Στις 8 Ιουνίου, η παλαιστινιακή κοινότητα θρήνησε τον θάνατο της Ουμ Φαρούκ Χανίγια Σαλαμέχ– της μητέρας της πατρίδας– η οποία έφυγε από τη ζωή ακολουθώντας τον μάρτυρα γιο της, Φαρούκ Σαλαμέχ, διοικητή της ταξιαρχίας της Τζενίν.

Η Ουμ Φαρούκ Σαλαμέχ δεν ήταν απλώς η μητέρα του μάρτυρα γιου της, αλλά ήταν η μητέρα χιλιάδων άλλων επαναστατών που ακολούθησαν τα βήματα του Φαρούκ.

Είχε αναφέρει σε συνέντευξή της για τη σύνδεσή της με την πόλη της Ναμπλούς: «Πιστέψτε με, κάθε φορά που μπαίνω στη Ναμπλούς, νιώθω σαν να τη γνωρίζω εδώ και χρόνια. Αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Νιώθω ότι ανήκω εδώ.

Τον Φαρούκ –όταν κλείνω τα μάτια μου και τον φαντάζομαι– αρχίζω να τον βλέπω. Και παρόλο που πραγματικά ήθελα να τον δω ζωντανό, η είδηση έφτασε σε μένα μόνο αφού πέθανε.

Επειδή αισθάνομαι ότι το πνεύμα του Φαρούκ είναι εδώ, σε ένα μέρος γεμάτο αγάπη και αγώνα. Ένιωσα πόσο πολύ τα παιδιά μας έμειναν ενωμένα, ακόμη και μετά θάνατον. Μας έδωσαν τόσα, μας κράτησαν συνδεδεμένους, μας κράτησαν φίλους και αγαπημένους και μάλιστα πρόσθεσαν περισσότερη αγάπη. Με σύστησαν σε ανθρώπους που δεν πίστευα ποτέ ότι θα γνώριζα – και έγιναν σαν αδέρφια για μένα, ακόμα περισσότερο.

Δόξα τω Θεώ, στη Ναμπλούς νιώθω σαν να είμαι με την οικογένειά μου. Πιστέψτε με, νιώθω περήφανη όταν μπαίνω στη Ναμπλούς– πόσο αγαπούν τον Φαρούκ, πόσο ζωντανός είναι ακόμα ανάμεσά τους και πόσο βαθιά τους λείπει».

Ο δεσμός του Φαρούκ με την πόλη της Ναμπλούς ήταν απαράμιλλος. Παρόλο που ήταν καταζητούμενος διοικητής στην Τζενίν, διακινδύνευσε επανειλημμένα τη ζωή του, περνώντας τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου για να ενωθεί με τους συντρόφους του στην Παλιά Πόλη της Ναμπλούς και να λάβει μέρος στην αντίσταση δίπλα στη Φωλιά των Λιονταριών.

Ο Φαρούκ Σαλαμέχ στην κηδεία των μαρτύρων ιδρυτών της Φωλιάς των Λιονταριών, Μοχάμαντ αλ-Αζίζι και Αμπντελ Ραχμάν Σομπόχ.

Η Παλαιστινιακή Αρχή αρνήθηκε στον αδελφό του Φαρούκ, Αϊχάμπ Σαλαμέχ –ο οποίος κρατείται στις φυλακές της– να αποχαιρετήσει τη μητέρα του. Εν τω μεταξύ, οι κατοχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να χορηγήσουν άδεια για την ταφή της Ουμ Φαρούκ στο νεκροταφείο του καταυλισμού της Τζενίν.

Απόσπασμα από συνέντευξη της Ουμ Φαρούκ στον Μπ. Χανούντ στο Al-Akhbar στις 30 Δεκεμβρίου 2022:

«Ένας χαιρετισμός και ένα φιλί… Και δεν έχω τίποτα άλλο να πω.

Δεν υπάρχει εικόνα. Υπάρχει μόνο μια μητέρα –μόνο μια μητέρα– που ροκανίζει βαθιές πληγές που μοιάζουν αδύνατο να επουλωθούν. Μια μητέρα που τύλιξε το σώμα της στα μαύρα πριν από πολύ καιρό, όταν ο αγαπημένος της γιος δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι εκείνο το κρύο, σκληρό βράδυ… ένα βράδυ που γρήγορα μετατράπηκε σε μια ατελείωτη έκταση χρόνου, σαν βέλος που διαπερνά ένα παράλληλο μονοπάτι σε έναν κόσμο που συνεχίζει να ρέει με έναν τρομακτικό, αδυσώπητο ρυθμό. Οι μητέρες των μαρτύρων είναι οι αγίες, οι αγγελικές ομορφιές. Ακόμα κλαίνε μέσα από παγωμένες νύχτες, φωνάζοντας: «Γιε μου… αγαπημένε μου, πού είσαι;». Αλλά κανείς δεν απαντά για να τους πει: «Είμαι εδώ, αγάπη μου»! Μόνο η ηχώ από τα βάθη του εδάφους της Παλαιστίνης ψιθυρίζει στα αυτιά τους: “Είσαι η μητέρα μου πριν από τη μητέρα μου, ω πατρίδα μου, και ο πατέρας μου πριν από τον πατέρα μου”».

Χανίγια Σαλαμέχ, Και όλα όσα επιθυμεί κανείς, τα πετυχαίνει

«Λένε ότι ήταν σκουρόχρωμος – πού είναι ο γαμπρός; Πού είναι;», επαναλάμβανε συνεχώς η Χανίγια Σαλαμέχ, η μητέρα του Φαρούκ, καθώς περιπλανιόταν στον διάδρομο του νοσοκομείου, κρατώντας σφιχτά ό, τι απέμεινε από τα παιδιά της, αναζητώντας τον μάρτυρα γιο της, ο οποίος, λίγες ώρες νωρίτερα, έσφαζε μοσχάρια, προετοιμάζοντας το γαμήλιο γλέντι για την επόμενη μέρα. Θα παντρευόταν–αφού πρώτα είχε εξαντληθεί εκείνη ψάχνοντας σε όλα τα σπίτια του προσφυγικού καταυλισμού της Τζενίν για μια νύφη για τον φεγγαρόμορφο γιο της– έτοιμη να σηκώσει την ευθύνη στο λαιμό της ως σύζυγος ενός ανθρώπου που κυνηγούσε η κατοχή.

«Θα προσκυνούσα με ευγνωμοσύνη τον Θεό όταν τον έβλεπα γαμπρό – του το είπα αυτό. Αλλά εκείνος βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. Μου είπε: “Θα προσκυνήσεις από ευγνωμοσύνη όταν με δεις ως μάρτυρα”. Οι Εβραίοι νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να μας λυγίσουν, αλλά έδωσαν στον Φαρούκ ακριβώς αυτό που επιθυμούσε – τον μετέφεραν ως μάρτυρα την ημέρα του γάμου του, και εμείς κάναμε τη γιορτή για την ψυχή του».

Μίλησε στο Al-Akhbar για τον γιο της ενώ ταξίδευε με τον σύζυγό της από την Τζενίν στη Ναμπλούς για να επισκεφθεί τη μητέρα του μάρτυρα Ταμέρ Κιλάνι. Τη ρωτήσαμε: «Πού βρήκατε τη δύναμη να πείτε “πού είναι ο γαμπρός;” παρόλο που ξέρατε ότι είχε μαρτυρήσει;». Εκείνη δεν δίστασε: «Για τον Φαρούκ! Ο Θεός μου έδωσε τη δύναμη για να μην λυγίσω, γιατί ο γιος μου ήταν γαμπρός – και ποιος γάμος είναι πιο όμορφος από το μαρτύριο;».

Συνέχισε: «Είμαι πολύ τρυφερή με τα παιδιά μου, ειδικά με τον Φαρούκ, τον μικρότερο. Συνήθιζε να με ξυπνάει για την πρωινή προσευχή και νηστεύαμε μαζί. Ο γιος μου ήταν πιστός και αγαπητός. Καμία μητέρα δεν θέλει να χάσει τα παιδιά της, αλλά τα μεγάλωσα να είναι δυνατά και να μην εγκαταλείπουν ποτέ τα δικαιώματά τους».

Έδωσε το τηλέφωνο στον σύζυγό της, ο οποίος ήταν εκείνος που της είπε για το μαρτύριο του Φαρούκ: «Για ποιον καθαρίζεις το σπίτι; Για να ζει εδώ ο Φαρούκ με τη γυναίκα του; Ο γιος σου έφυγε. Ο Φαρούκ μαρτύρησε». Με γαλήνια καρδιά, ο πατέρας είπε: «Πώς μπορεί κανείς να μείνει σιωπηλός μπροστά σε τέτοιες σφαγές και φρίκη; Η πατρίδα απαιτεί, και ό,τι είναι πολύτιμο γίνεται φτηνό μπροστά στην πατρίδα, φίλε μου».

Η μητέρα σιώπησε και μετά συνέχισε, με τη φωνή της να καίει και να είναι σταθερή:

«Του είπα: “Αν βρουν το πτώμα σου, θα είμαι η πιο ευτυχισμένη μητέρα στη γη”. Δεν ήθελα να παραμείνει αγνοούμενος. Προσευχήθηκα: “Κύριε, άφησέ με να τον βρω σώο και αβλαβή. Μην τον αφήσεις να διαλυθεί όπως οι άλλοι. Θέλω να τον αγκαλιάσω για μια τελευταία φορά”».

Μας είπε πώς βρήκαν το σώμα του Φαρούκ καλυμμένο με ένα λευκό πανί, με έναν κόκκινο λεκέ να εξαπλώνεται σιγά σιγά από το στήθος του. Οι άνθρωποι του καταυλισμού τον έπλυναν με δεντρολίβανο και γιασεμί, όπως κάνουν με κάθε μάρτυρα. Τον φίλησε απαλά στο μέτωπό του και του ψιθύρισε: «Πήγαινε, αγαπημένε μου… Είθε ο Θεός να σε δεχτεί».

«Ξέρεις, δεν έκλαψα δυνατά. Δεν οδύρομαι. Ήθελα να σταθώ όρθια. Γιατί θυμόμουν τα λόγια του: “Μητέρα, αν μαρτυρήσω, μην κλάψεις πολύ. Μην σκίσεις τα ρούχα σου. Να είσαι υπομονετική. Θα είμαι ευτυχής αν χαμογελάς όταν με βλέπεις”. Και προσπάθησα. Ορκίζομαι ότι προσπάθησα».

Κάθισε δίπλα στο σώμα του και χτένισε τα μαλλιά του. Έφτιαξε το κολάρο του σάβανου του. Φίλησε τα δάχτυλά του και είπε: «Υποτίθεται ότι θα της κρατούσες το χέρι με αυτά, τη νύχτα του γάμου σας».

Αλλά τώρα, θα κρατούσαν μόνο κρίνα.

Είπε: «Ήταν γαμπρός… Ναι, αλλά όχι για μια νύφη αυτού του κόσμου. Παντρεύτηκε την πατρίδα του. Παντρεύτηκε την αιωνιότητα.»

Το σπίτι, που κάποτε έσφυζε από τη μυρωδιά της φαγητών και των γλυκών, τώρα μυρίζει λιβάνι και θλίψη. Τα αμύγδαλα έμειναν στα καλάθια τους, ανέγγιχτα. Η χέννα στέγνωσε στα πακέτα της. Και αντί να χορεύουν, οι γυναίκες του καταυλισμού απήγγειλαν προσευχές, ουρλιάζοντας μέσα από τα δάκρυα καθώς τον κουβαλούσαν στους ώμους τους – η γαμήλια πομπή του μετατράπηκε σε κηδεία.

Και αυτή; Η Χανίγια Σάλαμεχ στεκόταν στην πόρτα, ντυμένη στα μαύρα αλλά με ίσια την πλάτη, με τα χέρια υψωμένα όχι για να δεχτεί συλλυπητήρια, αλλά για να ευχαριστήσει τον Θεό: «Δεν πέθανε μάταια. Πέθανε όρθιος. Πέθανε για κάτι που έχει σημασία».

(από RNN)