Μια πολύ σημαντική δουλειά μάς παρουσιάζουν μέσα στα χρόνια οι εκδόσεις Βακχικόν. Πρόκειται για τη μετάφραση στα ελληνικά και έκδοση μιας σειράς από τα σημαντικότερα έργα Τούρκων ποιητών: έργα του Ορχάν Βελί Κανίκ (Ο δρόμος μου είναι πλατεία), του Οκτάι Ριφάτ (Το ψωμί στο γόνατό μου και άλλα ποιήματα), του Ιλχάν Μπέρκ (Περιπλανήσεις στην Κωνσταντινούπολη και άλλα ποιήματα), του Φαζίλ Χιουσνού Νταγλάρτζα (Η γεύση της γραφής), του Εντίπ Τζανσεβέρ (Το μετά μένει), του Οζντεμίρ Ασάφ (Η συμφωνία των λουλουδιών). Όλοι τους σπουδαίοι ποιητές και με βαθιά συναίσθηση του κοινωνικού-ιστορικού ρόλου του έργου τους για την πρόοδο του γειτονικού μας τουρκικού λαού, για την απαγκίστρωσή του από τα σκοτεινά καθεστώτα που συνόδευσαν την επικράτηση και ανάπτυξη της αστικής τάξης έναντι της οθωμανικής φεουδαρχίας τον προηγούμενο και τον σύγχρονό μας αιώνα.

Στη σειρά αυτή περιλαμβάνεται και ένα επικό έργο του Ναζίμ Χικμέτ, τα «Ανθρώπινα τοπία της πατρίδας μου» (έκδοση του 2021), σε μετάφραση του Αριστοτέλη Μητράρα. Ο χαρακτηρισμός «επικό» δεν είναι μεταφορικός: δυστυχώς μετά από πολλά χρόνια από την κυκλοφορία του, το 1966- 1967, γνωρίζουμε το έργο αυτό του Ναζίμ Χικμέτ Ραν, που αποτελεί το έπος της ζωής του, τόσο σε είδος, πρόκειται για ποιητικό μυθιστόρημα, όσο και σε μέγεθος, πρόκειται για έργο χιλιάδων στίχων αλλά και σε λογοτεχνική-κοινωνική-ιστορική αξία.

Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μάς πληροφορεί, άρχισε να γράφει τα Ανθρώπινα Τοπία το 1939 στα κρατητήρια της Κωνσταντινούπολης. Όπως είναι γνωστό, οι φυλακές, τα κρατητήρια και τα βασανιστήρια ήταν η «πατρίδα» μέσα στην πατρίδα για τον κομμουνιστή ποιητή. Όταν συνομιλούσε στη γλώσσα του με τους ανθρώπους του λαού του ήταν μέσα σε αυτά, συνολικά δεκαοχτώ χρόνια φυλακή.

Είναι, λοιπόν, αρχικά εντυπωσιακό, ότι ο Χικμέτ στο έργο του δεν περιγράφει το «μέσα», τη δική του βιωματική εμπειρία, αλλά περιγράφει, αναλύει, υψώνει και κριτικάρει το «έξω»: τη ζωή του τουρκικού λαού με όλες τις αντιφάσεις που του ορίζει ο ταξικός διαχωρισμός της αστικής δημοκρατίας αλλά και με τα σκοτάδια-κατάλοιπα της φεουδαρχικής ανατολικής κουλτούρας. Μέσα από τα υγρά κελιά της Κωνσταντινούπολης, της Προύσας κτλ. ο Ναζίμ Χικμέτ πλάθει 17.000 στίχους και 300 χαρακτήρες -ανθρώπινα τοπία- της πατρίδας του.

Το επικό ταξίδι γίνεται με τρένο. Ξεκινάει από το Σταθμό Χαιντάρπασα της Κωνσταντινούπολης, από τα βαγόνια της Τρίτης θέσης: άνθρωποι της φτώχειας, γυναίκες και άντρες, της τουρκικής υπαίθρου ή των μαχαλάδων των πόλεων, που η ιστορία του προηγούμενου αιώνα, η ιστορική δίνη που επέφερε το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ο ιμπεριαλισμός, τους συμπαρέσυρε στα βάθη της, στα μέτωπα του πολέμου, στη βαρβαρότητα, στην πείνα, στην εξαθλίωση σωματική και ψυχική, χωρίς να γνωρίζουν τις αιτίες, χωρίς να έχουν συνείδηση του ρόλου τους.

Ο Χικμέτ, στην πραγματικότητα, μας ραψωδεί την ιστορία της γειτονικής μας χώρας, από την Β Συνταγματική Μεταρρύθμιση (1908), από την εκθρόνιση του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ του Β ως τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από τα μάτια και τις ζωές των ανθρώπων της. Χωρίς εξιδανικεύσεις και χωρίς ψέματα. Σε αυτή βρίσκουμε, για παράδειγμα, τον Μεμέτ, «μια ολόκληρη ζωντανή θάλασσα, που ξύνεται και που σωπαίνει. Βρίσκουμε τον Μπασρί, που «σαν τον φόβο πονηρός, σαν τον φόβο γενναίος, με τη βοήθεια του φόβου, δραπέτευσε από το μέτωπο» το 1916. Βρίσκουμε, επίσης, τη Χατιτζέ, την τόσο αποκαμωμένη από τις αγροτικές δουλειές γυναίκα, που «χάρηκε που ο άντρας της θα έπαιρνε δεύτερη νέα γυναίκα» γιατί «θα δούλευε στο σκαλιστήρι». Συναντούμε εκείνα τα παιδιά 18 χρονών, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που «έζησαν όσο μια μπουκιά χρόνου, έχουν όσο μια μπουκιά αναμνήσεις» και «τα φορτία τους τα ελαφριά έτσι εύκολα προχωρούν στο θάνατο».

Μέσα από τα αισθήματα του άρρωστου κρατούμενου κομμουνιστή ποιητή Χαλίλ, γνωριζόμαστε με εκείνο το εργατόπαιδο, τον Κερίμ, δεκατριών χρονών, που «μέσα σε αυτόν τον κόσμο του μεσαίωνα προχώρησε ως «ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος του εικοστού αιώνα».

Το Ανθρώπινα Τοπία, όμως, είναι έπος ταξικής ανάλυσης της τουρκικής κοινωνίας. Έτσι, στο δεύτερο βιβλίο, ο Χικμέτ αποκαλύπτει και τους φταίχτες, αυτούς που ταξίδευαν στα βαγόνια πολυτελείας. Όσους, δηλαδή, επάνδρωσαν την τουρκική αστική εξουσία, απολάμβαναν πολυτέλειες και τιμές ενώ ήταν βουτηγμένοι στον παρασιτισμό του πολέμου, στις κερδοφόρες μπίζνες του, στην εκμετάλλευση των συμπατριωτών τους, δηλαδή, στην πιο κατάφωρη «εθνική προδοσία». Να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι με αυτή την κατηγορία καταδικάστηκε από τα κεμαλικά Στρατοδικεία και ο ίδιος ο Χικμέτ, όπως εξάλλου με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν χιλιάδες αγωνίστριες και αγωνιστές από τη δικιά μας μπάντα του Αιγαίου.

Το ποιητικό αυτό μυθιστόρημα, όπως έχει χαρακτηριστεί, ο Χικμέτ αρχίζει να το γράφει λίγο πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και το συνεχίζει μέχρι κι ένα χρόνο μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού στο ναζιστικό θηρίο, το 1946. Μέσα σε αυτό αποτυπώνεται ο γνήσιος διεθνισμός του κομμουνιστή ποιητή που δεν μπορεί παρά να βλέπει τη χώρα του και το λαό της μέσα στην κίνηση της παγκόσμιας ιστορίας, μέσα από τα ελάχιστα μέσα πληροφόρησης που διέθετε ένας φυλακισμένος εκείνης της περιόδου.

Έτσι, ξεκινώντας από την Πασιονάρια με τη «φωνή κάτι σαν ήλιο» φτάνει στο έπος της αντίστασης και νίκης της Σοβιετικής Πατρίδας των Λαών ενάντια στο ναζιστικό θηρίο.

Ενδεικτικά, να πώς περιγράφει το γιγάντιο έργο της μεταφοράς της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής και των σοβιετικών μέσων παραγωγής προς τα Ουράλια για να μην πέσουν στα χέρια των ναζί.

«Μια γυναίκα ξεριζώνει κριθάρι με τα χέρια της,

για να μην το αφήσει στον εχθρό,

και από την παλάμη της κυλάει το αίμα.

Μια πατρίδα φορτώνεται:

Οι καρδιές τους- πανιά, στα καράβια που

λέγονται άνθρωποι.

Και σαν τις μάνες που αρπάζουν τα παιδιά τους από την κούνια

για να γλιτώσουν από την φωτιά

ξηλώνουν τους πάγκους και τους μετακινούν στα μετόπισθεν:

κάποιες φορές καταπλακώνονται από κάτω τους

όμως σαν μια σημαία περνώντας από χέρι σε χέρι

χωρίς να ρίξουν ούτε μια βίδα τους στη γη.

Αν ήταν δυνατό θα σήκωναν στους ώμους τους τις πόλεις,

τα δάση, τη γη με τα ποτάμια της.

Και μην αφήνοντας πίσω τίποτα εκτός από τους παρτιζάνους

όλοι μαζί θα μετανάστευαν προς τ’ ανατολικά

και προς το σημείο καμπής της μάχης».

Οι αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας έχουνε εδώ και πολλά χρόνια μάθει να χύνουν το εθνικιστικό τους δηλητήριο και να μοιράζουν σφαίρες στους δυο λαούς για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Η πρώτη για να εξυπηρετήσει πειθήνια πρωτίστως τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών πατρώνων της και η δεύτερη για να κινείται με σχετική αυτονομία απέναντί τους ως περιφερειακή δύναμη στην περιοχή. Ιδιαίτερα, σήμερα, που το συσσωρευμένο κεφάλαιο των ισχυρών μονοπωλιακών δυνάμεων ακονίζει τα σύγχρονα όπλα καταστροφής, οι δυο γειτονικοί λαοί γίνονται σκουπιδοτενεκέδες του σωβινισμού. Αποτέλεσμα όταν μιλάει κανείς για ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο συνομιλητής να καταλαβαίνει διένεξη, αντιπαράθεση, διεκδίκηση, παραβίαση, στρατιωτική απειλή, φόβο. Για αυτό έχει και μια παραπάνω αξία το έργο του Χικμέτ και των υπόλοιπων σπουδαίων Τούρκων ποιητών: μας υπενθυμίζουν ότι ελληνοτουρκική είναι και η φιλία και η κοινή ιστορία των δύο λαών. Και δεν μπορεί να είναι αλλιώς καθώς όπως πολύ εύστοχα έχει περιγράψει η Έλλη Αλεξίου, είμαστε «σα δυο φυτά διαφορετικά που τα σπέρνεις στην ίδια γλάστρα και μ’ όλο που νιώθουνε να ‘ναι ξένα, όμως πλέκονται κάτω απ’ τη γη οι ρίζες τους και πάνω απ’ το χώμα τα κλαδιά τους. Κι άμα τραβήξεις να ξεριζώσεις το ‘να, ακολουθεί και τ’ άλλο!..».

Ε.Δ.