτοάμυνας» σημαίνει, στην πραγματικότητα, νομιμοποίηση της εξωτερικής ανάθεσης της καταστολής. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ο νόμος αυτός επιτρέπει τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, νομοθετώντας συμπεριφορές που δεν περιγράφονται με σαφήνεια.

Τελικά, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την οριστική εγκατάσταση ενός στρατιωτικού κατοχικού καθεστώτος στο Wallmapu, καθώς πρόκειται για νόμους που έχουν ως αναφορά και πρότυπο τους νόμους του Ποινικού Δικαίου που εφάρμοσε το Σιωνιστικό Κράτος του Ισραήλ, ένα κράτος που, βασισμένο στην Κατοχή, βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με συνεχείς πράξεις γενοκτονίας του Σιωνισμού ενάντια στην αξιοπρεπή αντίσταση του ηρωικού Παλαιστινιακού λαού.

 Αυτό είναι το πρότυπο ενός αυταρχικού κράτους, ενός κατοχικού καθεστώτος που επιβάλλει μέτρα απαρτχάιντ, αυτό ακριβώς που θέλουν να οικοδομήσουν στη Χιλή εναντίον του λαού ή των οργανώσεών μας και το θεωρούμε, επομένως, ως μια ακόμη πράξη κήρυξης πολέμου στην οποία υποβαλλόμαστε από το Χιλιανό Κράτος. Η φασιστική δεξιά και οι προοδευτικοί σύμμαχοί της επιβάλλουν σταδιακά κανόνες και νόμους που στοχεύουν να νομιμοποιήσουν την ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας των Μαπούτσε και την de facto εγκατάσταση ενός στρατιωτικού καθεστώτος κατοχής στο ιστορικό μας Wallmapu.

Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι η νομιμοποίηση των παραστρατιωτικών ομάδων είχε καταστροφικές συνέπειες για άλλες κοινωνίες, όπως έχει αποδειχθεί στην Κεντρική Αμερική και την Κολομβία, καθώς και στην Ασία και την Αφρική, όπου η συγκρότηση αυτών των ομάδων, πέρα ​​από το να βοηθήσει στον τερματισμό των συγκρούσεων, σήμαινε την εντατικοποίηση των στρατιωτικών ενεργειών που στοχοποιούν και σκοτώνουν τους φτωχούς, τους αγρότες και τους ιθαγενείς. Χιλιάδες αγρότες και αυτόχθονες άνθρωποι έχουν πεθάνει κάτω από αυτό το είδος ιδιωτικής καταστολής, κάτω από αυτό το πρόσχημα της «ασφάλειας».

Τέλος, πρέπει να πούμε ότι ο νόμος του σφετερισμού και οι κανονισμοί του έχουν όνομα και επίθετο και πρέπει να ληφθούν υπόψη σε όλα τα επίπεδα και να καταγγελθούν διεθνώς ως μέτρο ρατσιστικού χαρακτήρα, που αντιπροσωπεύει και απεικονίζει ξεκάθαρα το Χιλιανό Κράτος ως κράτος καπιταλιστικού και αποικιακού τύπου. Και με αυτή την έννοια πρέπει να καταλάβουμε γιατί αυτή η κυβέρνηση επέτρεψε την πλήρη στρατιωτικοποίηση, που αντικατοπτρίζεται σε μια de facto στρατιωτική κατοχή, όχι μόνο αναφερόμενη στη μόνιμη κατάσταση έκτακτου ανάγκης, που σήμαινε την ανάπτυξη του στρατού σε όλο το Wallmapu, αλλά και σε όλες τις ρατσιστικές ενέργειες και την πολιτική μισαλλοδοξία από τις τρέχουσες «αρχές» που ενίσχυσαν ανοιχτά την καταστολή και τη δίωξη του αυτονομιστικού κινήματος Μαπούτσε και της Αντίστασης.

Μπροστά στη ρατσιστική και αποικιακή κατοχή… ζήτω το δικαίωμα στην εξέγερση!!

Amulepe taiñ weichan!”*

* Μετάφραση από prolet connect

“κι αφού μπήκανε οι στερνοί νεκροί
μες στο φέρετρο με λιτανείες,
σ’ εκκλησιές χτισμένες με αίμα,
έφτασε και στον κόσμο των ποταμιών ο Νόμος
και ήρθε και ο έμπορος με το τσαντικό του.”
Canto General,
“Η Αποικία σκεπάζει τα χώματά μας” Πάμπλο Νερούδα