«Στο δικαστήριο κάποιες φορές ο δικαστής συνεννοούνταν με τον κατηγορούμενο μέσω διερμηνέα, ο οποίος παρίστατο και μετέφραζε επισήμως από τα τουρκικά στα κουρδικά, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε το να δικάζεται ο κατηγορούμενος με την κατηγορία πως “ισχυρίστηκε ότι υφίσταται μια γλώσσα που ονομάζεται κουρδικά η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει” και μάλιστα να παίρνει και ποινή φυλάκισης γι’ αυτό. Η δε ποινή ακουγόταν στα κουρδικά μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ ο κατηγορούμενος είχε στυλώσει με αγωνία το βλέμμα στον διερμηνέα και τον άκουγε καθώς του μετέφραζε. Δηλαδή η ανακοίνωση γινόταν σε μια γλώσσα που δεν υπήρχε».
Με αυτήν τη λιτή περιγραφή, ανάμεσα σε πολλές άλλες, ο Ζουλφί Λιβανελί, στο βιβλίο του Οτέλ Κονσταντίνιγιε*, μας μεταφέρει τη συνεχιζόμενη προσπάθεια του τουρκικού κράτους να εξοντώσει το κουρδικό έθνος όχι μόνο φυσικά αλλά και πολιτισμικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει γραφτεί δύο χρόνια μετά τις περιπαικτικές εξαγγελίες προεκλογικής χροιάς του Ερντογάν για μεταρρυθμίσεις υπέρ των δικαιωμάτων του Κουρδικού λαού που ζει στο εσωτερικό των τουρκικών συνόρων. Το 2013, ο «αυτοκρατορικός» εκπρόσωπος της τουρκικής αστικής τάξης εξήγγειλε ότι θα επιτρέπει τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας σε σχολεία. Μόνο που τα σχολεία θα ήταν ιδιωτικά, με δίδακτρα απλησίαστα για τα φτωχόπαιδα των Κούρδων. Έξι χρόνια πριν την έκδοση του βιβλίου, το 2009, ο ίδιος είχε εξαγγείλει ότι θα επιτρέπεται η χρήση της κουρδικής γλώσσας σε δημόσιες, θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις.
Έναν, λοιπόν, αιώνα μετά το γκρέμισμα της φεουδαρχίας των σουλτάνων και την ανάληψη της εξουσίας από την τουρκική αστική τάξη- με την κεμαλική της ιδιαιτερότητα, η τελευταία συνεχίζει να απαγορεύει το γραπτό κουρδικό λόγο. Πώς γίνεται όμως και αυτή η γλώσσα επέζησε όχι μόνο μέσα στις συνθήκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και μέσα στις σύγχρονες συνθήκες καταστολής: τις ποινές, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες όσων τη μιλούν και τη γράφουν; Πρόκειται σίγουρα για ένα «παράδοξο» αντίστασης, κάποιος θα μπορούσε να το πει και πολιτιστικό θαύμα.
Το «θαύμα» έχει ως απόλυτο δημιουργό τον ίδιο τον Κουρδικό λαό που σε πείσμα της φεουδαρχικής και καπιταλιστικής κυριαρχίας κράτησε τη γλώσσα του ζωντανή μέσα στους αιώνες. Βασικό του όπλο σε αυτό τον αγώνα ήταν και είναι η ποίηση, το είδος αυτό της τέχνης του λαού που μπορεί να αντέξει στο χρόνο με τον ισχυρό του προφορικό ανεφοδιασμό.
Προφορικά παραδόθηκαν στις τόσες επόμενες γενιές Κούρδων τα έργα του Φεκιγέ Τειράν, του Μελαγέ Τζιζιρί, το σπουδαίο έπος Mem u Zin του Εχμεντέ Χανί. Γραμμένα στην πλούσια κουρδική γλώσσα μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα είχαν ως κοινή συνιστώσα την εναντίωση στην καταπίεση των Μπέηδων. Μαζί με την πλούσια κουρδική παράδοση των λαϊκών επιτάφιων θρήνων, με τα μοιρολόγια, τα έργα αυτά φτάνουν μέχρι σήμερα στις ψυχές των περισσότερων από 12 εκατομμύρια Κούρδων που ζουν στον τουρκικό οικονομικό και πολιτικό ζυγό.
Το Κουρδικό, βέβαια, έθνος απλώνεται σε Τουρκία, σε Ιράν, σε Ιράκ και Συρία. Εδώ, όμως θα αναφερθούμε ειδικότερα και λόγω οικονομίας μόνο του άρθρου, σε πέντε σύγχρονους Κούρδους ποιητές που γεννήθηκαν στην τουρκική πλευρά. Μια ενδεικτική αναφορά είναι κι αυτή, καθώς υπάρχουν πολλοί άλλοι και πολλές άλλες.
Καταλαβαίνει εύκολα κανείς ότι, αυτή η γλώσσα που «δεν θα έπρεπε να υπάρχει» και η ζωοδότρα της ποίηση, από τη μια αποτελούν έναν πολιτιστικό θησαυρό παγκόσμιας αξίας και από την άλλη από μέσα τους περνά η ιστορία όλου του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αγώνα επιβίωσης φυσικής και πολιτιστικής. Σε μορφή και σε περιεχόμενο η κουρδική ποίηση αποτυπώνει τις περιόδους του αγώνα αυτού. Αλλά και μέσα από τη ζωή των δημιουργών της, καθώς δεν υπάρχει Κούρδος ποιητής που να μην υπέστη την καταστολή του τουρκικού κράτους με φυλακίσεις, βασανιστήρια, με διώξεις, με εξορία από τον τόπο του.
Ο Κούρδος ποιητής Τζιγερχούν (Cigerxwîn, 1903-1984) είχε το πραγματικό όνομα Σεικμούς Χασάν. Ήταν γεννημένος στο φτωχό χωριό Εζάρ της επαρχίας Batman. Το ψευδώνυμο που επέλεξε σημαίνει «ματωμένη ψυχή» και έχει μέσα δύο από τα απαγορευμένα στην Τουρκία γράμματα του κουρδικού αλφαβήτου, το x και το w. Το τρίτο είναι το q. Η χρήση τους σήμαινε φυλακή. Το ογκώδες έργο του είναι γεμάτο με ποίηση που εναντιώνεται στην εξαθλίωση των Κούρδων εργατών και αγροτών, που υπερασπίζεται τις ένοπλες εξεγέρσεις των Κούρδων αλλά και την κοσμογονία της Οκτωβριανής Επανάστασης και κάθε δίκαιο αγώνα από το Βιετνάμ ως την Παλαιστίνη.
«Είμαι ο αγώνας, η επανάσταση, το μεγάλο κατόρθωμα
των θαλασσών και των λιμνών, ολόκληρου του κόσμου.
Μα είμαι μόνο μια σταγόνα δίπλα στο χείμαρρο.
Ψάχνω για τη λευτεριά.
Είμαι ένας δημοκράτης, θέλω να ζήσω με τα μάτια ανοιχτά.
Για αυτό είμαι γεμάτος μ’ αυτό που είναι για το έθνος»,
γράφει ο Τζιγερχούν στο ποίημα «Είμαι το Ρόδο της Ανατολής.**
«Kürt Cemo»- Κούρδος Τζέμο ήταν το ψευδώνυμο του ποιητή Τζεμάλ Σουρεγιά (1931-1990). Γεννήθηκε στην περιοχή Pulumur του Ερζινταζάν. Έμεινε ορφανός εφτά χρονών όταν οι γονείς του χάθηκαν μαζί με πολλούς άλλους στα βαγόνια που στοίβαξε ο τουρκικός στρατός τον κουρδικό πληθυσμό για να τον απομακρύνει βίαια από τα εδάφη του, μετά τη σφαγή του Νερσίμ, το 1937-1938.
«Εξορία
Σ’ ένα φορτηγό μας φόρτωσαν
Υπό το βλέμμα δυο φαντάρων που κρατούσαν όπλα
Άνοιξα τα μάτια μου σ ένα βαγόνι εμπορευμάτων
Μαζί με δυο φαντάρους μας φόρτωσαν στο βαγόνι
εμπορευμάτων…
Η μάνα μου πέθανε στην εξορία, ο πατέρας μου πέθανε στην εξορία».
Ο Κεμάλ Μπουρκάι γεννήθηκε το 1937 στο Ντιρμπάν, στην περιοχή Ντερσίμ. Το 1966 εξαιτίας ενός άρθρου του φυλακίστηκε. Τρία χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια παράστασης θεατρικού του έργου τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Μέχρι το 1980 όταν κατέφυγε στο εξωτερικό, οι τουρκικές αρχές τον καταδίωκαν και τον έστελναν φυλακή. Ανάμεσα στα πολλά έργα του και στην τεράστια προσφορά του στην καταγραφή της ιστορίας του Κουρδικού Έθνους («Οι Κούρδοι και το Κουρδιστάν» εκδ. Παπαζήση) έχει κι ένα μικρό, λιτό ποίημα:
«Τα Παιδιά
Κάποτε τα παιδιά είναι ο κόσμος
Στο πρόσωπό τους, το μπλέ του φθινόπωρου
Η βροχή πέφτει, ο ήλιος λάμπει μπροστά
Και κάποτε τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα
Σφαίρες απόσταση από την αγάπη μας».
Ο Αχμέντ Αρίφ (1927-1991) ήταν γεννημένος στο Ντιγιαρμπακίρ. Το 1950 φυλακίστηκε πρώτη φορά για παράβαση του τουρκικού νόμου 141 «περί προπαγάνδας και κομμουνιστικού κινδύνου». Οι διώξεις εναντίον του συνεχίστηκαν αλλά ο ίδιος δεν σιώπησε ποτέ. Αγκάλιασε με τα ποιήματά του τον αγώνα του λαού του, «τα θαρραλέα παιδιά» του Κουρδιστάν που θα «χτίσουν μια καινούργια κοινωνία» αλλά και κάθε απελευθερωτικό αγώνα όπου γης. Η μοναδική ποιητική του συλλογή «Δεσμά ξεθωριασμένα από την αναμονή» του 1968 έχει κάνει ρεκόρ εκδόσεων στο εξωτερικό.
«Μπροστά σου θα σταθεί το στρατιωτικό απόσπασμα, τα σώματα εκείνων που φοβούνται να αγαπήσουν. Σαν σκουλήκια χώνονται στη ζωή μας. Έτσι είναι. Αγαπούν τα όπλα, το ανθρωποκυνηγητό… την καταπίεση.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Ποιοι άνθρωποι τους γέννησαν; Το μυαλό μου θα σταματήσει. Αυτοί ποτέ δεν αγάπησαν ένα παιδί, ένα λουλούδι ή ένα τραγούδι, ούτε μια φορά στη ζωή τους».
γράφει το 1957 στην «Επιστολή Λυγμό» προς την Τζεμιλέ Μπουχαιράτ, συγκλονισμένος από τη σύλληψη της 19χρονης Αλγερινής αγωνίστριας από Γάλλους στρατιώτες και την καταδίκη της σε θάνατο με γκιλοτίνα από το γαλλικό δικαστήριο.
Ο Χουσείν Ερντέμ γεννήθηκε το 1949 στην πόλη Μπινγκόλ στην περιοχή Χορχόλ. Από το 1980 του έχει αφαιρεθεί η τουρκική υπηκοότητα, διέφυγε στη Γερμανία με αίτημα πολιτικού ασύλου. Καθώς στη Γερμανία βρίσκονται οι περισσότεροι Κούρδοι και Κούρδισσες από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, είναι πολύ σημαντικό το έργο του σε σχέση με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν εκεί οι μετανάστες.
Το 1978, στη Λειψία, ο Χουσείν Ερντέμ αφιερώνει στον Χάρολντ Πίντερ το ποίημα «Τα βουνά είναι μάρτυρες», που θα εμπνεύσει τον τελευταίο για το θεατρικό του «Βουνίσια Γλώσσα». Δίνουμε εδώ μόνο μια ιδέα από το τέλος του υπέροχου αυτού έργου:
«Χώμα
Παίρναμε και δώσαμε την ψυχή για το χώμα
Και το μοιρολόι τρυπά τα βουνά
Δεν ξέρω
Πόσες ψυχές έπεσαν στο χώμα
Τα αιωνόβια βουνά είναι μάρτυρες
Το ψωμί μας και η αξιοπρέπειά μας
Δεν θα αφήσουμε να καταπατηθούν
Τα χέρια μας έτοιμα
Ζεστασιά τα χέρια των φίλων μας
Θα μοιραστούμε
Ένα κουτάλι αιράνι
Για τις όμορφες μέρες
Θα τραγουδήσουμε το ίδιο
με τη φυλακισμένη μας γλώσσα
Το ψωμί και η αξιοπρέπειά μας
Στις μέρες που δεν θα τα καταπατούν».
Το 1984 γράφει στη Σκόπελο το ποίημα «Από τα παιδικά μου χρόνια» στο οποίο εκφράζει τη βαθιά αγάπη του στον ελληνικό λαό αναφερόμενος μάλιστα στο Μαύρο Σεπτέμβρη του 1955 των Ρωμιών της Πόλης.
«Σε μια σκιερή αυλή
Μιλούσαμε ελληνικά μ’ ένα παιδάκι
Του “Μαύρου Σεπτέμβρη” η οδύνη πλήγωσε την καρδιά μου
Στον ουρανό της Ιστανμπούλ
Νύχτες στις φλόγες τυλιγμένες
Έχασα το παιδί
Είδα ένα όνειρο, ξύπνησα
στου Ρίτσου το χέρι μέσα το χέρι μου
“Το πιο όμορφο ποίημα,
πιάνεται από τα μάτια, όταν οι λέξεις μιας γλώσσας
έχουν όλες πια ειπωθεί”».
(μετάφραση από τα γερμανικά: Σοφία Γεωργαλλίδη)
Θα κλείσουμε αυτήν την ελαχιστότατη αναφορά στη ζωοδότρα κουρδική ποίηση με ένα απόσπασμα από το ποίημα ενός επίσης Κούρδου ποιητή αλλά γεννημένου στο Νότιο Κουρδιστάν εντός Ιράκ, του Καμάλ Μιραβντελί. Είναι κι αυτό ένα δείγμα μόνο του αδερφικού δεσμού που αποτυπώνει η κουρδική ποίηση με τον Παλαιστινιακό λαό, για το δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα ενάντια στο σιωναζιστικό θηρίο, για το μεγαλείο της Αντίστασής του ενάντια στη Γενοκτονία του εδώ και Εβδομηνταέξι χρόνια.
Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Μια Νυχτερινή Αγρύπνια με τη Σαιμάα». Ο Μιραβντελί το δημοσίευσε τον Αύγουστο του 2014 μετά από την είδηση ότι γιατροί του νοσοκομείου Αλ Άκσα στη Γάζα κατόρθωσαν να διασώσουν με καισαρική ένα βρέφος 8 μηνών από την κοιλιά της νεκρής μητέρας του. Η 24χρονη μάνα Shaymaa Hussein al Sheikh Ali σκοτώθηκε μαζί με όλη την υπόλοιπη οικογένεια μέσα στο σπίτι της μετά από ισραηλινή αεροπορική επιδρομή. Η μικρή Σαιμάα ζύγιζε πέντε κιλά και είχε απόλυτη ανάγκη από οξυγόνο.
«Μια Νυχτερινή Αγρύπνια με τη Σαιμάα
Ποιοι είστε εσείς που έρχεστε στα σπίτια μας;
δεν σας ξέρουμε δεν σας είδαμε ποτέ.
Δεν είστε ούτε φίλοι, ούτε καλεσμένοι ούτε ξένοι.
Γιατί μας σκοτώνετε πριν φύγουμε από τα σπίτια μας;
Γιατί μας σκοτώνετε ενώ είμαστε στην πόρτα;
Γιατί μας σφαγιάζετε ενώ κρατάμε τα γυμνά χέρια των γονιών μας
προσπαθώντας να φύγουμε;
Γιατί μας σκοτώνετε μέσα στα ασθενοφόρα;
Γιατί μας σκοτώνετε όταν όλοι μαζί κρυβόμαστε στα σχολεία και στα καταφύγια του ΟΗΕ;
Γιατί μας σκοτώνετε μέσα στα ερείπια των νοσοκομείων μας, στα ερείπια των σχολείων μας;
Γιατί όταν μας δίνετε μια παύση να πάρουμε τρόφιμα στην αγορά για τη γιορτή της Ιντ
βομβαρδίζετε και εμάς και την αγορά και τη γιορτή;
Όταν θάβουμε τους νεκρούς μας στα νεκροταφεία,
γιατί βομβαρδίζετε και εμάς και τους νεκρούς μας και τα νεκροταφεία;
Όταν μας δίνετε παύση για να γυρίσουμε στα σπίτια μας
να μαζέψουμε τα υπάρχοντά μας
και δεν αναγνωρίζουμε ούτε τους δρόμους για τα σπίτια μας
ούτε τα σπίτια μας
και προσπαθούμε να μαζέψουμε τα νεκρά κορμιά των αδερφών μας,
Γιατί ξανά μας σκοτώνετε, για δεύτερη, για τρίτη φορά και συνεχώς;
Γιατί μας σκοτώνετε πριν γεννηθούμε, αφού γεννηθούμε, πριν πεθάνουμε και αφού πεθάνουμε;…».
(απόδοση από την αγγλική Ε.Δ.)
* Οτέλ Κονσταντίνιγιε, Ζουλφί Λιβανελί, εκδ. Πατάκη
** Όλα τα αποσπάσματα των Κούρδων ποιητών έχουν παρθεί από το: Ανθολογία Σύγχρονης Κουρδικής Ποίησης, έρευνα, επιλογή, πρόλογος επιμέλεια και μετάφραση από τα κουρδικά ΤΖΕΜΙΛ ΤΟΥΡΑΝ ΜΠΑΖΙΝΤΙ, εκδ. ΑΩ.