Στη γειτονιά του Κολωνού, τρεις τέσσερις δρόμους από το μαγαζί της φρίκης του Μίχου, έζησα κοντά δώδεκα χρόνια. Δεν είναι καμιά χλιδάτη γειτονιά, ένας κόσμος μεροκαματιάρηδων και απογοητευμένων μικροαστών περισσότερο είναι. Και βέβαια «τσιγγάνων», «γύφτων», Ρομά.

Πίσω από το σπίτι μας, ακριβώς στο επόμενο στενό, ήταν το σπίτι της οικογένειας Πέτρουλα. Ο άνθρωπός μου, γέννημα θρέμμα Κολωνού, θυμάται πάντα την μάνα του ντυμένη στα μαύρα, μια οστεώδικη γυναίκα, «σαν τον Μάνο Κατράκη στο θηλυκό», έτσι συνήθιζε να την περιγράφει. Και από τους γονείς κληρονόμησε την περιγραφή της λαοθάλασσας που είχε περικυκλώσει εκείνη τη λιτή μονοκατοικία, τις μέρες του Ιούλη του 1965. Μιας λαοθάλασσας γεμάτης οργή για το στυγνό έγκλημα, τη δολοφονία του πρωτοπόρου αγωνιστή, του μαχητή του εργατικού κινήματος Σωτήρη Πέτρουλα, από τη βασιλική κυβέρνηση Νόβα. Του γιου εκείνου, που ήθελαν οι άρχοντες του τόπου -αφού τον εξόντωσαν- να εξαφανίσουν και το πτώμα του, για να μην πέσουν οι αποδείξεις του εγκλήματος στα χέρια του λαού. Στη θέση της μονοκατοικίας αυτής, βρίσκεται σήμερα μια πολυκατοικία με αγνώστους.

Στο σούπερ μάρκετ που είχε ο Μίχος, στο υπόγειο, είχε μαζεμένες αντίκες που συνέλεγε. Ήτανε, λένε, πολύ περήφανος για αυτή του τη συλλογή. Στην είσοδο, στον τοίχο πίσω από το ταμείο του, είχε κορνιζαρισμένες φωτό με τον Άδωνι Γεωργιάδη, με Μητροπολίτες και με άλλα επιφανή άτομα σαν τον ίδιο.

Προσωπικά, είχα ακούσει από τον κόσμο της ευρύτερης γειτονιάς, πολλές κατηγορίες για αυτούς τους μη επιφανείς, σχεδόν αφανείς θα έλεγα, γείτονες Ρομά. Όλα τα μικροεγκλήματα- κλοπές και διαρρήξεις σπιτιών- φορτώνονταν μεμιάς σε αυτόν τον αόρατο εχθρό. Χωρίς καμία απόδειξη και χωρίς καμία αμφιβολία. Αντίθετα, δεν συνάντησα το ανάλογο μένος για το μεγάλο έγκλημα που αποκαλύφθηκε με τον Μίχο.

Το δηλητήριο του ρατσισμού είχε ποτίσει αρκετούς ανθρώπους του Κολωνού, κατασκευασμένο και κερασμένο απλόχερα από το σύγχρονό μας αστικό κράτος. Αυτό, εξάλλου είναι το μόνο που συμφέρει: η περιθωριοποίηση οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας. Και αυτό είναι που φροντίζει για τη συγκάλυψη των ανθρώπων που στηρίζουν τις βρομοδουλειές του, των «επιφανών» του.

Το σούπερ μάρκετ του Μίχου είναι σήμερα βαμμένο σκούρο καφέ. Μοιάζει λίγο, το χρώμα που επέλεξαν, με ξεραμένο αίμα ημερών ή με ξεραμένο σκατό. Τα συνθήματα που κατήγγειλαν το αποτρόπαιο έγκλημα της σωματεμπορίας, του άγριου βασανισμού ενός ανήλικου παιδιού, σβήστηκαν. Το μέρος είναι καθαρό από αποτρόπαιες μνήμες. Ίσως ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι μια χώρα που στηρίζει την οικονομία της στο να εξυπηρετεί τις ορέξεις των τουριστών, αργά ή γρήγορα, θα πλημμυρίσει από τέτοιες μνήμες.

Παρακολουθώντας σήμερα τη δίκη του Μίχου, ως κατηγορούμενου στο έγκλημα του βιασμού και της σωματεμπορίας της 12χρονης, δεν σοκαρίστηκα από τις δύο λέξεις που βγήκαν από το στόμα της εισαγγελέα. «Λόγω αμφιβολιών». Γιατί το έγκλημα του Μίχου είχε συνοδευτεί από την πρώτη στιγμή από ένα δεύτερο έγκλημα από την πλευρά του κράτους: αυτό της συγκάλυψής του. Είναι, άλλωστε, ένας δικός τους επιφανής.

Αυτό που είναι, όμως, συγκλονιστικό είναι η σιωπή από τον κόσμο των γειτονιών του Κολωνού. Σε γενικές γραμμές, βέβαια, καθώς πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Τι άλλαξε, αναρωτιέμαι, μέσα σε αυτά τα πενήνταεννιά χρόνια και τα τρία τέσσερα στενά παρακάτω;

Φαντάζομαι, έτσι, ότι κι αυτός ο μυθικός Οιδίποδας*, αυτός ο και γέρος και τυφλός και πάμφτωχος επαίτης και πολιτικά εξόριστος δεν θα χε πια τόπο να σταθεί.

* Ο μύθος του Οιδίποδα τον θέλει να καταφεύγει για προστασία στον Κολωνό, στο βασίλειο του Θησέα όπου και επιλέγει να ταφεί.

Ελένη Χαύτη