Χτύπησε ο κορονοϊός την ελληνική ανάκαμψη ή διανύουμε το 11ο έτος μιας κρίσης που βαθαίνει; Οι αστοί οικονομολόγοι και δημοσιολόγοι στη χώρα μας από το 2009 έχουν αναγάγει την «οικονομική κρίση» σε «δημοσιονομική κρίση», σε κρίση χρέους.
Ας δούμε κι εδώ χονδρικά τις αντιλήψεις που κυριάρχησαν. Η σκληρή «νεοφιλελεύθερη» φιλολογία υποστήριζε ότι για την ατυχή συγκυρία έφταιγε ο διογκωμένος δημόσιος τομέας και τα «πολλά που έπαιρναν στον ιδιωτικό». Η σοσιαλδημοκρατική πάλι αναγνώριζε την «δημοσιονομική κρίση» ως αποτέλεσμα της λαθεμένης πολιτικής των ντόπιων κυβερνήσεων αλλά και του σκληρού πυρήνα της συμμαχίας ΕΕ, ιδίως κατήγγειλε τη γερμανική πολιτική λιτότητας. Και στις δύο φιλολογίες κύριο ρόλο είχε η συλλογική ευθύνη του δημόσιου χρέους. Όπως και σήμερα εν μέσω πανδημίας η αστική προπαγάνδα φροντίζει πρωτίστως να δώσει αταξικό χαρακτήρα στις αιτίες των δεινών, η εθνική ομοψυχία του «όλοι μαζί τα φάγαμε» είναι σήμερα το «όλοι μαζί μπορούμε».
Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Ήταν και είναι το χρέος «εθνικό» χωρίς ταξικό πρόσημο; Κι αν ναι ποια και πόση είναι η ευθύνη της εργατικής τάξης και ποια και πόση αντίστοιχα της αστικής; Το ίδιο αυτό ερώτημα μπορεί να τεθεί και διαφορετικά ώστε να περιλαμβάνει και την περιβόητη προκορονοϊκή ανάκαμψη. Τι θα απομείνει για την εργατική τάξη σε μισθούς και τι για την αστική σε κέρδη τόκους γαιοπρόσοδους αν «καθαρίσουμε» το ΑΕΠ; Ποιες ήταν για όλη την μεταπολεμική περίοδο στη χώρα μας οι κοινωνικές δαπάνες, ποιες οι γραφειοκρατικές και στρατιωτικές, ποια τα κέρδη για το κεφάλαιο; Έπαψε ποτέ η εργατική τάξη να πληρώνει τους φόρους και γιατί το κεφάλαιο είχε χαμηλή φορολόγηση; Πώς γίνεται η εργατική τάξη της χώρας να έχει το ελάχιστο ποσοστό της πίτας του ΑΕΠ, τα αφεντικά το μεγαλύτερο αλλά η πρώτη να ευθύνεται για τα χρόνια δημόσια ελλείμματα και οι δεύτεροι όχι;
Αν θέτουμε ξανά αυτά τα ερωτήματα μετά από τα «προγράμματα οικονομικής προσαρμογής» μιας δεκαετίας και εν μέσω της πανδημίας είναι για να τονίσουμε ότι η πλειοψηφία της χώρας μας, η εργατική τάξη της πόλης και της υπαίθρου, όχι μόνο δεν ευθύνεται για την κρίση αλλά έχει βαθιά χαραγμένη στο σώμα της και στην ψυχή της, μια δεκαετή επίθεση του κεφαλαίου, που με πρόσχημα σήμερα την πανδημία, αλλά με αιτία την ανάκαμψη των κερδών, εντείνεται ραγδαία.
Αυτό που κρύβεται πίσω από τα λογάκια περί «εθνικής ενότητας και ομοψυχίας» είναι η μακρόχρονη κρίση υπερσυσσώρευσης του ντόπιου κεφαλαίου, προερχόμενης από την εκμετάλλευση του ντόπιου και ξένου εργατικού δυναμικού, που στη χώρα μας είναι παράλληλα κρίση της εξαρτημένης από το ξένο κεφάλαιο αστικής τάξης.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί καταρχήν ότι το χρέος μια χώρας δεν οδηγεί απαραίτητα σε κατάρρευση της οικονομίας της και σε εξαθλίωση του λαού της. Αν ήταν έτσι η γιαπωνέζικη οικονομία με χρέος 229,8% το 2011 θα έπρεπε να έχει υποθηκεύσει το μέλλον της στους ξένους τοκογλύφους για 80 χρόνια, όχι μέχρι το 2060 όπως «κατάφερε» η ελληνική αστική τάξη στη χώρα μας. Εδώ θα μειδιάσουν οι αστοί ειδικοί «μα τι συγκρίνουμε τώρα…», «συγκρίνεται το επίπεδο βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας με της Ελλάδας»; Όχι βέβαια. Δεν συγκρίνεται. Γιατί όμως; Γιατί το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας δεν μπορεί να συγκριθεί με πολλά άλλα; Μήπως υπονοούν ακόμη και οι αστοί τελικά ότι ο λενινιστικός νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης ισχύει στο σήμερα πέρα ως πέρα; Κι αν ναι ποια είναι η θέση της χώρας μας και γιατί;
Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Βίδα και κυρίως από τις δημοσιεύσεις και τις εκδόσεις της Κόκκινης Βιβλιοθήκης έχουμε πολλές φορές τονίσει τον ρόλο των αγγλικών και μετέπειτα των βορειοαμερικανικών μονοπωλίων τόσο για την μεταπολεμική συνεργασία τους με την ντόπια αστική τάξη στο ματοκύλισμα του λαού όσο και στην συμβολή τους στο εξαρτημένο «παραγωγικό μοντέλο» της χώρας μας. Η νίκη του μοναρχοφασισμού- με όπλα και χρηματοδότηση από το ξένο κεφάλαιο- σήμαινε ταυτόχρονα την ήττα ενός μοντέλου ανάπτυξης που θα χρησιμοποιούσε τις πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις της χώρας για την κάλυψη των αναγκών του λαού και όχι για την συσσώρευση κερδών των κεφαλαιοκρατών. Το περιοδικό Ανταίος και η «Βαριά Βιομηχανία» του Δ. Μπάτση (βλ. φωτο), δεν ήταν απλά θεωρητικά έργα. Αντιθέτως ήταν τα εργαλεία που το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα επεξεργαζόταν καθημερινά για την ανοικοδόμηση της χώρας πάνω στη βάση της σχεδιοποιημένης παραγωγής με αφέντη το λαό, τον εξαθλιωμένο εργάτη της πόλης και τον φτωχό αγρότη. Αντί για αυτό είχαμε Βαρβαρέσσο, σχέδιο Μάρσαλ και μια ιστορία ευημερίας για τους λίγους. Η ήττα του ΔΣΕ σήμαινε νίκη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης για την απόσπαση κερδών.
Για το τι σημαίνουν για την πλειοψηφία του λαού, οι «χρυσές εποχές» του καπιταλισμού, αρκεί να δούμε την μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του ελληνικού καπιταλισμού: κατά κοινή αποδοχή είναι η περίοδος 1960-1973. Η περίοδος δηλαδή της βίας και νοθείας, της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας του λαού από τα διαδοχικά πραξικοπήματα της δικτατορίας του Κεφαλαίου. Μην ξεχνάμε επίσης ότι ένα κομμάτι της νέας αστικής τάξης της περιόδου ήταν τα ληστρικά αρπακτικά της Κατοχής, οι μισητοί μαυραγορίτες που βρήκαν στα δεινά του λαού πεδίο για πρωταρχική συσσώρευση αρπάζοντας γη και βιός.
Την χρυσή αυτή εποχή κερδοφορίας διαδέχεται η κρίση του 1974-1979, η πρώτη μεταπολεμική κρίση υπερσυσσώρευσης σε παγκόσμιο επίπεδο, που επιδεινώνεται την περίοδο 1980-1985 για τη χώρα μας με την είσοδό της στην ΕΟΚ των ιμπεριαλιστών. Η επόμενη καλή εποχή συσσώρευσης για τα ντόπια αφεντικά είναι η οκταετία 1996- 2004 μέχρι την συμμετοχή στο «κοινό» εργαλείο ιμπεριαλιστικής πολιτικής του ευρώ. Από εκεί και πέρα το ποσοστό κέρδους της ντόπιας αστικής τάξης είναι ελάχιστα ανοδικό μέχρι το 2005 όπου αρχίζει ο κατήφορος. Για τα τέσσερα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2009, η τεχνητή ένεση στην κατανάλωση από τον δανεισμό των τραπεζών έγινε σαμαράκι στον κατήφορο. Μέχρι που και αυτή η διαδικασία εξαντλήθηκε και έτσι ήρθαν στο φως και στις πλάτες του εργαζόμενου λαού τα θεμελιώδη προβλήματα της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή οι άλυτες αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η παραγωγή για την κερδοφορία οδηγεί σε κατάρρευση της κερδοφορίας και παρασύρει στην καταστροφή τις δουλειές, τους μισθούς, τις συντάξεις, τις κοινωνικές δαπάνες.
Σε αυτές τις πιο πρόσφατες «περικοπές των κοινωνικών δαπανών» όπως κυνικά ονομάζεται η διάλυση του συστήματος υγείας και πρόνοιας, πατάνε οι σημερινές ελλείψεις σε υλικά, υποδομές, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Σε αυτές επίσης πατάει και η αβάντα στους ιδιώτες κερδοσκόπους της υγείας, με την εμπορευματοποίηση της υγείας όλα αυτά τα χρόνια να παίζει πρωτεύοντα ρόλο
Σήμερα είναι ακόμη πιο προφανές ότι η αστική τάξη της χώρας είναι εμπόδιο στην πρόοδο του λαού. Η ανάκαμψη των κερδών της στηρίζεται στην ένταση της εκμετάλλευσης και στην υποθήκευση του ντόπιου πλούτου στο ξένο κεφάλαιο. Το μεγάλο σφαγείο του υπερδανεισμού της τελευταίας δεκαετίας από όλες τις κυβερνήσεις, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, ΝΔ το αποδεικνύει περίτρανα. Η αστική φρασεολογία που εξαγγέλλει κάθε φορά το τέλος της κρίσης στοχεύει στην πραγματικότητα στο τέλος του ταξικού αγώνα. Στην υποταγή της Εργασίας στο Κεφάλαιο μέχρι τελευταίας ανάσας, από την τυπική υποταγή, την παράταση της εργάσιμης ημέρας μέχρι την πραγματική, την ένταση της εκμετάλλευσης μέσα στην οποιαδήποτε μονάδα εργάσιμου χρόνου.
Οι μαζικές απολύσεις, η εκ περιτροπής ανεργία, η δουλειά από το σπίτι, το πάγωμα του κατώτατου μισθού όπως και όλα τα μέτρα που πάρθηκαν τους τελευταίους μήνες, δεν είναι λοιπόν αποτέλεσμα του πρόσφατου μερικού λοκντάουν της ντόπιας οικονομίας. Είναι συνέχεια της επίθεσης του κεφαλαίου για την ανάκαμψη των κερδών του. Για αυτά τα κέρδη λεηλατήθηκε την τελευταία δεκαετία ο εργαζόμενος λαός, για αυτά τα κέρδη καλείται σήμερα από τα αφεντικά να σκύψει το κεφάλι με την απειλή του COVID19. Ώστε να είναι για άλλη μια φορά αυτός, ο πλουτοπαραγωγός λαός, ο μοναδικός χαμένος.