Η συμπόνια και το μοίρασμα του καημού ήταν και είναι αναπόσπαστο μέρος της ψυχοσύνθεσης των εργατολαϊκών στρωμάτων. Οι μανάδες του συνοικισμού απάνω από το ορφανό, οι άντρες του μαχαλά έφτιαχναν όλοι μαζί την παράγκα του νέου ζευγαριού, μαζί στις λύπες και στις χαρές, για να βγει η ζωή. Και είναι πολύ τυχεροί όσοι και όσες από εμάς το προλάβαμε και το ζήσαμε έστω και στον μικρότερό του βαθμό, γιατί μας καθόρισε και μας έχει κάνει να λειτουργούμε και εμείς έτσι, χτίζοντας τις κοινότητές μας.

Έτσι, λοιπόν, λειτουργούσαν και οι λαϊκοί καλλιτέχνες, κομμάτι οι ίδιοι του εργατόκοσμου. Μας είναι γνωστά περιστατικά όπως του Ανέστη Δελιά όπου οι φίλοι του, Βαμβακάρης, Παγιουμτζής, Μπάτης τον φύλαγαν με βάρδιες κλειδωμένο για να ξεκόψει (ανεπιτυχώς δυστυχώς γιατί όλο ξανακύλαγε) από την πρέζα στα τέλη του ’30. Και άλλες φυσικά περιπτώσεις.

Αφορμή για την παραπάνω εισαγωγή είναι δύο όμορφα και συγκινητικά αποσπάσματα από δύο σημαντικά βιβλία για δύο εκπροσώπους του λαϊκού μας τραγουδιού. Την Ρίτα Αμπατζή και τη Μαρίκα Νίνου, κορυφαίες ερμηνεύτριες, στην προπολεμική και μεταπολεμική περίοδο εκατέρωθεν.

Το πρώτο βιβλίο είναι αφιερωμένο στη ζωή της Ρένας Στάμου με συγγραφείς τους Νέαρχο Γεωργιάδη και Τάνια Ραχματουλίνα από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» με τίτλο «ΡΕΝΑ ΣΤΑΜΟΥ, ΜΙΑ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ».

Η Ρένα Στάμου ήταν ένα βασανισμένο παιδί που δεν γνώρισε γονεϊκή αγάπη. Μεγάλωσε σε ίδρυμα στην Κρήτη και αργότερα στην Αθήνα την παρέλαβε η μάνα της, η οποία με τον εραστή της, την κακοποιούσαν καθημερινά. Το τομάρι αποπειράθηκε να την βιάσει κάποιες φορές, με την τελευταία να είναι η τελική αφορμή, ώστε να φύγει. Η τύχη την έριξε στο σπίτι της σπουδαίας Ρίτας Αμπατζή, η οποία αναζητούσε μια κοπέλα για να την βοηθάει στο σπίτι. Εκεί την υποδέχτηκε σαν παιδί της, την αγκάλιασε αυτήν και το τραύμα της, και ήταν αυτή που ώθησε και άνοιξε την πόρτα στο λαϊκό τραγούδι, με αποτέλεσμα η Ρένα Στάμου να γίνει η μεγάλη τραγουδίστρια που γνωρίζουμε. Αντιγράφουμε παρακάτω με τα ίδια δικά της λόγια: «Με πήρε με το λεωφορείο και με πήγε στην Κοκκινιά , στο σπίτι της τραγουδίστριας, για να μείνω. Της είπε την ιστορία μου και τη ρώτησε αν μπορούσε να με κρατήσει να κοιμηθώ εκεί. Και τότε γνωρίζω τη Ρίτα την Αμπατζή. Με κουβέντιασε πολύ γλυκά και με χαμηλούς τόνους χωρίς να μου δώσει το φόβο, την εντύπωση ότι κάτι κακό μπορεί να μου συμβεί εκεί. Δεν ήταν ψηλή […] είχε ένα άλλο πρόσωπο διαφορετικό, ηρεμίας, γλύκας. Και αυτό με καθησύχασε, καθώς και το βλέμμα της, το ότι ήθελε να μου μιλήσει και φοβόταν μήπως με πληγώσει. Μια ερώτηση μου έκανε και εγώ τα ξέρασα όλα.

– Δεν θέλω να ξαναγυρίσω στη μάνα μου, έλεγα και ξανά ‘λεγα.

– Εντάξει, μου είπε, θα μείνεις εδώ.

Υπήρχε και ένας άντρας που έμενε μαζί της κάθε βράδυ και φαινόντουσαν αγαπημένοι. Δεν ξέρω αν ήταν άντρας της, δε φώναξαν ποτέ. Ήταν πολύ αγαπημένοι. Δεν άκουσα ποτέ καβγά, ούτε τις  φωνές τους. Γλυκομιλούσαν μεταξύ τους πάντα και ήταν χαμηλών τόνων. Η όλη ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι με γέμιζε ασφάλεια. Καταλάβαινα ότι εκεί που ήμουν δεν επρόκειτο ποτέ πια να μου συμβεί κακό. Και οι δυο τους μου συμπεριφερόντουσαν καλά χωρίς ποτέ να με διατάζουν […]. Στην Ρίτα Αμπατζή έμεινα κάπου έξι-επτά μήνες. Με φιλοξενούσε. Ούτε καφέ δε μου ζητούσε να της ψήσω. Με τον ωραιότερο τρόπο μπορούσε κάποτε να μου ζητήσει ένα ποτήρι νερό. Δεν ένιωθα υπηρετικό προσωπικό. Με πρόσεχε […] Ξυπνούσα πρωί, προγευμάτιζα και δεν έκανα τίποτα σπουδαίο. Ένα σκούπισμα, ξεσκόνισμα, γελοία πράγματα. Ξυπνούσε και η Ρίτα πρωί και κάναμε μαζί τις δουλειές του σπιτιού. Μου φερόταν σαν μάνα. Μαγείρευε αυτή και καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι και μεσημέρι και βράδυ. Η Ρίτα, ο άντρας κι εγώ. Η Ρίτα στενοχωριόταν με αυτά που της είπα ότι πέρασα. Με φώναζε, «κοριτσάκι μου», και με το όνομά μου: «Ρένα». Κοντά στη Ρίτα ένιωσα πραγματική αγάπη. Μου έδωσε να καταλάβω ότι υπάρχουν άνθρωποι και ας μην είναι δικοί σου, που μπορούν να σου δώσουν καλό […]. Μια μέρα που έκανε ο Χρυσίνης πρόβα με τη Ρίτα, από το διπλανό δωμάτιο εγώ τραγουδούσα. Εκεί που τραγουδούσα με άκουσε η Ρίτα.

– Για έλα εδώ εσύ, μου φώναξε.

– Συγγνώμη, δε θα το ξανακάνω.

– Όχι, έλα μέσα

Οπότε η Ρίτα απευθύνεται στον Χρυσίνη και του λέει:

– Κοίταξε να δεις, Χρυσίνη, αν μπορείς να το βοηθήσεις αυτό το παιδί… Άκουσέ το κι αν έχει φωνή, να έρχεται σε σένα τα απογεύματα να του κάνεις πρόβες και να το πας στο καφενείο των μουσικών να το συστήσεις, να βγάζει το μεροκάματό του».

Σε αυτό το σημείο είναι άξιο να σημειωθεί πως ο μεγάλος συνθέτης και μουσικός Στέλιος Χρυσίνης, τυφλός εκ γενετής, βοήθησε πολλούς νέους-ες καλλιτέχνες με το μεγαλείο της ψυχής.

Το δεύτερο περιστατικό που παρουσιάζουμε, προέρχεται από πρόσφατη έκδοση της «Ελληνοεκδοτικής» γραμμένο μάλιστα από σύγχρονους λαϊκούς καλλιτέχνες, τους Τάσο Κακλαμάνη και Κατερίνα Τσιρίδου, με τίτλο ΜΑΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ – ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΤΑΜΙΑΝ «ΣΑΝ ΑΣΤΡΟ ΕΒΑΣΙΛΕΨΑ».

Το βιβλίο προφανώς μιλά για την Μαρίκα Νίνου, την συγκλονιστική τραγουδίστρια που έχει σημαδέψει το λαϊκό τραγούδι με τις ερμηνείες της.

Αρμενοπούλα πρόσφυγας η Μαρίκα, πάντα δίπλα στην φτωχολογιά να δείχνει την αγάπη της. Έτσι ένα βράδυ από τα πολλά παίρνει λαμαρίνες με τυρόπιτες και κερνάει τα χαμίνια και τα έφηβα εργατάκια τυρόπιτες στα σχολάσματά της. Ένα βράδυ, όμως, κερνάει και ένα πόντιο προσφυγάκι από τη Νέα Ιωνία που κοιμόταν στον δρόμο ώστε να ξαναπάει στην δουλειά το πρωί. Βλέπετε δεν υπήρχε φράγκο ούτε για εισιτήριο λεωφορείου. Τα λόγια περισσεύουν, παραθέτουμε το απόσπασμα ως έχει μέσα από τα λόγια τα δικά της και το βλέμμα ενός μικρού και φτωχού εργατάκου εκείνη την εποχή, του… Στέλιου Καζαντζίδη:

Ένα βράδυ πέρασε από το σπίτι μου ο Στέλιος Καζαντζίδης.
«Ντύσου, κα Μαρίκα, θα σε πάω για φαγητό». Χάρηκα και απόρησα συνάμα.
Με πήγε σε μια πολυτελή ταβέρνα , «Εδέμ» τη λέγανε, ακριβώς μεταξύ Παλαιού Φαλήρου και Λεωφόρου Συγγρού.

Μόλις κάτσαμε και παραγγείλαμε του είπα:

«Στέλιο σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες και θέλησες να με δεις, η αλήθεια είναι ότι με ξέγραψαν οι περισσότεροι συνάδελφοι και φίλοι τώρα που είμαι στα δύσκολα. Μα αναρωτιέμαι, εσύ γιατί;».

Γέλασε δυνατά και μου είπε:                                                                                 

«Εσύ δεν θυμάσαι κα Μαρίκα μου, μα θυμάμαι εγώ. Τότε, τότε που ήσουν η μεγαλύτερη αρτίστα και ερχόσουν τα ξημερώματα στην Ομόνοια. Εγώ ήμουν φτωχαδάκι ακόμη, πριν ξεκινήσω το τραγούδι, δούλευα οικοδομή. Πολλά βράδια δεν είχα ούτε φράγκο να γυρίσω σπίτι και έπεφτα να κοιμηθώ στις σκάλες του τρένου που έβγαζαν λίγη ζεστούλα. Το ίδιο κι ένας σωρός φίλοι, μπατίρια, όλοι. Ήρθες ξημερώματα Πρωτοχρονιάς με δυο μεγάλες τσάντες γεμάτες τυρόπιτες. Καλή Χρονιά Παιδιά! μας φώναξες. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ»!

Αυτές οι μικρές σε έκταση αλλά μεγάλες σε ουσία παράγραφοι, συμπυκνώνουν το μέγεθος της αλληλεγγύης, της συμπόνιας και της στοργής που μπορεί να βγει μέσα από την λαϊκή ψυχή.

Α.Ν.