Είναι μέρες καύσωνα, μέρες καυτές καλοκαιριάτικες. Μέρες που οι εργαζόμενοι, ειδικά οι ξωμάχοι της πόλης αναστενάζουν και ιδρώνουν χύνοντας πολλά καντάρια ιδρώτα. Είναι μέρες που μικρές κινήσεις αλληλεγγύης από ανθρώπους, σε κάνουν να νοιώθεις και εσύ άνθρωπος και να γεμίζεις κουράγιο για να συνεχίσεις.

Έτσι τιμής ένεκεν μια μικρή μνεία για ανθρώπους που βοηθήσανε εμένα πολλές φορές, σε μια από τις πολλές δουλειές που έχουμε κάνει τα μέλη και οι φίλοι αυτής της οργάνωσης.

Στη δουλειά αυτή, που μπαινοβγαίναμε σε πολυκατοικίες και σε σπίτια, υπήρξαν ηλικιωμένοι φωτεινοί άνθρωποι που μοίραζαν απλόχερα και άδολα τη στοργή τους.

Στην Άνω Καισαριανή με περίμενε πάντα μια γλυκιά προσφυγοπούλα η κα Κ., 85 χρονών τότε. Είχε την πιο κελαριστή φωνή που άκουσα ποτέ. Μου διηγιόταν λοιπόν: Έμενε κάποτε στις παράγκες πάνω από το Βενιζέλο. Κάθε φορά που φούσκωνε το ποταμάκι που κατέβαινε από τον Υμηττό, το νερό έμπαινε στα παραπήγματά τους και τους χάλαγε το σπιτάκι.

Στην κατοχή τα τάγματα ασφαλείας και οι γερμανοτσολιάδες μπουκάρανε στα σπιτάκια τους και τους φοβερίζανε. «Παλιοκουμουνιστές, θα σας σφάξουμε. Θα σας γ… τις πουτάνες τις κόρες σας». Και τους πετάγανε τα πράματα όξω, ψάχνοντας για όπλα στην κόκκινη γειτονιά. Κάποτε την έστειλε η μάνα της στην θειά της. Έμενε κάτω από το Σκοπευτήριο.

Εκείνη η ημέρα ξημέρωσε 1 Μάη του 1944. Στην Πανιωνίου, θαρρώ, συναντά τα καμιόνια με τους μελλοθάνατους κομμουνιστές. Στέκεται στην άκρη. Ξαφνικά ένας πηδάει από το φορτηγό και ξεφεύγει. Σταματάνε, κατεβαίνει η γερμανική συνοδεία και βουτά ένα παιδάκι 14 χρόνων που βαστούσε ένα μαντήλι με το κολατσιό του. Τον τσακώσανε στην τύχη και τον βάλανε στη θέση του δραπέτη για να συμπληρωθεί το νούμερο. Το πήγαν για εκτέλεση. Φορούσε καρό πουκαμισάκι… Να τα λέει η κα Κ. και να κλαίει. Να κλαίω και εγώ που έκανα το διάλειμμά μου στο διαμερισματάκι της.

Είχε μια αδερφή η κα Κ. Τον Δεκέμβρη του 44 βρεθήκανε οι δυο τους μαζί με άλλα παιδόπουλα, στο προαύλιο του 7ου γυμνασίου, στο άλσος Παγκρατίου. Τα είχανε μαζέψει εκεί υποχρεωτικά οι Άγγλοι. Εκεί στη γωνιά του προαυλίου έπεσε «κατά λάθος» ένας εγγλέζικος όλμος. Η αδερφή της έκτοτε, μέχρι και που πέθανε, και όπως την γνώρισα και γω, έπαθε ταραχή και έτρεμε. Από το 44 έως το 2019 κουβαλούσε την ασθένεια που κάνεις δεν γιάτρεψε. Με φίλευε η κα Κ. νερό κι ό,τι άλλο είχε, με το ζόρι! Μια καραμέλα για να έχω δύναμη μου έλεγε. Έμαθα ότι την πήρανε τα εγγόνια της κοντά τους σε άλλη πόλη. Ώρα της καλή όπου κι αν βρίσκεται.

Μια άλλη γλυκύτατη κυρία με περίμενε πάντα στην είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε στο Παγκράτι, πάνω από το Βατραχονήσι. Με ένα κουλουράκι στο χέρι. Η κα Κο. από ένα ορεινό χωριό του Μαινάλου. Ανταρτοχώρι και στον εμφύλιο απελευθερωμένο από τον ΔΣΠ. Είχε την τύχη να συναντήσει, παιδάκι όταν ήταν, τον καπετάνιο Πέρδικα. Μου είπε ότι το τραγούδι που χόρεψε ήταν το «Τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο», Καλαματιανός χορός.  Τον είδε στην πλατεία και ήταν σαν το αετό. Τα θυμάται ακόμα και βουρκώνει από τη συγκίνηση. Ο άντρας που παντρεύτηκε αργότερα, ήταν ανταρτόπουλο 16-17 χρονών στον εμφύλιο. Ήταν το μοναδικό παιδί που γλύτωσε την εκτέλεση γιατί ήταν ο μικρότερος αδερφός στους τέσσερις που δολοφονήθηκαν από τους «νικητές» μοναρχοφασίστες. Μου έλεγε η κα Κο. που είχε κρυφτεί ο άντρας της σε ένα βάλτο. Αναγκάστηκε να βγάλει την χλαίνη που φορούσε για να μην τον τραβήξει η λάσπη στον πάτο. Μέχρι να πεθάνει της έλεγε με παράπονο για την χλαίνη που ήταν εγγλέζικη, τόσο καλή και ζεστή, και με πόνο καρδιάς την ξεφορτώθηκε.

Θυμάμαι μου έλεγε με παράπονο η κα Κο. «Πάω στο άλσος για περίπατο και δεν αντέχω τις συνομήλικές μου. Όλο βλακείες ακούω. Άσε που έχει γεμίσει παντού φασίστες».

Γεια σου κα Κο. βασανισμένη γυναίκα.

Κάπου εδώ θα τελειώσει αυτή η όμορφη αναδρομή με τους όμορφους λαϊκούς ανθρώπους, με τον κύριο Γ. σε μία πολυκατοικία στο Παγκράτι, σύνορα με Καισαριανή. Κατά τη διάρκεια των εκάστοτε εργασιών που γινόσαντε στην είσοδο της πολυκατοικίας, πάντα ο κύριος Γ. με περίμενε, χειμώνα καλοκαίρι, με σορτσάκι και με κοντομάνικο. Ο ορισμός του αειθαλή λεβέντη τρίτης ηλικίας, ένας εξαιρετικά χαρούμενος, δραστήριος και ενεργός άνθρωπος. Με καλοδεχόταν με τα γλυκά του λόγια, με ένα μπουκαλάκι νερό.

Μια μέρα πάνω στην κουβέντα που είχαμε πιάσει, μου είπε ότι είχε γεννηθεί τέλη του 30 στην Καρδίτσα. Με την πρώτη αναφορά που του κάνω για τη μάχη της Καρδίτσας μεταξύ Δημοκρατικού Στρατού και μοναρχοφασιστών το 1949, ο κύριος Γ. άναψε. Μου είπε λεπτομέρειες από τη μάχη που θυμόταν ως μικρό παιδάκι, μου είπε για το δωμάτιο της αδερφής του το οποίο γέμισε με καπνούς και με σφαίρες όταν βρέθηκε βαλλόμενο κάτω από τα πυρά των κυβερνητικών και άλλα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Οπότε με τον κύριο Γ. άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη σχέση μας. Ο κύριος Γ. μου φερνε βιβλία για το αντάρτικο της περιοχής του και εγώ περιοδικά, μπροσούρες και βιβλιαράκια της Κόκκινης Βιβλιοθήκης και της Βίδας, με έμφαση στον ΔΣΕ. Ο κ. Γ. να είναι καλά! Ζει ακόμα. Είναι σε διαρκή κίνηση στην πολυκατοικία, πρόθυμος να βοηθήσει, να δώσει τη συμβουλή του και να μπει μπροστά σε οποιαδήποτε διαδικασία αφορά τη μικρή κοινωνία της πολυκατοικίας του. Έτοιμος να αγκαλιάσει σίγουρα τον επόμενο νεαρό εργάτη που θα συναντήσει.

Α.Ν.