
Κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Σόκολη το βιβλίο του Ραΐντ Σαμπάχ, Ο θάνατος είναι δώρο, Η ιστορία ενός επίδοξου Παλαιστίνιου αυτόχειρα (2004). Ο τίτλος δεν προδιαθέτει απαραίτητα πολύ θετικά τον αναγνώστη – μάλλον θα λέγαμε ότι παραπέμπει σε μια προκατάληψη απέναντι στους «καμικάζι» Παλαιστίνιους, ότι είναι μερικοί θεοκρατικοί άνθρωποι που «διαγωνίζονται» ποιος θα πρωτοανατιναχτεί από φανατισμό. Κι όμως. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο.
Ο συγγραφέας-επιμελητής του βιβλίου Ρ. Σαμπάχ είναι δημοσιογράφος που κατάγεται απ’ τη Τζενίν και ζει στη Γερμανία. Επέστρεψε στη Τζενίν κατά τη διάρκεια της 2ης Ιντιφάντα για να επισκεφθεί τους συγγενείς του και εκεί, μέσα στη φωτιά των γεγονότων, έρχεται σ’ επαφή με μαχητές της Αντίστασης και αποφασίζει να πάρει συνέντευξη από έναν από αυτούς, ο οποίος επρόκειτο να συμμετάσχει σε βομβιστική επιχείρηση αυτοκτονίας. Ο Σαμπάχ θα λέγαμε ότι είναι ίσως και προκατειλημμένος απέναντι στο τι θα αντικρύσει, έχοντας τις δικές του απόψεις περί της βίας κι απ’ τις δυο πλευρές κλπ. στα Κατεχόμενα –στα οποία δεν έζησε ποτέ–. Μέσα απ’ το βιβλίο όμως διαφαίνεται η αλλαγή στη σκέψη του…
Το βιβλίο απαρτίζεται από 5 κεφάλαια: ένα για κάθε νύχτα συνέντευξης του Σαμπάχ στον Σαΐντ (το πραγματικό όνομα του οποίου δεν αναφέρεται ποτέ), από Τετάρτη έως Κυριακή. Ο Σαΐντ είναι ένας 29χρονος νέος που ζει στη Τζενίν. Όταν ήταν 9 χρονών, το 1981, οι έποικοι έδιωξαν αυτόν και την οικογένειά του από τη γη τους κι έκτοτε ζουν στον καταυλισμό. Αργότερα, οι Ισραηλινοί συνέλαβαν τον πατέρα του και τον κακοποίησαν σχεδόν μέχρι θανάτου. Όταν ο Σαΐντ ήταν 16 χρονών, ελεύθερος σκοπευτής σκότωσε τη μητέρα του. Αργότερα μπήκε και ο ίδιος φυλακή για 4 χρόνια.
Βγήκε από τη φυλακή σε μια ζωή φυλακισμένου. Ο Σαΐντ είναι ένα από τα εκατοντάδες Παλαιστίνια παιδιά στη Δυτική Όχθη που δεν έχουν καμία διέξοδο εκτός των καταυλισμών. Δεν μπορεί να δουλέψει. Δεν μπορεί να σπουδάσει. Δεν μπορεί να παντρευτεί. Τα πιο απλά πράγματα που θέλει να κάνει ένας άνθρωπος και που απαιτούνται για την επιβίωσή του. Ο Σαΐντ δεν είναι καν ιδιαίτερα θρησκευόμενος. Δεν ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Δεν ασχολείται με την πολιτική. Τον ενδιαφέρει απλά να ζήσει. Και όταν αυτό δεν γίνεται, στρέφεται στην αντίσταση.
Ο Σαΐντ ξεκινάει την αφήγησή του με μια αναδρομή στα παιδικά του χρόνια, στο ειρηνικό περιβάλλον του χωριού του, πριν το αγγίξει η ισραηλινή κατοχή, και στη βίαιη εκδίωξη της οικογένειάς του απ’ τους εποίκους· έπειτα στην προσαρμογή του στη νέα του ζωή ως μαθητής στη Τζενίν· οι φιλίες με τα παιδιά του καταυλισμού, οι παρενοχλήσεις του στρατού, οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί· το θράσος των κατοχικών στρατιωτών, οι ταπεινώσεις, ο εξευτελισμός που προκαλούσαν κάθε μέρα στους Παλαιστίνιους· η Πρώτη Ιντιφάντα· ο θάνατος της μητέρας του· η δολοφονία του αχώριστου φίλου του από τα βασανιστήρια των στρατιωτών· η αναίτια σύλληψη του ίδιου του Σαΐντ και τα βασανιστήρια· έπειτα η ανεργία, η δυσκολία να ταξιδέψει σε άλλες πόλεις σε αναζήτηση εργασίας, χωρίς άδεια, μέσα στην ίδια του τη χώρα…, οι άθλιες συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης τους Παλαιστίνιους χωρίς χαρτιά· κι ύστερα, τραυματισμός από πυρά, ξανά ανεργία, και η Δεύτερη Ιντιφάντα· ο πρώτος μάρτυρας φίλος του… Και ξανά οργή.
Οργή της νεολαίας για μια ζωή άδικη, οργή της νεολαίας για μια ζωή που οι στρατιώτες μπορούν να σε σκοτώσουν στο ξύλο χωρίς να λογοδοτήσουν πουθενά, οργή για μια γενιά που αν πετάει πέτρες μπορεί να βρεθεί στη φυλακή ισόβια. Οι πρώτοι μάρτυρες, οι πρώτοι βομβιστές, νεαρά παιδιά των καταυλισμών που η κατοχή τους έπνιγε μέρα με τη μέρα – ασφυξία μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. Για πρώτη φορά ο πατέρας του Σαΐντ, αυτός που έδινε πάντα κουράγιο σε όλους, του είπε: «Ξέρεις, γιε μου, ο θάνατος είναι προτιμότερος απ’ το να συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούμε σήμερα».
Κι εκεί πλέον ο Σαΐντ αποφασίζει να ενταχθεί στην Ισλαμική Τζιχάντ, να ενεργήσει ενάντια σ’ αυτή τη βαρβαρότητα. Μάχεται, αντιστέκεται μαζί με τους συντρόφους του προς υπεράσπιση του καταυλισμού τους από έναν εχθρό πάνοπλο. Μάχεται έτοιμος να θυσιάσει την πολύτιμη νιότη του για την απελευθέρωση της πατρίδας του.
Η καταπίεση της κατοχής είναι μονόδρομος. Όταν ως τρίτοι σκεφτόμαστε πως μπορεί ένας νέος άνθρωπος να ζωστεί με εκρηκτικά και να τελειώσει τη ζωή του –αυτή την τόσο πολύτιμη ζωή στις «πολιτισμένες» χώρες της Δύσης, που τη διαφυλάττουμε, ορθώς, ως κόρη οφθαλμού– δεν έχουμε παρά να σταθούμε και να κοιτάξουμε, μέσα από όλες τις πηγές, τη βιαιότητα της σιωνιστικής κατοχής που συνεχίζεται εδώ και 77 χρόνια. Μόνο έτσι θα κατανοήσουμε γιατί νέοι άνθρωποι ρίχνονται στον αγώνα με όλα τα μέσα. Γιατί θεωρούν ότι ο θάνατος είναι δώρο…
«ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΑΪΝΤ
Η μοίρα μού χτυπά την πόρτα. Ξανά και ξανά. Όλο και πιο δυνατά. Και κάποτε πια θα διαβεί αυτή την πόρτα. Αν το θέλει ο Αλλάχ, αυτή θα είναι η τελευταία μου νύχτα. Δεν έχω πολλά να σας πω. Μόνο λίγα λόγια. Ακούστε τα. Ακούστε τα κι εσείς, εσείς που κάθεστε στα υπουργεία αυτού του κόσμου και με τα γραφόμενά σας αποφασίζετε για τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων. Εσείς, εσείς που με κάθε μορφή βίας προσπαθείτε να κάνετε δικά σας αυτά που δε σας ανήκουν και αυτά που ποτέ δεν πρόκειται να γίνουν δικά σας. Εσείς, εσείς που προφασίζεστε ότι ενεργείτε στο όνομα της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.
Πιστεύετε ότι είμαστε τρομοκράτες, άνθρωποι που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να παρασύρουν στο θάνατο άλλους – αθώες γυναίκες, άντρες και παιδιά. Πιστεύετε ότι είμαστε νέοι άντρες τόσο φανατικοί, που τινάζουμε στον αέρα τον εαυτό μας και τους ομοίους μας στ’ όνομα της θρησκείας μας με μερικά κιλά ΤΝΤ, είτε μέσα σ’ ένα λεωφορείο, είτε σ’ ένα αεροπλάνο, είτε σ’ ένα εστιατόριο, είτε στο δρόμο. Και πιστεύετε ότι το θέαμα των κατακρεουργημένων κορμιών, της ποτισμένης με αίμα ασφάλτου και των μανάδων και των παιδιών που κλαίνε μας χαροποιεί κι ότι ίσως το ίδιο κι ακόμα περισσότερο μας χαροποιεί να βυθίζουμε στο φόβο και στον τρόμο ένα ολόκληρο έθνος.
Απατάσθε, γιατί ο φανατισμός κι ο τρόμος έχουν τις ρίζες τους στη δική σας επιδίωξη να επιβληθείτε στον κόσμο. Αδιάκοπα στέλνετε τις μπουλντόζες της δημοκρατίας και τους υποσχόμενους ελευθερία οδοστρωτήρες σας να συντρίψουν τα πάντα στο πέρασμά τους – σε μερικές περιοχές μάλιστα σπέρνετε την καταστροφή και το θάνατο με χειροβομβίδες και θανατηφόρες ρουκέτες. Αδιάκοπα μαίνεστε, καταστρέφετε όλα όσα για μας είναι ιερά, όλα όσα έχουν δημιουργήσει οι προπαππούδες μας, οι πατεράδες μας κι εμείς, όλα όσα ονομάζουμε πολιτισμό και θρησκεία – τα επιτεύγματα ιστορίας μας που κουβαλάμε μέσα μας, όπως μια μητέρα κουβαλάει το παιδί της, μέχρι που μια μέρα αντικρίζει το φως του κόσμου· ενός κόσμου που δε θα μπορούσε να είναι πιο φρικαλέος, αφού έχει καπηλευτεί τη γη κάτω από τα πόδια των ακόμη αγέννητων παιδιών του. Και όλα στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας και της ελευθερίας. Δεν πρόκειται όμως για τη δική μας, αλλά για τη δική σας ελευθερία!
Θρηνούμε για τους νεκρούς στα εστιατόρια, στις ντίσκο, στα λεωφορεία και για εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στους δρόμους. Όμως ποιος από εσάς θρηνεί για τους δικούς μας νεκρούς; Λησμονήθηκαν; Η ζωή τους είχε τόσο μικρότερη αξία από των δικών σας; Αυτό είναι το πνεύμα των δημοκρατιών σας, των συνταγμάτων σας, των νόμων σας, των δικαστηρίων σας; Κανένας δε δίνει σημασία σ’ αυτές τις θλιμμένες ψυχές. Δεν τους δείχνετε καμία αλληλεγγύη. Το δίκαιο βρίσκεται πάντα στο πλευρό αυτών που ούτως ή άλλως το έχουν ήδη, αυτών που πιστεύουν ότι είναι πιο ισχυροί.
Δε θέλουμε ούτε τη γεμάτη υποκρισία συμπόνια σας, ούτε τη γεμάτη αυταρέσκεια αλληλεγγύη σας. Αυτό που θέλουμε είναι να μας παραχωρήσετε το δικαίωμά μας, χωρίς “μα και μου”. Το δικαίωμά μας στη γη και στο έδαφός μας, το δικαίωμά μας στο δικό μας πολιτισμό και στη δική μας θρησκεία. Το δικαίωμά μας να ζούμε μια ζωή όπως εσείς· μια ζωή με ειρήνη, μια ζωή μέσα στα δικά μας σύνορα και με τα προβλήματα που θα έχουμε δημιουργήσει εμείς. Και γι’ αυτήν θα πολεμήσουμε, όποιο κι αν είναι το κόστος…»