Στα τέλη Σεπτέμβρη, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, έκανε δύο δηλώσεις πολύ ενδεικτικές για το τί γίνεται πίσω από τις κουρτίνες της αυλαίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρώτη δήλωση αφορά τις μαύρες σελίδες της παγκόσμιας οικονομίας:
«Αντιμετωπίσαμε τη χειρότερη πανδημία από τη δεκαετία του 1920, τη χειρότερη σύγκρουση στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1940 και το χειρότερο ενεργειακό σοκ από τη δεκαετία του 1970».
Δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε με την Λαγκάρντ, προσθέτοντας όμως δύο σχόλια στην ιστορική ντοπιολαλιά μας:
α) οι κοινωνικές-οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα μας και στις τρεις αυτές αναφορές είναι πολύ πιο καταστροφικές και με διάρκεια όχι τεσσάρων αλλά δεκαπέντε χρόνων, από το ξέσπασμα, δηλαδή, της παγκόσμιας κρίσης υπερπαραγωγής του 2008/2009 (βλ. πτώχευση, μνημόνια, υπερδανεισμός, φτωχοποίηση του έμψυχου και απαλλοτρίωση του υλικού πλούτου της χώρας)
β) αυτά στα οποία αναφέρεται η μαντάμ Λαγκάρντ, πανδημία- σύγκρουση- ενεργειακό σοκ, μιλώντας από το τιμόνι του γαλλικού ιμπεριαλισμού, βάζοντας τον τελευταίο στο ρόλο του θύματος, όπως έχουμε πολλές φορές αναλύσει σε άρθρα μας, δεν είναι παρά συνέπειες του θύτη, του ίδιου του ιμπεριαλιστικού συστήματος το οποίο και πιστά υπηρετεί.
Στη συνέχεια των δηλώσεών της, εκφράζει τη «στήριξή της στη συνένωση των τραπεζών της Ευρωζώνης». Πρέπει, λέει η Λαγκάρντ, να «δημιουργηθούν ισχυρότεροι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι, ικανοί να ανταγωνιστούν καλύτερα τους ξένους ανταγωνιστικούς κολοσσούς». Συνένωση, βεβαίως, εννοεί την εξαγορά. Και ποιοι είναι οι ανταγωνιστικοί κολοσσοί;
«Οι τράπεζες που μπορούν να ανταγωνιστούν στο βαθμό, στο βάθος και στο εύρος με άλλα ανάλογα ιδρύματα από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών και των κινεζικών τραπεζών, είναι κατά τη γνώμη μου επιθυμητές».
Έτσι, η πρόεδρος της ΕΚΤ αναδεικνύει μέσα σε λίγες γραμμές την αντίθεση-ανταγωνισμό των ευρωμονοπωλίων, γερμανικών και γαλλικών, με τα αμερικανικά και κινεζικά. Παράλληλα, στην πράξη, η Λαγκάρντ επικρίνει την άρνηση της Γερμανίας να επιτρέψει την πλήρη εξαγορά της μεγαλύτερης τράπεζάς της, της Commerzbank, από την ιταλική Unicredit. Εκφράζει, δηλαδή, την επιθετική γραμμή του γαλλικού ιμπεριαλισμού απέναντι στον γερμανικό, αναδεικνύοντας την αντίθεση των δύο εντός ΕΕ. Η Ένωση, για άλλη μια φορά αποδεικνύεται μια αρένα αρπακτικών που συγκρούονται αναμεταξύ τους για τη λεία και ταυτόχρονα μαζί εναντίον άλλων.
Τα γαλλικά, λοιπόν, μονοπώλια θέλουν να αποδυναμώσουν τα γερμανικά και ένας ακόμη τρόπος είναι να πιέσουν ώστε οι ιταλοί να πάρουν μεγαλύτερο φιλέτο (έχουνε το 21% από τον Σεπτέμβριο) από την Commerzbank. Η Γερμανική κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο, δεν θα παραδώσει, δηλαδή, η γερμανική αστική τάξη τον μεγάλο της όμιλο σε ξένο κεφάλαιο. Δεν θέλει αλλά και μπορεί να μην το επιτρέψει.
Το τελευταίο φαίνεται να μην καταλαβαίνει ή να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, τιμονιέρης στα οικονομικά, δηλαδή, της ντόπιας αστικής τάξης. «Δεν θα πρέπει οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις να αντιμετωπίζονται με πολιτικούς όρους», δήλωσε στους Financial Times. «Ανάγκη είναι να δημιουργηθούν πανευρωπαϊκοί πρωταθλητές στον κλάδο, με εκτόπισμα ικανό να ανταγωνιστούν τα αμερικανικά μεγαθήρια. Και ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να γίνουν συγχωνεύσεις στην Ευρώπη.»
Αυτό παθαίνει κάποιος όταν λόγω έλλειψης μαρξιστικής-λενινιστικής παιδείας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τις δυνατότητες μιας ιμπεριαλιστικής χώρας από μια εξαρτημένη όπως η δική μας. Βεβαίως, για τις τράπεζες της χώρας μας, τις συστημικές -όπως έχουνε χαρακτηριστεί οι πιο ισχυροί όμιλοι- οι συγχωνεύσεις, δηλαδή, η εξαγορά από ξένο κεφάλαιο, είναι μονόδρομος της αστικής τάξης, που η αλήθεια είναι ότι δεν διέπεται και από πολύ οικονομικό πατριωτισμό: Πρόσφατα ξεπουλήθηκε το 10% της Εθνικής Τράπεζας με απόφαση της κυβέρνησης. Την Eurobank την ελέγχει αμερικανικό κεφάλαιο, καθώς ο όμιλος Fairfax έχει το 33%. Την Alpha Bank την ελέγχει πλέον η ιταλική Unicredit (9,61%). Την Τράπεζα Πειραιώς την ελέγχει με το 18,62% ο τραμπικός αμερικανός Τζον Πόλσον, ένας δισεκατομμυριούχος που ακόμη και το Wikipedia δύσκολα μπορεί να περιγράψει ποια ακριβώς ήταν και είναι η δουλειά του.
Για όποιον και όποια αυτά ακούγονται σαν ποσοστά που ενδιαφέρουν μόνο τα σαλόνια της πλουτοκρατίας, ας αναλογιστεί μόνο ποιοι θα παίρνουν αποφάσεις για τα κόκκινα δάνεια, για τους πλειστηριασμούς κατοικιών των καταχρεωμένων νοικοκυριών. Παράλληλα, όμως, μήπως πρέπει τώρα να αναθεωρήσουν οι υποστηρικτές της «αλληλεξάρτησης», όσοι προηγουμένως αναθεώρησαν το ζήτημα της εξάρτησης της ντόπιας αστικής τάξης από το ξένο κεφάλαιο, «υπερεπενδύωντας» στην παρουσία των ελληνικών τραπεζικών ομίλων στα Βαλκάνια;