Ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τοποθετήθηκε για πρώτη φορά δημόσια μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 στο συνέδριο της Καθημερινής. Αφήνουμε κατά μέρος τις γενικολογίες του περί Μεταπολίτευσης -αν και είναι πολύ ενδιαφέρουσα από μέρους του η αναγνώριση του έργου όχι μόνο του Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή(!)- και περνάμε στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας.

Λέει, λοιπόν για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015:                                          

«Διαχειριστήκαμε ενοχικά τη μεγάλη μας επιτυχία, που ήταν αυτό που κατακρίθηκε ως “κωλοτούμπα”, ενώ επρόκειτο για την επιτυχία να μείνει η χώρα στην Ευρωζώνη».

«Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου η πιθανότητα να διαπραγματευτώ την παρουσία της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ευρώ».

«Άλλωστε, το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν ήταν παραμονή ή έξοδος από το ευρώ, αλλά αν αποδεχόμαστε αυτή τη συμφωνία που πρότειναν οι εταίροι της χώρας εκείνη τη χρονική στιγμή».

Εδώ πρέπει να πούμε ότι έχει απόλυτο δίκιο ο Τσίπρας. Αυτό ήταν το ερώτημα του δημοψηφίσματος˙ και για όποια πολιτική οργάνωση ή συλλογικότητα είχε διαβάσει το περιεχόμενό του -αλλά και την σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαχείρισης της κρίσης προς το όφελος του ντόπιου και του ξένου κεφαλαίου- αυτό ήταν ξεκάθαρο.

Προκύπτει, λοιπόν, για άλλη μια φορά το κρίσιμο ερώτημα: γιατί οργανώσεις, συλλογικότητες και άτομα διαστρέβλωσαν το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος και το μετέτρεψαν σε «Όχι στην ΕΕ» και «όχι στα μνημόνια»; Ποιος κέρδισε από αυτό, αν όχι η αριστερή υπαλληλία του κεφαλαίου και η «πρώτη φορά αριστερά» μαζί με τους «καμένους» συμμάχους της;

Η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από την αυτοκριτική όλων των παραπάνω. Ωστόσο, για το ρόλο που έπαιξε αυτό το ενθουσιώδες «Όχι» ο Τσίπρας είναι αποκαλυπτικός. Ο τελευταίος αναφέρει ότι αυτό που ήθελε η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ ήταν μια νέα δανειακή σύμβαση, στην οποία σκόνταφτε η Γερμανία και η Γαλλία. Το δημοψήφισμα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Τσίπρα, ήταν ένα εργαλείο «δραματοποίησης» της συζήτησης σε μεγάλο βαθμό για να ασκηθεί πίεση.

Ο λαός, λοιπόν, ο τσακισμένος από την οργανωμένη ιμπεριαλιστική καταλήστευση, βροντοφώναζε τα «όχι» και τα «ναι» σαν ένα μπουλούκι που θα ανέβαζε τις συμμετοχές του σκηνοθέτη στο διεθνές στερέωμα. Ή έβαζε like ή dislike σε έναν influencer χωρίς να έχει ασχοληθεί με το περιεχόμενο του βίντεό του. Εκ του αποτελέσματος το κόλπο- κωλοτούμπα, τρικ ή τρικλοποδιά- πέτυχε. Και μη ξεχνάμε το βασικότερο που αφορά τον κινηματικό χώρο: το δημοψήφισμα αντί να βρει τοίχο από το ανταγωνιστικό κίνημα όπως διαμορφωνόταν τα χρόνια των συγκρούσεων και των ρήξεων στους δρόμους και στους χώρους δουλειάς, το διέσπασε και το έριξε σε ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια.

Όπως, όμως, μας πληροφορεί ο πρώην πρωθυπουργός η πρόθεση ήταν καλή.

«Από τον Σεπτέμβρη του 2015 έως τον Μάη του 2018 καταφέραμε η χώρα να έχει μια καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, κάτι το οποίο δεν μπόρεσαν να καταφέρουν τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις Γιώργου Παπανδρέου, Λουκά Παπαδήμου και Αντώνη Σαμαρά».

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι το αφήγημα για «έξοδο από τα μνημόνια» -και μάλιστα καθαρή- το χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις, ενώ παράλληλα σιγοντάρεται από τους ιμπεριαλιστές πάτρωνες της ΕΕ.

Πρόκειται σίγουρα για ένα αγνό δείγμα από πλευράς των αστικών επιτελείων για την άποψη που έχουνε για τον λαό της χώρας ότι η μόνη τροφή που του αξίζει είναι το κουτόχορτο: ότι μπορεί ο τελευταίος να δεινοπαθεί κάθε μέρα, για να βγάλει ίσα- ίσα την επιβίωσή του αλλά είναι εύκολο θύμα μιας προπαγάνδας που υπόσχεται ένα ασφαλές παρόν και ένα φωτεινό μέλλον.

Νομίζουμε ότι ξέρει πολύ καλά ο κόσμος της δουλειάς ότι η έξοδος είναι κούφια λόγια. Γνωρίζει πολύ καλά ότι μπορεί να μην υπογράφτηκαν νέες δανειακές συμβάσεις -με το αζημίωτο σε γη και ύδωρ για τους δανειστές- αλλά τα μνημονιακά μέτρα δεν καταργήθηκαν. Γνωρίζει επίσης ότι το χρέος για τους ιμπεριαλιστές παραμένει «εξαιρετικά μη βιώσιμο», ότι η πορεία του ως προς το ΑΕΠ της χώρας είναι ανοδική. Όπως επίσης γνωρίζει ότι η επιτήρηση συνεχίζεται αλλά και ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που μέχρι το 2060 πρέπει να είναι στο 2% αφαιρούνται από το ΑΕΠ της χώρας. Είναι, με άλλα λόγια, ο συλλογικός πλούτος που ξεζουμίζεται και αποδίδεται στο ξένο κεφάλαιο. Και, αν μη τι άλλο, διαισθάνεται ότι με την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας, με τα θερμά ή ψυχρά μέτωπα πολέμου, με τη σύγκρουση, στρατιωτική ή οικονομική των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, η χώρα μας και οι ζωές μας παραμένουν διπλά και τριπλά δέσμιες.

Αυτό που δε συνοδεύει την παραπάνω γνώση είναι ο τρόπος να απεγκλωβιστεί από την αριστεροδεξιά διαχείριση που βλέπει ως μονόδρομο λόγω έλλειψης αντίπαλου αντικαπιταλιστικού/ αντιιμπεριαλιστικού μετώπου. Το τελευταίο είναι μόνο αυτό που μπορεί να απεγκλωβίσει την χώρα από τη μέγγενη των δανείων και της εξάρτησης και να την κάνει να σταθεί στα πόδια της με βάση την παραγωγή της για την πραγματική λαϊκή ευμάρεια.

Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και η δουλειά που πρέπει να γίνει.