Αναδημοσιεύουμε δύο ποιήματα του Γασάν Καναφάνι, του πολυτάλαντου επαναστάτη συγγραφέα, που σαν σήμερα γεννήθηκε στην Άκκα της Παλαιστίνης, από συλλογή με ιστορίες του που δημοσιεύτηκε στη Βηρυτό. Όπως αναφέρουμε και στο βιογραφικό του στο βιβλίο Η Μεγάλη Εξέγερση του 1936-1939 στην Παλαιστίνη:

«Ο Καναφάνι συμμετείχε στην ίδρυση του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης τον Δεκέμβριο του 1967 και εξελέγη στο πολιτικό του γραφείο. Στη συνέχεια έγινε ο επίσημος εκπρόσωπός του και ήταν υπεύθυνος για τις δραστηριότητές του στα μέσα ενημέρωσης και το 1969 έγινε συντάκτης του αλ-Χαντάφ, του περιοδικού του κινήματος, ενώ παράλληλα συνέταξε ένα πρόγραμμα του ΛΜΑΠ στο οποίο το κίνημα υιοθετούσε επίσημα τον μαρξισμό-λενινισμό. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τη δολοφονία του το 1972.

Ο Γασάν Καναφάνι ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη πρωτοτυπία και πολλά ταλέντα. Έγραψε 18 βιβλία, διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα καθώς και δημοσιογραφικά άρθρα και αναλυτικές μελέτες. Αραβικοί εκδοτικοί οίκοι έχουν δημοσιεύσει εκδόσεις των συλλεγόμενων έργων του. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε δεκαέξι γλώσσες. Του απονεμήθηκαν αρκετά βραβεία καθώς και το Μετάλλιο της Ιερουσαλήμ για τον Πολιτισμό, τις Τέχνες και τη Λογοτεχνία, από την ΟΑΠ το 1990.

Τα πολιτικά του γραπτά και η δημοσιογραφία του θεωρείται ότι επηρέασαν σημαντικά την αραβική σκέψη και στρατηγική εκείνη την εποχή. Ο Καναφάνι ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έννοια της «λογοτεχνίας της αντίστασης» (άνταμπ αλ-μουκάουαμα) όσον αφορά την παλαιστινιακή συγγραφή. Άρχισε να γράφει διηγήματα όταν εργαζόταν στους προσφυγικούς καταυλισμούς. […]

Επέλεξε συνειδητά να εγκαταλείψει αρκετές ευκαιρίες και προσφορές για μια αστική καριέρα καθώς αφοσιωνόταν όλο και περισσότερο στα πολιτικά και οργανωτικά του καθήκοντα στο πλαίσιο του ΛΜΑΠ. Μια τέτοια επιλογή ήταν σύμφωνη με ένα από τα κυρίαρχα θέματα που διαπερνούσαν το μεγαλύτερο μέρος των λογοτεχνικών του γραπτών. Εξέφραζε την ιδέα ότι ο Παλαιστίνιος που προτιμά τη δική του ιδιωτική ευτυχία από τη μοίρα όλων των Παλαιστινίων είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.

Ο Καναφάνι δολοφονήθηκε στη Βηρυτό στις 8 Ιουλίου 1972. Η ισραηλινή Μοσάντ είχε τοποθετήσει μια εκρηκτική βόμβα στο αυτοκίνητό του, η οποία σκότωσε τον ίδιο και τη 17χρονη ανιψιά του, Λαμίς, που έτυχε να είναι μαζί του».

Παραθέτουμε τα ποιήματά του (σε δική μας μετάφραση):

«Μακάρι να μην πέθαιναν τα παιδιά.

Μακάρι να ανυψώνονταν προσωρινά στους ουρανούς

μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.

Μετά να επέστρεφαν σπίτι ασφαλή και,

όταν οι γονείς τους τα ρωτούσαν

«πού ήσουν;»

εκείνα να έλεγαν

«Παίζαμε με τα σύννεφα». 

***

«”Το αμπέλι ανθίζει, ξάδερφε!

Το αμπέλι ανθίζει!”

Πήγα προς την πόρτα

όπου η Ουμ Σαάντ ήταν σκυμμένη πάνω απ’ το χώμα,

όπου φύτρωναν

 –από μια εποχή που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε απείρως μακρινή–

τα δυνατά και γερά βλαστάρια

που μου είχε φέρει ένα πρωί.

Ένα πράσινο κεφάλι που φύτρωνε

μέσα απ’ το χώμα      

με ένα σθένος

που είχε τη δική του φωνή.»