Στα 415 π.Χ, ο Ευριπίδης, ο γιός της λαχανοπώλισσας από το Χαλάνδρι, ο «από σκηνής φιλόσοφος», όπως έχει αναγνωριστεί από τους σύγχρονούς μας, ανέβασε, στα πλαίσια των Μεγάλων Διονυσίων, την τραγωδία του Τρωάδες. Το έργο Τρωάδες καταφέρεται ενάντια στην Αθήνα (πόλη-κράτος της εποχής) που είχε τότε προβεί σε μια πρωτοφανή πράξη αγριότητας: Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αθήνα ζήτησε από τη Μήλο να τη στηρίξει με στρατό ή χρήματα στον πόλεμο ενάντια στη Σπάρτη. Η Μήλος ζήτησε να παραμείνει ουδέτερη. Τότε οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Μήλο, την κυρίευσαν, τη λεηλάτησαν, θανάτωσαν όλους τους άνδρες κατοίκους της, έκαναν σκλάβους τα γυναικόπαιδα και τα πούλησαν και- το κυριότερο- εγκατέστησαν στην ερημωμένη πόλη Αθηναίους Αποίκους.
Η τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες», είναι, λοιπόν, ένα βαθιά αντιπολεμικό έργο και δυστυχώς διαχρονικό- καθώς η αγριότητα του πολέμου λίγες φορές εγκατέλειψε το πρόσωπο της ανθρώπινης ιστορίας, στην πρωτόγονη, στη δουλοκτητική, στη φεουδαρχική, στην καπιταλιστική, στην ιμπεριαλιστική της ηλικία- αλλά και, δυστυχώς, πολύ επίκαιρο.
Η «Τροία» είναι και η Νάκμπα της Παλαιστίνης, του 1948, είναι και οι σφαγές και οι διωγμοί και οι λεηλασίες που ακολούθησαν τόσα χρόνια από το σιωναζιστικό καθεστώς. Η ισοπέδωση ενός λαού ήταν ο στόχος, η αγριότητα ήταν πάντα ο τρόπος.
Οι Τρωαδίτισσες, που είναι πια σκλάβες των Αχαιών, είναι και οι χιλιάδες Παλαιστίνιες γυναίκες που, εδώ και δεκαετίες, υπέφεραν τα βάναυσα βασανιστήρια των σιωναζιστών στις ισραηλινές φυλακές. Σε φυλακές που χτίστηκαν με δυτικογερμανικά μάρκα και βορειοαμερικάνικα δολάρια πάνω στην Παλαιστινιακή Γη. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν υπήρξαν ποτέ βασίλισσες με πλούτη, δεν ήταν Εκάβες, αλλά κι ότι δεν έγιναν ποτέ Ανδρομάχες, δεν έχασαν ποτέ «την ελπίδα που όλους στηρίζει τους θνητούς». Γιατί αφουγκράζονταν μέσα από τα κελιά τους έναν λαό που δεν τις εγκατέλειψε ποτέ.
Η Ένοπλη Αντίσταση του Παλαιστινιακού Λαού, όμως, φούντωσε στις μέρες μας. Και ο σκοπός είναι τα λόγια εκείνα του θεού Ποσειδώνα να γίνουν αλήθειες:
«Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις.
Ναούς και τάφους κι ιερά των πεθαμένων
ρημάζει. Θα χαθεί κι αυτός κατόπι».
Σε αυτήν, όμως, την τραγική Εκάβη, την πρώην βασίλισσα της πλούσιας και, για αυτό, ένδοξης Τροίας- σαν τα πλούσια Παλαιστινιακά εδάφη και το θαλάσσιο υπέδαφός τους- αξίζει να σταθεί κάποιος. Στο σημείο που της φέρνουν οι νικητές Αχαιοί (οι Έλληνες) τον εγγονό της, ένα μικρό παιδί, βάναυσα και δίχως λόγο κανένα δολοφονημένο, «εκπαραθυρωμένο» από τα Τείχη της Τροίας. Εκεί, η Εκάβη αναρωτιέται στο θρήνο της:
«Τι τάχα στον τάφο σου θα γράψουν;
‘Εδώ είναι θαμμένο ένα παιδί, που κάποια μέρα
το σκότωσαν οι Αργείτες από φόβο;’
Επίγραμμα ντροπής για την Ελλάδα».
Στη δική μας εποχή και στον τόπο μας, το Μάρτιο μήνα του 2024, συντρόφισσα δασκάλα σε δημοτικό σχολείο μιας φτωχογειτονιάς του κέντρου της Αθήνας, γεμάτης από ανθρώπους αραβικής (κυρίως αιγυπτιακής) καταγωγής, μου αφηγήθηκε το εξής «περιστατικό»:
Ένα μικρό κορίτσι της τάξης, με αραβικής καταγωγής χαρακτηριστικά, την πλησίασε και της είπε στο αυτί να πάνε παράμερα. Να μην τους ακούνε. Εκεί της εκμυστηρεύτηκε ότι, στην πραγματικότητα, πατρίδα της είναι το Ισραήλ, ότι από εκεί ήρθανε οι δικοί της, και ότι το Πάσχα θα πάνε να γιορτάσουνε «εκεί» αλλά να μην το πει πουθενά. Ιδιαίτερα, να μην το πει στο μικρό Νικόλα που κάθε του ζωγραφιά- η συντρόφισσα είναι εικαστικός- έχει ή την Παλαιστινιακή Σημαία ή ρουκέτες της Χαμάς. «Μα», απόρησε η συντρόφισσα, σοκαρισμένη από εκείνο το «γιορτάσουμε», «εκεί έχετε πόλεμο», λέει στο μικρό κορίτσι. Και το μικρό κορίτσι, με τα αραβικά χαρακτηριστικά- υπάρχει κι αυτή η κατώτερη των κατώτερων τάξη εντός του «Ισραήλ», εβραίοι από αραβικές χώρες που γίνανε είλωτες των Λευκών Ισραηλινών- της απαντάει:
«Εμάς μας αρέσει ο πόλεμος κυρία. Κι όταν θα πάμε στον θείο μου στο Τελ Αβίβ το Πάσχα, θα γιορτάσουμε. Είναι πολύ ωραία εκεί, είναι ωραία η χώρα μου. Αλλά, μην το πείτε στους άλλους».
Ρώτησα τυχαία, από απλή κοινωνική αμηχανία, τη συντρόφισσα δασκάλα πώς λέγεται το μικρό κορίτσι. Μου απάντησε πως ακούει στο όνομα Ειρήνη.
Μια μικρή, λοιπόν, Ειρήνη, σε έναν ξένο τόπο, στην Ελλάδα, με ό,τι τρύπιο ρούχο και τρύπια ψυχή αυτό συνεπάγεται, μαθαίνει από κάποιους να αγαπάει ό,τι αγαπάνε: τον Πόλεμο, την καθημερινή Σφαγή, την καθημερινή Βαρβαρότητα.
Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να έχει δίκιο ο γιος της λαχανοπώλισσας από το Χαλάνδρι: αυτό το «τετράκυκλο το σύνεργο», αυτό το «ξυλάλογο» των αμερικανικών μονοπωλίων, αυτός ο Δούρειος Ίππος , αυτό το κατασκευασμένο Ισραήλ στη χώρα Παλαιστίνη. Αυτό το δόρυ των Ιμπεριαλιστών.
Αυτό, μπορεί να φτιάξει μικρές Ειρήνες που να «τους αρέσει ο πόλεμος».
Γιατί, προφανώς, καλοαναθρεμμένο το θηρίο του «Ισραήλ», εδώ και δεκαετίες, έχει φτάσει στον εικοστό πρώτο αιώνα να ξερνάει μια βαρβαρότητα νέας ιμπεριαλιστικής σοδειάς. Μια βαρβαρότητα που δεν αποτελεί εξαίρεση, δεν έρχεται να παραβιάσει τα ήθη του πολέμου, όπως κατήγγειλε ο Ευριπίδης στα έργα του, ήθη μιας «πολύ ξεπερασμένης» εποχής, που όμως επίτασσαν το σεβασμό στους αιχμαλώτους, το σεβασμό στους νεκρούς του εχθρικού στρατοπέδου, την ταφή τους, το σεβασμό σε μια πολιορκημένη πόλη που αντέχει, το σεβασμό στους τραυματίες της, στα σχολεία της, στα νοσοκομεία της, στους ναούς της, στους αμάχους της. Αλλά αποτελεί, στις μέρες μας, την κορύφωση της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, που θα κορυφώνεται ανήθικα όσο δεν αποφασίζουμε να βρεθούμε για να τη σταματήσουμε.
Ένα «επίγραμμα ντροπής» για όλη την ανθρωπότητα.
Ελένη Χαύτη