
Στα αστικά μέσα, όταν γίνεται αναφορά στη γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας σε σχέση με τη Λιβύη, βρίσκουμε συχνά χαρακτηρισμούς όπως «χαμένο έδαφος», «διπλωματικές αστοχίες» και λοιπά. Τους συναντήσαμε και πρόσφατα με την επίσκεψη του υιού Χάφταρ, στις 8 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα και τη συνάντησή του με τον Γεραπετρίτη. Στις «αστοχίες» αυτές, που δεν είναι τίποτε άλλο από κινήσεις μιας αστικής τάξης δεμένης τόσο στην πολιτική της ΕΕ, που δεν μπορεί να αναπτύξει καμιά πρωτοβουλία σε σοβαρότατα για την ίδια ζητήματα αλλά πάει σαν πλοίο που έχει μπατάρει και αφήνεται να το ξεβράσουν όπου λάχει, έχουμε ήδη κάνει αναφορά. Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό, αν δει κάποιος την αντίστοιχη πολιτική της Τουρκίας τα τελευταία 14 χρόνια.
Ο επεκτατισμός της τουρκικής αστικής τάξης εκφράζεται με μια σταθερή γραμμή παρέμβασης στο εσωτερικό της Λιβύης από το 2011 μέχρι σήμερα. Να θυμίσουμε ότι η Τουρκία εντάχθηκε στην στρατιωτική εκστρατεία ενάντια στον Καντάφι και, μόλις δύο μήνες μετά τη βίαιη ανατροπή του τελευταίου, ο Ερντογάν προσγειώθηκε στην Τρίπολη για να διαμηνύσει στους Λίβυους ότι «η Τουρκία στέκεται στο πλευρό τους ως αδέρφια».
Ακόμη πιο ηχηρή ήταν η τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στη διαλυμένη Λιβύη, στα τέλη του 2019. Η Τουρκία ήταν η μόνη δύναμη που έστειλε στρατό για να στηρίξει την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA): Τούρκοι στρατιωτικοί σύμβουλοι και μισθοφόροι βοήθησαν την GNA, ενώ όταν οι δυνάμεις του Χάφταρ πλησίαζαν την Τρίπολη, η Άγκυρα ανέπτυξε μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Μέχρι τα μέσα του 2020, η επίθεση του Χάφταρ είχε αποτύχει και η Τουρκία είχε αποκτήσει γερό στρατηγικό έρεισμα στην περιοχή, παγώνοντας τις «φιλοδοξίες» Αιγύπτου, ΗΑΕ και Ρωσίας.
Μέσα σε μια πενταετία, από το 2020 ως σήμερα, ο Χάφταρ από «εχθρός της Τουρκίας», από «μισθοφόρος και πληρωμένος στρατιώτης που του αξίζει ένα μάθημα» και μέλος του «άξονα του κακού», όπως τον χαρακτήριζε ο ίδιος ο Ερντογάν, έγινε «φίλος».
Θα ήταν, όμως πολύ αφελές να πιστεύει κάποιος ότι η αλλαγή αυτή είναι μια τυχοδιωκτική πολιτική από πλευράς Τουρκίας. Αντίθετα, ο Ερντογάν προχωράει με γερή στρατηγική στην Ανατολική Λιβύη- το πετρελαιοπαραγωγό τμήμα της χώρας, αφού έχει εξασφαλίσει ισχυρά προπύργια στη δυτική Λιβύη του Αμπντελχαμίντ Ντμπέιμπεχ: τον έλεγχο της αεροπορικής βάσης Al- Watiya, νοτιοδυτικά της Τρίπολης, και την στρατιωτική παρουσία στη ναυτική βάση της Μισράτα. Στην GNU έχουνε ενσωματωθεί Τούρκοι στρατιωτικοί εκπαιδευτές και σύμβουλοι, στα πλαίσια συμφωνιών συνεργασίας για την ασφάλεια και τη στρατιωτική εκπαίδευση. Μέχρι το 2021, είναι προφανές ότι ο Ερντογάν μετέτρεψε τα κέρδη στο πεδίο των μαχών σε διαρκές στρατηγικό πλεονέκτημα: αυτό αποτυπώνεται στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, στη συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα του Νοεμβρίου 2019. Από αουτσάιντερ, η Τουρκία, με τη στρατηγική της ως περιφερειακής δύναμης, εξασφάλισε σε λίγα χρόνια παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκμεταλλευόμενη την έλλειψη αναγνωρισμένης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας- Λιβύης, έγινε θαλάσσιος γείτονας της τελευταίας. Η μακρά ακτογραμμή της Λιβύης προσδίδει στην Τουρκία σημαντικό νομικό και γεωπολιτικό βάροςκαι της παρέχει τη βάση για επιρροή σε θαλάσσιες υποθέσεις.Η συνεργασία, λοιπόν, τόσο με την Τρίπολη όσο και με τον Χάφταρ αποδεικνύει την ικανότητα του επιτελείου της τουρκικής αστικής τάξης να χαράσσει με συνέπεια την επεκτατική της πολιτική ακόμη και σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο, όπως αυτό της Λιβύης. Κάτι που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι δυνάμεις του δυτικού ιμπεριαλισμού, που διασπάστηκαν και ξέγραψαν τις επεκτατικές τους βλέψεις στην διαλυμένη Λιβύη.
Εξάλλου, η τουρκική αστική τάξη έχει ήδη αποκτήσει οικονομικό έδαφος τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Λιβύη. Τουρκικές εταιρείες έχουν συμβόλαια στους τομείς της ανοικοδόμησης, των υποδομών και της ενέργειας. Η Τουρκία έχει συνεργασία με το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης της Λιβύης, με επικεφαλής τον Χάφταρ και τουρκικές εταιρείες ανέλαβαν την ανοικοδόμηση από τις καταστροφές της καταιγίδας Ντέρνα το 2023.

Έργα που είχαν παγώσει από το 2011 έχουν αναβιώσει με την τουρκική παρέμβαση και οι τουρκικές εξαγωγές προς Λιβύη υπερβαίνουν τα 2 δις δολάρια. Από τον Αύγουστο του 2025 η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε κύριο εισαγωγέα της χώρας, ξεπερνώντας την Κίνα και την Αίγυπτο. Η Κεντρική Τράπεζα της Λιβύης αναφέρει ότι, μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου του 2025, οι λιβυκές τράπεζες χρησιμοποίησαν 15,3 δις δολάρια σε ξένο νόμισμα εκ των οποίων πάνω από το 22% πήγε στην Τουρκία.
Όσο, λοιπόν, κι αν Γεραπετρίτες, Δένδιες, Μητσοτάκηδες και λοιποί, υποβαθμίζουν το γεγονός της εδραίωσης της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης στη Μεσόγειο, όσο κι αν εμφανίζονται καθησυχαστικοί και διαφημίζουν τα «επιτεύγματα» της διπλωματίας τους, ένα είναι προφανές από την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τους: τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης είναι τόσο δεμένα με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού που αντιτίθενται στην πραγματικότητα σε οποιαδήποτε κίνηση υπεράσπισης των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Ταυτόχρονα, τα λόγια του Ερντογάν το 2021 ότι «η επιτυχία της Τουρκίας στη Λιβύη, τόσο διπλωματικά όσο και στρατιωτικά, έχει οδηγήσει σε ανακάτεμα των χαρτιών – όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο», έχουνε αποδειχθεί πέρα για πέρα αληθινά.