Η εντύπωση που δημιουργούν σήμερα όπως και τότε είναι ότι την κανονικότητα του καπιταλιστικού- ιμπεριαλιστικού συστήματος την συντάραξε ένας αστάθμητος παράγοντας, μια κακή συγκυρία ή μια λαθεμένη πολιτική. Για την κρίση που ξεκίνησε το 2007 προσπάθησαν να μας πείσουν ότι είναι «απλά μια οικονομική κρίση», όχι καπιταλιστική. Μάλιστα όσο πιο βαθιά εκδηλωνόταν στην χώρα μας γινόμασταν κοινωνοί εξειδικευμένων οικονομικών όρων που μπέρδευαν συνειδητά και συσκότιζαν ακόμη περισσότερο τον χαρακτήρα της κρίσης.
Αντίστοιχα, η πανδημία του Covid19 παρουσιάστηκε σαν μια «υγειονομική κρίση» και μας πλούτισε από τα δελτία ειδήσεων με εξειδικευμένη ιατρική ή ιατρικοφανή ορολογία για να την εξηγήσουμε. Κοινός επίσης τόπος στην αστική προπαγάνδα είναι ότι όλοι θα μαρτυρήσουμε γιατί όλοι φταίμε.
Σήμερα ο κύριος ένοχος για την κακή λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, για μια «νέα οικονομική κρίση», για το νέο σφαγείο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης είναι ο covid19. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Περάσαμε αλήθεια από μια παλιά οικονομική κρίση σε μια νέα λόγω του Covid19; Κι αν όχι ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετούνται από την παρουσίαση «κρίσεων» ως μεμονωμένων έκτακτων φαινομένων στον καπιταλισμό; Και που στοχεύει τελικά όλη αυτή η αστική προπαγάνδα;
Εδώ είναι χρήσιμο να θυμίσουμε τις δύο κύριες αστικές αφηγήσεις για την κρίση 2007- 2009. Θα αφήσουμε λόγω χώρου κατά μέρος το πεδίο της μεταφυσικής των συνωμοσιολογιών χωρίς να παραβλέπουμε καθόλου την ταξική του διάσταση: Aυτό ή αυτοί που φταίνε είναι τόσο μακριά ή έξω από εμάς που δεν μπορούμε να τα βάλουμε μαζί τους, πόσο μάλλον να τους ακουμπήσουμε. Η αγανακτισμένη φωνακλάδικη εκδοχή της μικροαστικής αντίληψης λέει με χίλιες φωνές: μην πειράξετε ούτε τρίχα από τις εξουσίες του Κεφαλαίου.
Η πρώτη λοιπόν αστική ακαδημαϊκή και εξωακαδημαϊκή φιλολογία (αυτή που πιστώθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία στον νεοφιλελευθερισμό) ήταν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα τέλειο σύστημα. Τα προβλήματά του- μέσα σε αυτά και η κρίση που «ξέσπασε»- είναι μόνο τυχαία. Είναι ένα σύστημα σταθερό. Η δεύτερη αστική ανάλυση (που πιστώθηκε στους νοσταλγούς του κευνσιανισμού σοσιαλδημοκράτες και μη) ήταν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένα σταθερό σύστημα. Δεν είναι δυστυχώς τέλειος. Πρέπει να ρυθμίσουμε την αστάθειά του με διάφορα μέτρα και πολιτικές.
Οι δύο αυτές σε γενικές γραμμές αναλύσεις βέβαια δεν φτιάχτηκαν το 2007-2009. Οι υπέρμαχοι της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είτε με ανθρώπινο πρόσωπο είτε χωρίς αυτό έχουν πολλές φορές δείξει τον επικίνδυνο για τους λαούς ρόλο τους στην νεότερη παγκόσμια ιστορία.
Ήταν όμως η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2007 ένα μεμονωμένο πρωτόγνωρο φαινόμενο; Με αρχή μέση και τέλος;
Στο πρώτο ερώτημα δεν μπορούν να απαντήσουν θετικά οι αστοί οικονομολόγοι- θεωρητικοί χωρίς να χάσουν και το τελευταίο ίχνος επιστημονικής αξιοπρέπειας που τους έχει μείνει. Παραδέχονται αναγκαστικά προς αποφυγή γελοιοποίησης ότι η ιστορία του καπιταλισμού είναι συνυφασμένη με τις κρίσεις. Υποστηρίζουν όμως ότι τα αίτια της πρώτης από την επόμενη διαφέρουν και σίγουρα δεν σχετίζονται με τον τρόπο παραγωγής ή αν σχετίζονται μπορούν να ρυθμιστούν.
Κατά κοινή ομολογία, από τον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, τον σύγχρονο του Μαρξ καπιταλισμό του ελεύθερου συναγωνισμού, «συμβαίνουν» κρίσεις στη βιομηχανία, κατά τακτικά, δεκαετή σχεδόν διαστήματα. Με το πέρασμα στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, η κρίση του καπιταλισμού γίνεται γενική και οδηγεί στον ιμπεριαλιστικό Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο μεσοπόλεμο η μόνη περίοδος σταθερότητας, κατά γενική επίσης ομολογία, ήταν η τετραετία 1924-1928. Ακολουθεί γενική κρίση- το κραχ του 1928-1929- η οποία οδηγεί στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αντισοβιετικό και ενδοϊμπεριαλιστικό ταυτόχρονα.
Η μόνη «χρυσή εποχή» που γνώρισε η καπιταλιστική συσσώρευση, με υψηλή κερδοφορία του κεφαλαίου ήταν η 25ετία της ανοικοδόμησης μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακριβώς λόγω των καταστροφών του πολέμου, σε έμψυχο και άψυχο υλικό, εμφανίζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Μέχρι όμως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, η απόσπαση απλήρωτης εργασίας, υπεραξίας και η «επένδυσή» της σε ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με σκοπό την αποκόμιση κερδών, αυτή η παραγωγή για την παραγωγή, οδηγεί πάλι σε μείωση της κερδοφορίας. Οι κευνσιανές πολιτικές τόνωσης της ζήτησης δεν είναι πλέον κατάλληλες. Η κεφαλαιοκρατική τάξη και τα κρατικά της επιτελεία προσπαθούν για ανάκαμψη της κερδοφορίας μέσω της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η μεταπολεμική περίοδος του μονοπωλιακού καπιταλισμού, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, είναι η περίοδος της εμφάνισης του ηλεκτρονικού υπολογιστή, της πληροφορίας, της ατομικής ενέργειας και μιας σειράς νέων τότε επιστημονικών κλάδων, κυβερνητική, πυρηνική φυσική, γενετική, βιομηχανική κτλ. Αυτή, δηλαδή, η φάση που περιγράφεται ως Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση τονίζοντας την επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Στην ιστορία της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων, η μεταπολεμική περίοδος για το καπιταλιστικό- ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι η περίοδος της «πληροφορικοποίησης»: της εισαγωγής δηλαδή στην παραγωγή αρχικά στα εδάφη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, μα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 όλο και πιο διευρυμένα στο σύνολο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής των διαφόρων τύπων αυτόματων μηχανών. Χρήση του προσωπικού υπολογιστή, ενός μέσου εργασίας που αλλάζει τη σχέση νεκρής- ζωντανής εργασίας.
Ανάπτυξη λοιπόν μεταπολεμικά νέων τεχνολογιών, οικονομία πάνω σε νέα τεχνολογική βάση, ενώ η ανθρωπότητα θα έπρεπε να πανηγυρίζει για την πρόοδό της, για όλα αυτά τα εργαλεία που κατέκτησε με την αδιάκοπη δουλειά της για να μειώσει τον μόχθο της επιβίωσής της, από τα μέσα της δεκαετίας του 70 το καπιταλιστικό στρατόπεδο μπαίνει σε βαθιά κρίση. Παλιοί εξειδικευμένοι εργάτες γεμίζουν τις ουρές των ανέργων, νέοι ανειδίκευτοι μπαίνουν σε δουλειές με αυξημένο βαθμό εκμετάλλευσης. Το μερίδιο της εργατικής τάξης στην πρόνοια, ως ελάχιστος φόρος για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στην κεφαλαιοκρατική τάξη ως σύνολο, τίθεται υπό αμφισβήτηση και ισοπέδωση.
Όσο και να προσπαθήσει η αστική οικονομολογική διανόηση, που τρέφεται κατευθείαν από τον πλακούντα της κεφαλαιοκρατικής κύησης, δεν μπορεί να εξηγήσει στον κόσμο της δουλειάς, στον παραγωγό λαό, γιατί η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από πρόοδος γίνεται κατάρα. Γιατί δηλαδή από το να βελτιώνει τις ζωές μας γίνεται αιτία πολέμων εσωτερικών, κέρδη για το κεφάλαιο- ανεργία για το λαό, κέρδη για το κεφάλαιο- ξεζούμισμα της εργατικής τάξης ή πολέμων εξωτερικών: κέρδη για τα μονοπώλια- ξεζούμισμα λαών, κέρδη για τα μονοπώλια- πολεμικές συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο, κέρδη για τα μονοπώλια- απαλλοτρίωση χωρών, πλούτου, ολόκληρων λαών.
Κι αν αυτή η τρομερή αντίφαση δεν μπορούσε τότε να εξηγηθεί, πόσο μάλλον τώρα, στον 21ο αιώνα, όπου μιλάμε και βιώνουμε την λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Ρομποτική στην παραγωγή, αυτοματοποίηση στον βιομηχανικό και στον αγροτικό τομέα, 3D εκτυπωτές, drones, νανοτεχνολογία, κτλ. Η παραγωγικότητα έχει εκτοξευθεί σε πρωτόγνωρα ύψη, καθώς η αυτοματοποίηση έχει αγκαλιάσει με ολιστικό τρόπο την παραγωγή. Για να το θέσουμε απλά βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που 3D εκτυπωτές υπόσχονται μέχρι και την κατασκευή κατοικιών, αλλά όσο πιο πολύ πλησιάζουμε προς αυτό, τόσο πιο πολλοί συνάνθρωποί μας γίνονται άστεγοι ή επιβιώνουν σε πολύ κακές συνθήκες στέγασης.
Παράλληλα, όσο αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, στις φάσεις των «Βιομηχανικών Επαναστάσεων» που είναι αλληλένδετες στην εξέλιξή τους, η καπιταλιστική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής φρενάρει σκόπιμα την παραγωγή. Μια πλήρως αυτοματοποιημένη διαδικασία παραγωγής, μια φάμπρικα ρομποτοποιημένη από άκρη σε άκρη και από αρχή μέχρι τέλους, μπορεί κατά καιρούς να χρησιμοποιείται ως φόβητρο ενάντια στις εργατικές διεκδικήσεις, αλλά οι πιο ξύπνιοι από τους κεφαλαιοκράτες αντιλαμβάνονται ότι θα έσκαβαν το λάκκο των κερδών τους: Οι μηχανές, από την πρώτη σύνθετη εργαλειομηχανή της μανουφακτούρας ως τον τελευταίο αισθητήρα των ρομπότ σήμερα, ενώ μπαίνουν στην παραγωγή με σκοπό το κέρδος, οι ίδιες όμως δεν παράγουν υπεραξία. Υπεραξία παράγει μόνο η χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης, η απλήρωτη εργασία. Χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα η μηχανή είναι ένα νεκρό σώμα αλλά ταυτόχρονα μια μηχανή που μπορεί να αντικαταστήσει κάθε ανθρώπινη λειτουργία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο ως αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι ένας κεφαλαιοκράτης της αυτοματοποίησης σαν τον Μπιλ Γκέιτς έχει ξεκινήσει από το 2017 καμπάνια για φορολόγηση των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ρομπότ. Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι επίκεντρο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός το 2016, εκεί όπου σουλάτσαρε και ο δικός μας «διαχειριστής» με τα νταούλια Τσίπρας, ήταν η έρευνα που παρουσιάστηκε για τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, προβλέποντας μάλιστα από τότε εκατομμύρια χαμένες θέσεις εργασίας μέχρι το 2020 σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους και κυρίως στην υγειονομική περίθαλψη και στον κλάδο της Ενέργειας.
Το να σκεφτεί κανείς ότι κόπτονται οι μονοπωλιακοί όμιλοι και οι εξαρτημένοι από αυτούς κεφαλαιοκράτες για την καταστροφή της ανεργίας είναι βέβαια σαν να φαντάζεται ότι η εργοδοτική μας ΓΣΕΕ θέλει να ανατρέψει την εκμετάλλευση. Στην πραγματικότητα η αστική διανόηση γνωρίζει ότι σε κάθε μετάβαση από τη μία φάση των μέσων στην επόμενη, τα κέρδη είναι σίγουρα. Ανεβάζοντας την παραγωγικότητα με τις νέες τεχνολογίες ο κάθε κεφαλαιοκράτης- μονοπώλιο ξεχωριστά φτηναίνει τα παραγόμενα εμπορεύματα και τα κέρδη του από την παραγόμενη υπεραξία είναι μεγαλύτερα. Φτάνει μόνο να συγκρίνουμε με ποιο τρόπο και με τι ταχύτητα παράγονταν π.χ. πριν πενήντα χρόνια τα αυτοκίνητα ή οι υπολογιστές και αντίστοιχα στο σήμερα. Γνωρίζουν όμως επίσης ότι όταν αυτή η μετάβαση των μέσων τείνει να αγκαλιάσει όλο και περισσότερους κλάδους παραγωγής, οι ρυθμοί συσσώρευσης των κερδών τους, η πραγματοποίηση της υπεραξίας, γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Γι’ αυτό και αναζητούν τρόπους «ρύθμισης ή συνεργασίας» μέσα από τις διεθνείς διασκέψεις τους. Στην πραγματικότητα αναζητούν αναδιάταξη των μονοπωλιακών συμμαχιών καθώς κάθε κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου μπορεί να «λυθεί» με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων για διασφάλιση αγορών, νέων ή παλιών πηγών ενέργειας, με ένοπλες επεμβάσεις ή χωρίς, και με αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Πάνω σε αυτό το έδαφος της καταστρεπτικής άλυτης αντίθεσης που γεννά, όχι η ίδια η εξέλιξη των μέσων παραγωγής, αλλά η καπιταλιστική τους ιδιοποίηση, βαθαίνει ο βάλτος των «κρίσεων» που πνίγει τον πλουτοπαραγωγό λαό. Ένας τέτοιος βάλτος είναι και ο σημερινός με την πανδημία του COVID19 να έχει αναδείξει άλλη μια φορά τη σαπίλα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Κι’ αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της σημερινής αστικής κρισεολογίας: να συγκαλύψει την αντίθεση, να μην αναρωτηθεί ο εργάτης όχι μόνο τι δημιουργεί τις κρίσεις που φορτώνονται στην πλάτη του αλλά πρωτίστως να μην αναρωτηθεί πώς δημιουργούνται τα κέρδη. Να γίνει κοινωνός της αστικής πολιτικής οικονομίας: τα κέρδη από το κεφάλαιο, η πρόσοδος από τη γη, ο πλούτος από τις επενδύσεις, όλα σε ένα όμορφο κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο μετέχουμε όλοι ισότιμα. Πόσο μάλλον να μην αρχίσει να σκέφτεται πόσο διαφορετική και θωρακισμένη από κάθε ιό θα ήταν η ζωή του σε ένα σύστημα που θα στοχεύει στην κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και όχι στην αδηφαγία των ληστών του ανθρώπινου μόχθου.