Για τον εργατόκοσμο των ανατολικών (και όχι μόνο) συνοικιών, που λόγω οικονομικής στενότητας πολύ εύκολα αποκλείεται από τα πολιτιστικά δρώμενα, είναι πολύ σημαντική η λειτουργία του θερινού κινηματογράφου «Αιολία» μέσα στο χώρο του «Θυσιαστηρίου της Λευτεριάς». Μάλιστα, η νέα δημαρχία (Σταμέλος, Λαϊκή Συσπείρωση) εξασφάλισε την πρόσβαση χωρίς αντίτιμο στο θερινό σινεμά για τις καθημερινές (Δευτέρα ως Πέμπτη), τις υπόλοιπες έχει εισιτήριο 5 ευρώ. Πρόκειται για μια απόφαση που επιστρέφει ένα μέρος των δεδουλευμένων στις εργαζόμενες και στους εργαζόμενους, στους τσακισμένους από την ταξική φορολογία αυτοαπασχολούμενους, αφού για όλους θα έπρεπε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε δημόσια δωρεάν υγεία, παιδεία και πολιτισμό και όχι να μπαίνει σε λογαριασμούς offshore ή μη των καπιταλιστικών παρασίτων.

Επικροτεί κάποιος διπλά μια τέτοια επιλογή, όταν γνωρίζει ότι η λειτουργία ενός θερινού κινηματογράφου δεν είναι κάτι απλό και εύκολο. Είναι μια δομή που χρειάζεται οργάνωση, προσωπικό, τεχνική συντήρηση, οικονομική στήριξη. Για αυτό και ο κόσμος της ευρύτερης   γειτονιάς την αγκαλιάζει με σεβασμό.

Οι επιλογές, λοιπόν καλώς πάρθηκαν, το χωράφι -οι εγκαταστάσεις και η λειτουργία τους- οργώθηκε με πολύ κόπο, ας δούμε και τι καρπό σπέρνει το πολιτιστικό τμήμα -ή όποιος αρμόδιος- του ιστορικού Δήμου Καισαριανής. Ποια θα είναι η πνευματική τροφή -οι ταινίες- που αξίζει να γευτεί ο κόσμος, να τη μοιραστεί, να του δημιουργήσει προβληματισμούς, να του οξύνει το ταξικό κριτήριο απέναντι στα σοβαρότατα ζητήματα της εποχής μας, ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του και να σηκώσει το κεφάλι;

Σε αυτό το ζήτημα, παρακολουθώντας τις ταινίες που επιλέχτηκαν ως «πολιτικές» για τα Δευτερότριτα των προβολών, δυστυχώς βιώσαμε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις. Βάζουμε το πολιτικές σε εισαγωγικά καθώς κάθε έργο τέχνης παίρνει την κοινωνικοπολιτική του θέση στην ταξική πάλη. Υπάρχουν, όμως και αυτές που ξεχωρίζουν, γιατί ξεκάθαρα καταπιάνονται ή φιλοδοξούν να καταπιαστούν με ζητήματα ιστορικά, πολιτικά. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι είναι φτιαγμένες ως ταινίες πολιτικής τοποθέτησης. Είτε, λοιπόν, προπαγανδίζουν την πολύ διαδεδομένη και κυρίαρχη θέση της αστικής τάξης, είτε σε πείσμα της τελευταίας αναδεικνύουν μέσω της τέχνης, την αλήθεια που πάντα είναι επαναστατική.

Μέση οδός, όπως προσπάθησε να μας δείξει ο σκηνοθέτης Άντρες Γουντ στην ταινία «Ματσούκα», που αναφέρεται στη Χιλή του 1973, δεν υπάρχει. Ξεκάθαρα προσπαθεί, μόλις τριανταένα χρόνια μετά το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Πινοτσέτ, να συμφιλιώσει την τάξη που στηρίζει τέτοιες σφαγές -προκειμένου να μη χάσει το μερίδιο στα κέρδη της- με το βάρβαρο, ένοχο, κατάπτυστο παρελθόν (και παρόν) της. Δεν χρειαζόταν να κάνει ταινία, λέμε εμείς. Αρκεί το Καθολικό παπαδαριό που έδινε και δίνει στους αστούς άφεση αμαρτιών για τα εγκλήματά τους. Μας εξέπληξε το πολιτιστικό τμήμα της Καισαριανής. Ποια ήταν τα κριτήρια επιλογής μιας τέτοιας ταινίας ίσων αποστάσεων;

Μεγαλύτερη έκπληξη πάθαμε ως θεατές παρακολουθώντας την πιο πρόσφατα γυρισμένη (2019) ταινία «Καλημέρα Γλυκιά Πατρίδα» του Τσενγκίζ Εζκαραμπεκίρ. Δεν γνωρίζουμε το υπόλοιπο έργο του σκηνοθέτη αλλά το θέμα της ταινίας του, η ζωή και το έργο του κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ είναι από αυτά που θέλουμε να μας συντροφεύουν ισόβια και για αυτό με μεγάλη λαχτάρα παρακολουθούμε οτιδήποτε νεότερο βγαίνει. Για αυτό είναι πολύ λυπηρό να βλέπουμε μια ταινία που κάποιος έχει σκαρώσει ως παρωδία τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο. Ξεκινώντας από το τελευταίο, στη συγκεκριμένη ταινία αγγίζει τα όρια της γελοιότητας, η σύγκριση ενός σύγχρονου ποιητή με τον Χικμέτ, μάλιστα με όρους προσωποκεντρισμού. Αυτό που αφήνεται να πλαισιώσει τον κομμουνιστή Χικμέτ που φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κλονίστηκε στην υγεία του, εξορίστηκε από την πατρίδα του πολεμώντας πάντα για τη σοσιαλιστική προκοπή του κόσμου, είναι μια ζωή μέσα στην πολυτέλεια, ακόμη και μέσα στη φυλακή της Προύσας(!). Ο Χικμέτ παρουσιάζεται ως ο διανοούμενος που έκανε τη ζωή του αριστοκράτη και που η τέχνη του δεν ήταν παρά ένα συσσίτιο πνευματικής φιλανθρωπίας στο φτωχό πόπολο. Το γελοίο κορυφώνεται βέβαια με τον «εκ των ων ουκ άνευ» αντικομμουνισμό-αντισταλινισμό -τραβηγμένο από τα μαλλιά- μιας οποιασδήποτε ταινίας της αστικής υποκουλτούρας.

Όσο για τη μορφή; Πλάνο, φωτογραφία, τρόπος γυρίσματος, μουσική -αυτή η μουσική των αποσιωπητικών που συνοδεύει κάθε φράση και καταλήγει εγκεφαλικό βασανιστήριο- ήταν χειρότερα και από τη χειρότερη τουρκική σειρά που έχει προβληθεί στην ελληνική τηλεόραση. (Νομίζαμε μέχρι στιγμής ότι στην προφορική περιγραφή αυτών των σειρών από το γυναικείο παλαίμαχο εργατόκοσμο της χώρας μας θα δοκιμαζόταν η υπομονή και η ευρύτητα της κομμουνιστικής αντίληψης στο να καταλάβουμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τα δάκρυα που προκαλούν οι σειρές αυτές). Είναι, πραγματικά, άξιο απορίας πώς μια σύγχρονη ταινία που αναφέρεται στον Χικμέτ ακολουθεί αυτό το δρόμο στη μορφή διαπράττοντας μια δεύτερη ύβρη απέναντι στην ιστορία και τους αγώνες συνολικά του τουρκικού εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος. Άραγε την είδε πριν την επιλέξει το πολιτιστικό τμήμα; Μήπως μπήκε στην επιτροπή ο Μαραντζίδης και η παρέα του;

Το αποκορύφωμα, βέβαια, της «έκπληξης» ως προς την επιλογή των ταινιών του ΑΙΟΛΙΑ, ήρθε με την ταινία «Γάζα» των Ιρλανδών Γκάρι Κιν- Άντριου Μακκόνελ του 2019. Τη στιγμή που οι σιωναζιστές μέρα την ημέρα, ώρα την ώρα, διαπράττουν το χειρότερο έγκλημα της εποχής μας, την ολοκλήρωση της γενοκτονίας του Παλαιστινιακού Λαού, τη στιγμή που ο τελευταίος με την οργανωμένη του Αντίσταση κρατάει ψηλά τη σημαία της επιβίωσής του, του δίκαιου εθνικοαπελευθερωτικού του αγώνα αλλά και τελικά της παγκόσμιας ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην Καισαριανή, δίπλα από το Μνημείο των δικών μας Εκτελεσμένων από το ναζιστικό στρατό της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας του 20ου αιώνα, παρακολουθούμε τα εξής:

Οι πρωταγωνιστές στο ντοκιμαντέρ, εμφανίζονται κυρίως ως φιλειρηνιστές, κάτι το οποίο δεν είναι από μόνο του «κακό χαρακτηριστικό», τέτοιο όμως γίνεται, όταν προτάσσεται αόριστα η ειρήνη και ο πόλεμος, σαν να ευθύνονται δύο πλευρές, σα να μην υπάρχει κατοχή και αντίσταση. Έλειπε, κατά τη διάρκεια της προβολής, η επεξήγηση των όσων εικόνων παρουσιάζονται στο κοινό (βομβαρδισμοί, συγκρούσεις κτλ)… Σε τέτοιου είδους προβολές (μιλάμε για ντοκιμαντέρ) δεν λείπουν οι νέοι και οι νέες που έρχονται να γνωρίσουν, μέσω πληροφοριών φυσικά, την κατάσταση που συντελείται και σήμερα στην Παλαιστίνη (η κατοχή, ως λέξη, αναφέρεται στη διάρκεια των 92 λεπτών μία φορά). Τα «γενικά και αόριστα» όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο. Θα χρησιμοποιήσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο  δείχνει και την αντίφαση: ενώ ο εκφωνητής του ντοκιμαντέρ αναφέρεται στη Χαμάς ως δήθεν υπαίτια των κακών που συμβαίνουν στην Παλαιστίνη: η εικόνα που συνόδευε την «κριτική» του ήταν μια λαοθάλασσα με Παλαιστίνιους/ες που κρατούν σε απίστευτα μαζικές διαδηλώσεις τα λάβαρά της. Τα ερωτήματα πολλά και για αυτή την επιλογή του πολιτιστικού τμήματος, τη συγκεκριμένη μάλιστα περίοδο για το εθνικοαπλευθερωτικό κίνημα της Παλαιστίνης. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα όσο αφορά το ΚΚΕ και τη θέση του για τον ένοπλο αγώνα στην Παλαιστίνη που σχεδόν δεν αναφέρεται, με το επιχείρημα μάλιστα… ιδεολογικών διαφωνιών με τους μαχητές της αντίστασης…

Υπάρχουν, για όποιον/α ενδιαφέρεται, αρκετά ντοκιμαντέρ για την Παλαιστίνη και η επιλογή του συγκεκριμένου ας πούμε, επιεικώς, ότι ήταν «άστοχη», ειδικά στις μέρες της γενοκτονίας.

Δεν είναι η φιλοδοξία μας να γίνουμε κριτικοί κινηματογράφου. Αναρωτιόμαστε ειλικρινά και με αγωνία πάντα για την κουλτούρα, την κοινωνική μόρφωση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων και γι αυτό δεν μπορούμε να σιωπήσουμε μπροστά σε τέτοια πολιτιστική κατάντια.