Τριγυρνώντας στους δρόμους της πρωτεύουσας, παρατηρεί κανείς μια σχετική κινητικότητα στον κατασκευαστικό κλάδο, στην οικοδομή.

Για το ζωτικότατο ζήτημα, όπως έχουμε ξαναγράψει, της στέγασης της εργατικής τάξης στη χώρα μας, μια πρόσφατη μελέτη που αναφέρεται στην εξέλιξη της αγοράς οικιστικών ακινήτων (χρήση: κατοικία και όχι επαγγελματική στέγη) των τελευταίων χρόνων μας παρέχει κάποια πολύ χρήσιμα στοιχεία: πρόκειται για τα αποτελέσματα της έρευνας της Cerved Property Services σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι όσο η στέγη είναι εμπόρευμα της ελεύθερης αγοράς και η στέγαση ή η κατασκευή κατοικιών έρμαιο της χαώδους κερδοσκοπικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κάθε εξέλιξη στις τιμές της αγοράς ακινήτων είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ύψος των ενοικίων.

Ας δούμε, λοιπόν, τα στοιχεία:

Α. σύγκριση με πριν την έναρξη της κρίσης:

– Μέγεθος αγοράς οικιστικών ακινήτων: 2008= 22δις ευρώ

                                                          2023= 9 δις ευρώ

Από τα τελευταία 9 δις, τα 2,1 δις αφορούν αγορές από ξένο κεφάλαιο.

Θα ήταν ενδιαφέρον να είχαμε στοιχεία για το αν η ανέγερση οικοδομών- για την οποία γράψαμε στην αρχή του κειμένου μας- είναι  αποτέλεσμα των επενδύσεων του ξένου κεφαλαίου. Αν, δηλαδή, σε μια πόλη που η κατοικία είναι σε έλλειψη και τα νοίκια στα ύψη, οι οικοδομές που σηκώνονται στοχεύουν τελικά σε κέρδη από την εγχώρια «τουριστική βιομηχανία».

Β. Συναλλαγές που έγιναν μετά από τραπεζικό δανεισμό:

                                                                                       2008= 80%

                                                                                       2023= 20%

Συμπέρασμα: το όνειρο της απόκτησης στέγης για έναν μισθωτό, αν υπήρχε, έχει κατακρημνιστεί μέσω της συνεχόμενης υποτίμησης της εργατικής του δύναμης. Λόγω της τελευταίας ή οι τράπεζες του κλείνουν τις πόρτες – με το αζημίωτο, πάντα- του δανεισμού ή ο ίδιος δεν διανοείται να τις χτυπήσει λόγω σίγουρης αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ισχύουν και τα δύο:

Οι τράπεζες δανείζουν πλέον σε κάτω από το 25% των εγχώριων νοικοκυριών καθώς το 42% των τελευταίων έχει μέσο εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ.

Μια άλλη πρόσφατη έρευνα από το Ερευνητικό Πανεπιστήμιο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με τίτλο «Βαρόμετρο της Αγοράς Ακινήτων- Τι περιμένουν οι Έλληνες» αποτυπώνει και ως ένα βαθμό το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης αλλά και των αυτοαπασχολούμενων και εργαζόμενων μικροαστικών στρωμάτων σε σχέση με την πρόσβαση στη στέγη:

«Συνδυάζοντας τις απαντήσεις για το διαθέσιμο εισόδημα με αυτές που αφορούν τα δάνεια, φαίνεται ότι στην Ελλάδα σχηματίζεται ένα σαφές χάσμα ανάμεσα στο περίπου ¼ της κοινωνίας που μπορεί και στα ¾ που δυσκολεύονται να επενδύσουν ή να πληρώσουν μεγαλύτερα ενοίκια».

Από την παραπάνω μελέτη είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων, οπότε και στο ύψος των ενοικίων, δεν είναι χαρακτηριστικό της αθηναϊκής πρωτεύουσας. Αντιθέτως, σε σχέση με το έτος 2022 οι αυξήσεις του 2023 για Αθήνα, Θεσσαλονίκη, άλλες μεγάλες πόλεις και λοιπές περιοχές της χώρας ήταν αντίστοιχα: 13,8%, 16,5%, 15,0% και 11,4%.

Στο άρθρο 21 παράγραφος 4 του Συντάγματος αναφέρεται το εξής:

«Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους.»

Η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι το μόνο στο οποίο εξειδικεύεται το αστικό Κράτος είναι η στέρηση της κατοικίας και η παράδοσή της (πρόσφατα και από τον ΣΥΡΙΖΑ και με ηλεκτρονική ευκολία) στο Κεφάλαιο.