Άφιξη του Στέλιου Καζαντζίδη στο σταθμό του Μονάχου. Πάνω από 5.000 Έλληνες τον υποδέχθηκαν.

Κυκλοφορεί στις αίθουσες των κινηματογράφων η ταινία «Υπάρχω» που έχει ως κεντρικό ήρωα της πλοκής της τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Δεν θα ασχοληθούμε με την ταινία, δεν θα κάνουμε κάποια κριτική στις ερμηνείες, στα κουστούμια, την φωτογραφία κοκ. Δεν είμαστε ταινιοκριτικοί. Εδώ θα σταθούμε και θα εστιάσουμε σε λίγες γραμμές, στο φαρμάκι και στη χολή που βρήκαν ευκαιρία να ξεράσουν, όσοι και όσες τούς πονάει ο λαϊκός -ευρύτερα- πολιτισμός.

Την αστική τάξη και τα φερέφωνά τους τούς φοβίζει οποιαδήποτε αλήθεια βγαίνει από τα σπλάχνα του λαού μας. Γιατί ο λαός με την πένα του, τις μπογιές του, την φωνή του, λέει μόνο αλήθειες.

Μιλούν υποτιμητικά για την υποτιθέμενη «κλάψα του Καζαντζίδη», αποκρύβοντας ότι η τάξη τους ευθύνεται για τους καημούς και τα βάσανα του καταφρονεμένου λαού μας. Για την πολιτική προσφυγιά του, την εξορία του, την μετανάστευσή του και τη μαύρη του φτώχεια. Το ηχόχρωμα και οι φωνητικές χαμηλές οκτάβες του Καζαντζίδη αλλά όπως και των σύγχρονών του συναδέλφων, φέρει αυτούσια τον λυγμό του φυλακισμένου Έλληνα στο κράτος του χωροφύλακα, του Γ’ ψηφίσματος και της ρημαγμένης από την μπότα των ιμπεριαλιστών, χώρα του. Τον καημό της αναγκαστικής εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης.

Του κατατρεγμένου χωριατόπαιδου που δουλεύει στην οικοδομή τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, της απόκληρης ψυχοκόρης που πλένει τα σκουτιά των πλουσίων στα σπίτια στα μεγάλα αστικά κέντρα. Του «γκασταρμπάιτερ» και του λαντζέρη στη Μελβούρνη.

Έλληνες εργάτες σε ορυχείο της Γερμανίας. Αρχείο μουσείου DOMiD, Κολωνία

Φυσικά, αυτοί οι ίδιοι που τάχα δεν αντέχουν «την μιζέρια» του λαϊκού μας -επί της ουσίας- τραγουδιού, με υποκρισία έγραψαν και στάθηκαν στον χαμό της σπουδαίας μας λαϊκής τραγουδίστριας, Καίτη Γκρέυ. Το «μεγαλείο» και η «ζωή για ταινία» της θανούσας και πολλές τέτοιες πομπώδεις πομφόλυγες. Για την Γκρέυ που βοήθησε τον Καζαντζίδη όσο ήταν αυτός στην Μακρόνησο, και έπειτα στο πάλκο δίπλα της. Και που η ίδια φυσικά τραγουδούσε συνθέσεις με την ΙΔΙΑ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ! Για αυτό τα υποκριτικά τους δάκρυα ήταν σε πλαίσιο κουτσομπολίστικου. Ανίκανοι να νιώσουν και να κατανοήσουν την ουσία του λαϊκού αισθήματος και τους καλλιτέχνες που γεννήθηκαν μέσα από τα σπλάχνα του λαού.

Μάριος Τόκας, Λάκης και Τάσος Χαλκιάς, Γιάννης Ρίτσος
και Στέλιος Καζαντζίδης

Ο Καζαντζίδης, η Γκρέυ, με τους, παραδείγματος χάριν, Βίρβο, Μπακάλη και λοιπούς συνθέτες και ερμηνευτές, μόνο τέτοια τραγούδια θα ερμηνεύανε, γιατί εκείνη η μαύρη εποχή μόνο τέτοια τραγούδια θα μπορούσε να γεννήσει.

Οι εποχές προφανώς έχουν αλλάξει και τα πράγματα δεν είναι τα ίδια. Αυτό όμως που δεν αλλάζει –ούτε πρόκειται εάν ο ίδιος δεν πάρει τη μοίρα στα χέρια του- είναι ότι ο λαός μας παραμένει κάτω από την μπότα των ιμπεριαλιστών, φτωχοποιείται συνεχώς, και η ποιότητα ζωής του χειροτερεύει. Πράγμα το οποίο πιστοποιείται από τις δεκάδες χιλιάδες νέων που φύγαν από την Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια για να ξαναπάνε, όπως οι γονείς τους, στην κάθε Γερμανία και άλλο καπιταλιστικό κέντρο για να πουλήσει εκεί την υπεραξία του.

Σήμερα, τη στιγμή που το κάθε στρατευμένο τραγούδι λογοκρίνεται στις πλατφόρμες μουσικής, που ο πολιτισμός εκδιώκεται ακόμα και στα σχολεία, και ο πολιτιστικός επεκτατισμός επελαύνει σε ένα gentrification όχι μόνο χωροταξικό, αλλά ακόμα και στο πιάτο που μαγειρεύει ο εργάτης, οφείλουμε συνεχώς να προστατεύουμε τον λαϊκό μας πολιτισμό, να βάζουμε αναχώματα και να πετσοκόβουμε την κάθε τέτοια αντίληψη που καταφέρεται με αστική αλαζονεία εναντίον του.

Α.Ν.