Η έκδοση της Κόκκινης Βιβλιοθήκης είναι ένα πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο, καθώς παρουσιάζει μια σειρά συζητήσεων-διαλέξεων που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το διάστημα Οκτώβρη-Δεκέμβρη του 1946 ανάμεσα στο ΚΚΕ και τα τρία κόμματα-παρακλάδια του τροτσκισμού στην Ελλάδα (ΚΔΚΕ, ΔΕΠ, ΚΑΚΕ). Οι συζητήσεις αυτές είχαν τη μορφή ντιμπέιτ σε μια προκαθορισμένη σειρά θεμάτων, ενώ οι παρευρισκόμενοι θεατές (κατόπιν προσκλήσεων που μοίρασαν τα κόμματα) είχαν τη δυνατότητα να υποβάλλουν ορισμένες ερωτήσεις στους ομιλητές και στο τέλος να ψηφίσουν το κόμμα που συμφωνούσαν περισσότερο. Το πρακτικά των συζητήσεων αυτών, που πραγματοποιήθηκαν κάτω από δημοκρατικές διαδικασίες και αφού ελέγχθηκαν για την εγκυρότητά τους από αντιπροσώπους όλων των κομμάτων που συμμετείχαν προς αποφυγή διαστρεβλώσεων, αποτυπώθηκαν σε βιβλίο που εξέδωσε το ΚΚΕ και το ίδιο έκαναν και τα άλλα τρία κόμματα.
Τα θέματα αυτών των διαλέξεων παρουσιάζουν μια ποικιλία και άπτονται από ζητήματα που αφορούν την τρέχουσα (τότε) κατάσταση στη χώρα με το πρόβλημα της αγγλικής κατοχής να δεσπόζει, τους ταξικούς-λαϊκούς αγώνες την περίοδο της γερμανικής κατοχής καθώς και πριν από αυτή, μέχρι και θέματα γενικότερης θεωρητικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης πάνω στον Μαρξισμό-Λενινισμό, την Οκτωβριανή επανάσταση, τον χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει μια ενδεχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα κλπ . Η ανάγνωση της έκδοσης αυτής, πέρα από τη βοήθεια στην κατανόηση των διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στα διάφορα τροτσκιστικά ρεύματα και στο ΚΚΕ (θεωρητικά αλλά και πρακτικά), ταυτόχρονα, βοηθά τον αναγνώστη να αποκτήσει καλύτερη εικόνα πάνω στις θέσεις του ΚΚΕ σε μια σειρά από πολύ σημαντικά πολιτικά ζητήματα και να κατανοήσει καλύτερα τα προβλήματα που «έμπαιναν» μπροστά και απαιτούσαν λύση εκείνη την περίοδο.
Το ενδιαφέρον με την έκδοση αυτού του βιβλίου είναι ότι είναι, ας επιτραπεί η έκφραση, «πολιτικά ουδέτερη». Με αυτό εννοούμε ότι πέρα από μια σύντομη εισαγωγή στην αρχή της έκδοσης και τον πρόλογο του ομιλητή του ΚΚΕ Λ. Αποστόλου, δεν ερμηνεύει κάποιος τρίτος τις συζητήσεις. Αντίθετα, παρουσιάζονται αυτούσια τα πρακτικά των διαλέξεων αυτών, χωρίς οποιοδήποτε σχολιασμό υπέρ της μίας ή άλλης πλευράς. Έγκειται στον αναγνώστη/στρια να σκεφτεί και ο ίδιος/α πάνω στα θέματα που συζητούνται και να εξάγει τα συμπεράσματά του. Να σκεφτεί, δηλαδή, τι ακριβώς εννοεί με αυτό που λέει ο κάθε ομιλητής , ποιες είναι οι συνθήκες στις οποίες διαδραματίζονται τα γεγονότα που αναλύονται, τι ακριβώς έκανε το κάθε κόμμα για να στηρίξει και πρακτικά τα όσα λέει.
Αν θα έπρεπε να κάνουμε μια μικρή σύνοψη και κριτική στα όσα ειπώθηκαν είναι ότι ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να αντιληφθεί ο αναγνώστης είναι η ευκολία και η συχνότητα με την οποία οι ομιλητές και των τριών τροτσκιστικών οργανώσεων χρησιμοποιούν υπερεπαναστατικές εκφράσεις και τσιτάτα μέσα από το έργο των Μαρξ-Λένιν, τα οποία είναι διάσπαρτα μέσα στον λόγο τους. Διαβάζουμε συνεχώς για «δικτατορία του προλεταριάτου», «τάξη εναντίον τάξης», «μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο» κλπ. Από μια πρώτη ανάγνωση σε πολλούς συντρόφους , ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, αυτό είναι κάτι που μπορεί να γοητεύσει. Ύστερα όμως από μια πιο προσεχτική ματιά και σκέψη και αφού διαβάσει και την ανάλυση των ομιλητών του ΚΚΕ (το οποίο σύμφωνα με τους τροτσκιστές δεν είναι όσο «επαναστατικό» πρέπει) στα ίδια ζητήματα, καταλαβαίνει κανείς ότι τα περισσότερα είναι στην κυριολεξία λόγια του αέρα τα οποία δεν πατάνε πουθενά και βρίσκονται πολύ μακριά από την ελληνική πραγματικότητα της εποχής. Είναι εύκολο καμιά φορά όταν δεν συμμετέχεις πουθενά, άρα δεν έχεις και καμία ευθύνη, να φανφαρολογείς με μεγάλα και ωραία λόγια, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο τι σημαίνει πρακτικά αυτό που λες.
Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά σημεία από κάθε διάλεξη που αποδεικνύουν τον πιο πάνω ισχυρισμό. Αρχικά, η θέση του ομιλητή του ΚΔΚΕ (Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδος)Λ. Καστρίτη απέναντι στο μείζον ζήτημα της αγγλικής κατοχής με τα δικά του λόγια: «Την απομάκρυνση των Άγγλων από την Ελλάδα την βλέπει (εννοεί το κόμμα του) σαν αποτέλεσμα της δράσης των μαζών και κυρίως των αγγλικών εργατικών μαζών» (σελ. 46) και «Η αγγλική τάξη πρέπει να ξεσηκωθεί για να ματαιώσει τα σχέδια της αγγλικής κεφαλαιοκρατίας»(σελ. 46). Δηλαδή, ενώ μιλάνε συνεχώς για αντιιμπεριαλιστικό αγώνα βλέπουν την πάλη για το διώξιμο των άγγλων από τη χώρα σαν ένα αγώνα που πρέπει να οργανωθεί πρώτιστα από τους ίδιους τους άγγλους, φορτώνοντας την ευθύνη για την οργάνωση του αγώνα αλλού. Επίσης, ενώ καλούν για συγκρότηση εργατικού μετώπου και σκληρούς ταξικούς αγώνες, η πλευρά του ΚΚΕ αναφέρει μια σειρά από στελέχη του ΚΔΚΕ με απεργοσπαστικό και διαλυτικό ρόλο μέσα στα σωματεία την περίοδο προ της κατοχής (σελ. 52-53). Στο ζήτημα του χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χ. Αθανασιάδης του ΚΔΚΕαναφέρει συγκεκριμένα:
«και η στάση που τα κομμουνιστικά κόμματα πήρανε απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο… τα έκανε συνυπεύθυνα με τον ιμπεριαλισμό για τα εκατομμύρια ζωές που χάθηκαν…» !! (σελ. 121), νομίζω δεν χρειάζεται σχολιασμός σε αυτό, ενώ κλείνει τον λόγο του με κάλεσμα για «ανατροπή της καπιταλιστικής κυβέρνησης και εγκαθίδρυση της κυβέρνησης των εργατών και των χωρικών και της σοβιετικής σοσιαλιστικής δημοκρατίας στην Ελλάδα στα πλαίσια βαλκανικής ομοσπονδίας σοσιαλιστικών δημοκρατιών και ενωμένων σοσιαλιστικών πολιτειών της Ευρώπης» (σελ. 134).
Πραγματικά ποιος δεν συμφωνεί με αυτά τα ωραία και ξεσηκωτικά λόγια, όμως η απόσταση μεταξύ λόγων και πραγματικότητας έρχεται λίγο πιο κάτω καθώς ο Λ. Αποστόλου του ΚΚΕ διαβάζει αποσπάσματα από το «Εργατικό Μέτωπο», όργανο της ΚΕ του Διεθνιστικού Κόμματος (Ελληνικό τμήμα της 4ης Διεθνούς), πάνω στις θέσεις τους για τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την περίοδο της κατοχής. Αναφέρουμε τα πιο ζουμερά:
«Όλη η δράση του ΕΑΜ ήταν βαθιά αντιδραστική», «Με τις δολοφονίες των Γερμανών έδινε αφορμή και προσχήματα σε άγρια μέτρα των αρχών κατοχής», «Οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις άλλες εθνικιστικές οργανώσεις και την κυβέρνηση του Καΐρου εξηγούνται απ’ τις ξένες επιρροές και τις αξιώσεις του ΕΑΜ να μονοπωλήσει τον εθνικό αγώνα», «Ποτέ οι εργάτες δεν γνώρισαν πιο βάρβαρη τρομοκρατία απ’ αυτήν που επέβαλλε το ΕΑΜ» (σελ. 146-147).
Ενώ όσον αφορά την ιστορία και τη δράση του ρεύματος του τροτσκισμού στην Ελλάδα απλά αναφέρουμε κάποια αποσπάσματα, όχι από τους ομιλητές του ΚΚΕ στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς μπορεί να θεωρηθούν προκατειλημμένοι, αλλά της τροτσκίστριας ομιλήτριας της ΔΕΠ (Διεθνή Επαναστατική Πρωτοπορία), Φ. Πουλιοπούλου, για τα άλλα δύο τροτσκιστικά κόμματα –το ΚΔΚΕ και το ΚΑΚΕ (αρχειομαρξιστές)–:
«Η πολιτική που εκπροσωπούσε ο τροτσκισμός στην Ελλάδα στην περίοδο της κατοχής, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, και στη μετεδεκεμβριανή αντεπανάσταση, στάθηκε μια χρεοκοπημένη, άγονη και κούφια επαναστατική φράση, μια εκνευριστική γκρίνια γεροντοκόρης, μια αρνητική τσιτατολογία, προορισμένη να συγχύζει.. .κλπ.» και πιο συγκεκριμένα για τον αρχειομαρξισμό αναφέρει: «παράσιτο του κινήματος, διαποτισμένος με σφοδρό αντικομματικό πνεύμα… κατάντησε μεγαθήριο γραφειοκρατισμού και οπορτουνισμού» (σελ. 191) και «με τη σημερινή του πολιτική ο αρχειομαρξισμός δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ιμπεριαλιστικό πρακτορείο μέσα στην εργατική τάξη» (σελ. 192).
Αυτά τα μικρά αποσπάσματα δείχνουν σε ένα βαθμό τις αερολογίες και την αλλοπρόσαλλη πολιτική που ακολούθησε το πολιτικό ρεύμα του ελληνικού τροτσκισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η απομαζικοποίησή του, μη μπορώντας να αποτελέσει σοβαρό πολιτικό παράγοντα, μέσα σε μια εποχή που το κομμουνιστικό κόμμα μεγάλωνε συνεχώς και έμπαινε επικεφαλής μιας σειράς ταξικών-λαϊκών αγώνων, με κορυφαία στιγμή τον τρίχρονο εμφύλιο πόλεμο και τη συγκρότηση για ένα διάστημα της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας. Όποια και αν είναι η πολιτική τοποθέτηση του καθενός και της καθεμιάς, η έκδοση αυτή αξίζει να διαβαστεί καθώς, όπως γράψαμε και πιο πάνω, αποτελεί ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο μέσα από τα ίδια τα λόγια των εκπροσώπων των δύο ρευμάτων του εργατικού κινήματος της εποχής εκείνης. Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του…
Π.