Το 2020 κυκλοφόρησε το 86ο βιβλίο των εκδόσεων της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών «Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟ 1819» (επιμέλεια της έκδοσης Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης).
Στο βιβλίο περιέχονται τα πρακτικά του ΚΔ΄ Συμποσίου του 2019, το οποίο πραγματοποιήθηκε σε αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας στις 8 και 9 Αυγούστου 2019, στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης. Πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο, το οποίο περιέχει πολλά ενδιαφέροντα ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία της ιστορίας του νησιού. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες μας που σκύβουν πάνω στην ιστορία των εθνικών- λαϊκών αγώνων σε όλη την Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά και σε όσους και όσες τρέφουν αγάπη για την Λευκάδα και την αγωνιστική της παράδοση.
Η εξέγερση της Λευκάδας, ένα γεγονός που άγγιξε όλο το νησί, προσγράφεται σε μία σειρά εξεγέρσεων που σημειώθηκαν στα Επτάνησα κατά των Άγγλων πριν την έκρηξη της Επανάστασης του 1821. Και παρά το ότι τα χαρακτηριστικά της δεν ήταν αυστηρά εθνικοαπελευθερωτικά, συνέβαλε και αυτή με τον τρόπο της στο να δρομολογηθούν οι εξελίξεις εκείνες που οδήγησαν στον Αγώνα του ’21.
Το καλοκαίρι του 1819 οι Άγγλοι αποφάσισαν να συνεχίσουν τα έργα διάνοιξης του διαύλου στη λιμνοθάλασσα μεταξύ Λευκάδας και Αιτωλοακαρνανίας. Για τη χρηματοδότηση του έργου επιβλήθηκε μία ειδική φορολογία στα προϊόντα (λάδι, κρασί, σιτηρά και όσπρια) και στα ζώα βοσκής του νησιού καθώς και στους εύπορους πολίτες προκειμένου να συγκεντρωθεί το ποσό των 4.000 τάλιρων. Προκειμένου να αρχίσει είσπραξη των δοσιμάτων από τα αγροτικά προϊόντα της υπαίθρου ο δημογέροντας επί της Γεωργίας και της Παιδείας Νικόλαος Σταύρος στις 27 Σεπτεμβρίου 1819 μετέβη στην περιοχή των Σφακιωτών και κατέλυσε με τη συνοδεία του στη μονή της Επισκοπής. Οι κάτοικοι της περιοχής, όταν πληροφορήθηκαν τα τεκταινόμενα, συγκεντρώθηκαν έξω από τη μονή, προπηλάκισαν τους αξιωματούχους και δήλωσαν ότι δεν επρόκειτο να αποδώσουν τη νέα φορολογία καθώς ήταν υπερβολική και θα εξόντωνε τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Αυτή ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά.
Ο έπαρχος έστειλε ένοπλους για να προασπίσουν τους κρατικούς αξιωματούχους. Το μήνυμα της αντίστασης κατά των Άγγλων γρήγορα κυκλοφόρησε σε όλο το νησί με αποτέλεσμα να φτάσουν έξω από τη μονή της Επισκοπής 300 άνθρωποι από τους Σφακιώτες, Καρυά, Πόρο, Μαραντοχώρι, Καρυώτες, Κατούνα, Δράγανο, Κοντάραινα, Αλέξανδρο, Απόλπαινα. Ακόμα και ο κλήρος στάθηκε στο πλευρό των εξεγερθέντων. Οι συνεχόμενες προκηρύξεις της αγγλικής διοίκησης για αποκατάσταση της τάξης έπεσαν στο κενό. Ο αριθμός των εξεγερθέντων πολλαπλασιαζόταν και ο άγγλος τοποτηρητής έστειλε στρατιωτικά σώματα για να τους αντιμετωπίσουν. Οι εξεγερμένοι κινήθηκαν απειλητικά προς την πόλη πυρπολώντας οικίες και χωράφια μελών της ανώτερης κοινωνικής τάξης, των «αρχόντων». Τα νέα έφθασαν στην Κέρκυρα. Στο νησί της Λευκάδας κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και πολεμικά πλοία με στρατιώτες έφθασαν στο νησί. Στις 4 Οκτωβρίου στη θέση στου Μπόζα, κοντά στους Σφακιώτες, έγινε η πιο σφοδρή συμπλοκή μεταξύ των αγγλικών στρατευμάτων και των εξεγερμένων. Η αγγλική διοίκηση συνέλαβε όσους θεωρούσε υπεύθυνους για την εξέγερση και επικήρυξαν όσους, για να γλυτώσουν την τιμωρία, είχαν καταφύγει στην απέναντι οθωμανική αυτοκρατορία. Τελικά δημεύτηκαν οι περιουσίες είκοσι Λευκαδιτών από διάφορα χωριά, τέσσερις άνθρωποι απαγχονίστηκαν και δύο φυλακίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι τέσσερις που απαγχονίστηκαν ήταν οι:
Σπύρος Ασπρογέρακας από τους Σφακιώτες,
παπά- Θεόκλητος Στραβοσκιάδης από την Απόλπαινα,
παπά- Φίλιππος Κολυβάς από τον Αλέξανδρο,
Βασίλειος Πάλμος από τον Πόρο.
Μετά τον απαγχονισμό οι Άγγλοι άλειψαν με πίσσα τα σώματά τους και τα κρέμασαν στα περάσματα της πόλης μέσα σε σιδερένιες κλούβες για παραδειγματισμό…