Αντιγράψαμε το άρθρο του Κώστα Βάρναλη από την έκδοση Σολωμικά των εκδόσεων Κέδρος (1957) και το δημοσιεύουμε, αφού κάναμε ελάχιστες ορθογραφικές διορθώσεις σε σημεία της έντυπης έκδοσης.

Οι κριτικές απόψεις και η πολεμική που ασκεί στα κείμενα του ο Κώστας Βάρναλης για το ζήτημα της στράτευσης των λόγιων στα κεντρικά ζητήματα του έθνους και της αφύπνισής του, καθώς μιλάμε για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, είναι καίριες στην ουσία τους και πάντα επίκαιρες ως προς την τοποθέτησή τους.

Μέσα σε λίγες σελίδες σε αυτό το πύρινο άρθρο και με αφορμή την επίθεση που δεχόταν ο Σολωμός, καταφέρνει και αποτυπώνει με όλη του τη μαεστρία την τοποθέτησή του πάνω στη στράτευση. Στο πώς δηλαδή ο δημιουργός, ο ποιητής στέκεται δίπλα στην εθνικοαπελευθερωτική υπόθεση των εξεγερμένων Ελλήνων. Υπερασπίζει τον εθνικό ποιητή από τους κατηγόρους του –ο Σολωμός δεν πολέμησε με όπλα, αλλά με την ποίησή του και στάθηκε δίπλα στους εξεγερμένους του ‘21, βάζοντας δίπλα στα άρματα τούς στίχους του.

Σε αυτό το άρθρο του Βάρναλη (μα και σε όλο τον τόμο) δεν μπορεί να μη φέρει στον νου του κανείς τον μαρξιστή επαναστάτη κομμουνιστή Γκράμσι, ο οποίος καταπιάστηκε συνολικά με το ζήτημα των διανοουμένων μέχρι και την εξέλιξη της ιταλικής ενοποίησης και φυσικά τη στάση τους (υλική και πνευματική) στην πάλη των τάξεων. Ή τον Έλληνα κομμουνιστή δάσκαλο Γληνό, διανοούμενο, της «πένας μαχητή» στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και χτίστη της λαϊκής αναγέννησης, της επιστήμης και του πολιτισμού. Όπως δεν μπορεί να μην φέρει στον νου του για την στράτευσή τους με την πένα, και όχι μόνο στην εθνικοαπελευθερωτική παλαιστινιακή υπόθεση, τους δύο Παλαιστίνιους συγγραφείς Γασάν Καναφάνι και Ριφάτ Αλαρίρ, που δολοφονήθηκαν από τους σιωναζιστές (ο πρώτος στις 8 Ιούλη του 1972 και ο δεύτερος στις 6 Δεκέμβρη του 2023).

Η μαχόμενη τέχνη στις μέρες μας, η στράτευση του λόγιου ανθρώπου και δημιουργού δίπλα στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας δείχνουν στοιχεία συρρίκνωσης και είναι λογικό, αφού το ίδιο το επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση…

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μια νέα γενιά καλλιτεχνών, ποιητών, λογοτεχνών, μουσικών, σκηνοθετών, ζωγράφων δεν σηκώνει το βάρος της πάλης και δεν στέκεται δίπλα στο αγωνιζόμενο προλεταριάτο και στους λαούς που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς.

Η στάση των ανθρώπων των «γραμμάτων και των τεχνών» για την παλαιστινιακή υπόθεση δείχνει, για παράδειγμα, τις δύο Ελλάδες που συγκρούονται στο εποικοδόμημα και παίρνουν θέση (ακόμα και όταν δεν παίρνεις θέση, παίρνεις θέση…). Ένα τρανταχτό παράδειγμα κάποιοι λίγοι (κυρίως μουσικοί: Γλυκερία, Καραντίνης, Κετιμέ κ.ά.) που στήριξαν την κατοχή των σιωναζιστών και τον γενοκτονικό πόλεμο διασκεδάζοντας τον σιωνιστικό όχλο (στο Proletconnect τους δώσαμε τον τίτλο: «μουσικοί-πεζοναύτες») όμως η πλειοψηφία των καλλιτεχνών της χώρας μας στέκεται δίπλα στον αδούλωτο λαό της Παλαιστίνης.

Για αυτή τη στάση της πλειοψηφίας των καλλιτεχνών υπέρ της Παλαιστίνης έχει σκυλιάσει η συστημική προπαγάνδα και οι οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης, χτυπώντας όπου και όπως μπορούν ιδεολογικά και πολιτικά τις κινήσεις αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό.

Το άρθρο αυτό του Βάρναλη θέλουμε να συμβάλλει στη ζύμωση και να δώσει έναυσμα γνωριμίας με τα ελληνικά γράμματα στους νεότερους συντρόφους και συντρόφισσες και στους ανθρώπους που δημιουργούν με μεράκι και στέκονται δίπλα στον λαό μας και στους αγώνες του…

Γ. Σεραφίνος

**

«Ποιητική Ανδραγαθία»

KAΝΕΝΟΣ δεν του πέρασε από το μυαλό* να κατηγορήσει τον υμνωδό της Ελευθερίας, γιατί δεν πήγε να πολεμήσει. Όλοι ξέρουμε πως ο Σολωμός ούτε μια φορά δεν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα κι όταν αυτή αγωνιζότανε για τη λευτεριά της κι όταν κατόπι λευτερώθηκε.

Μερικοί υποθέτουνε, πως ήταν και μυημένος της Φιλικής Εταιρείας (μάλλον δεν ήτανε). Πάντως κανένας δεν κατηγόρησε μήτε τον Σολωμό μήτε τον Κοραή μήτε τον Κάλβο, μια κι ήτανε κι οι τρεις τους πνευματικοί οδηγοί του Έθνους, γιατί δεν ήτανε συγχρόνως και στρατιώτες του. Η απουσία και των τριών τους από τον αγώνα των αρμάτων δε μικραίνει καθόλου τη μεγάλη τους παρουσία στον αγώνα της Ελευθερίας. Γιατί, απλούστατα, κι οι τρεις αυτοί μεγάλοι άντρες του Γένους ήτανε με το Γένος κι όχι εναντίον του. Κι αυτός είναι ο ηρωισμός τους κι η τιμή τους κι η αθανασία τους. Ήτανε κι οι τρεις αγωνιστές της Ελευθερίας κι όχι της δουλείας.

Αλλά ας περιορίσουμε το θέμα μας στον Σολωμό. Την απουσία του από τον ένοπλο αγώνα δεν την προσέξανε οι εχθροί του παρά οι «φίλοι» του· με σκοπό να την δικαιολογήσουνε ή να την ηρωοποιήσουν.

Αυτήν την απουσία την ονομάσανε, μεταφορικά εννοείται, ανδραγαθία κι ηρωισμό. Δεν είχε καμιάν ανάγκη ο Ποιητής από συνήγορους. Ο ίδιος δε σκέφτηκε ποτέ του ν’ απολογηθεί ή να καυχηθεί. Δεν πολέμησε, γιατί δεν ήτανε το σκαρί του τέτοιο. Έκαμνε ότι μπορούσε. Είχε αφιερώσει την ψυχή του στο έθνος και το βοηθούσε με τη μοναδική του αξιοσύνη στον αγώνα του για την ελευθερία. Κι ο ηρωισμός του είναι ακριβώς ετούτος, όπως είναι κι όλων των αληθινών συγγραφέων, όλων των καιρών ο «ηρωισμός» : ν’ αγωνίζονται υπέρ της «ελευθερίας» (με τη γενικότατη σημασία της) του έθνους κι όχι εναντίον της· υπέρ του συνόλου κι όχι υπέρ των ολίγων· υπέρ του λαού κι όχι υπέρ των «κυρίων» του (με τη γενικότατη, πάλι σημασία της λέξης «κύριος»).

Πρώτος ο Παλαμάς (Προλεγόμενα στα «Άπαντα του Σολωμού», έκδοση Κ. Ελευθερουδάκη) χρησιμοποίησε τον όρον ανδραγαθία, μεταφορικά όπως είπαμε. «Θα μπορούσε να στοχαστεί κανείς: παλικάρι χρόνων ως εικοσιπέντε, σαν τον Σολωμό τότε, άνεργα έκλαιγε και του έφτανε να θυσιάζει μακριάθε τα περιστέρια του!**· Παλικάρι, τράβα ίσα εκεί κατά τη φωτιά και πρόσφερε το χέρι και το αίμα σου! Τέτοιος στοχασμός, όσο κι αν κριθεί εύλογος από μιας αρχής, δεν μπορεί να κρατηθεί σε βαθύτερο βασάνισμα… Ένα καλλιτέχνημα αξίζει ίσια με μιαν ανδραγαθία. Ο Σολωμός, αν δεν εκράτησε όπλο, με τη λύρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την Πατρίδα».

Θα ήτανε περιττή κάθε τέτοια υπεράσπιση του Ποιητή, αν δεν ξεχνούσαμε πως η ανδραγαθία (κυριολεχτικά) του πολεμιστή κι η ανδραγαθία (μεταφορικά) του ποιητή είναι δύο διαφορετικές κι ασύγκριτες αξίες. Και κανένα από τα δυό τούτα πράματα δεν είναι μήτε ανώτερο μήτε κατώτερο από τ’ άλλο. Και πως κανένας μεγάλος άνθρωπος δεν είναι σ’ όλα του τα φανερώματα ισάξια μεγάλος. Κι επειδή δεν είναι, δεν μπορούμε γι’ αυτό να τον πούμε μικρόν.

Ο Σολωμός μπορούσε να ‘ναι μεγάλος ποιητής και καθόλου πολεμιστής. Μα μπορούσε να ‘ναι και μεγάλος πολεμιστής και καθόλου ποιητής. Κι αν δε βοήθησε και δόξασε την πατρίδα του με τα όπλα, τη βοήθησε και τη δόξασε (όσο κανένας!) με τον Λόγο του.

Ο Φώτος Πολίτης πήγε πιο περ’ από τον Παλαμά. Υποστηρίζει πως καλά έκανε ο Σολωμός και δεν κατέβηκε στην Ελλάδα να πολεμήσει! «Ο Σολωμός διέκρινε αμέσως την γλώσσαν αγκαλιασμένην με την ελευθερίαν· διέκρινε καθαρά ότι οι αλυσίδες του σοφολογιωτατισμού είναι όμοιες με τις αλυσίδες της τούρκικης σκλαβιάς και έκρινε ότι ο υπέρτατος ηρωισμός απαιτεί εκ μέρους του όχι κάθοδον εις τα πεδία των μαχών, αλλά την αφιέρωσίν του εις τον αγώνα της γλωσσικής απολυτρώσεως… Διότι η γλώσσα είναι το παν… Πόσον ευκολότερον, πόσον ακοπότερον θα ήτο διά τον Σολωμόν να περάσει εις τον Μοριάν και να γίνει ένας ήρως και αυτός μεταξύ τόσων ηρώων!… Υπέρ της ελευθερίας και της αναπλάσεως της Ελλάδος ηγωνίσθη εις την θέσιν όπου ο Θεός τον έταξεν. Και απεδείχθη ο λαμπρότερος, ο ηρωικότερος μεταξύ όλων των ηρώων του Εθνικού Αγώνος».

Διορθώνουμε δυο μικρά λάθη. Πρώτον: Η γλώσσα δεν είναι σκοπός υπέρτατος για την πνευματική δημιουργία. Σκοπός είναι το ποίημα. Και στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού ο Σολωμός στάθηκε ο πρώτος.

Δεύτερο: Ναι, το ποίημα είναι ο σκοπός. Αλλά ποιος είναι ο σκοπός του ποιήματος; Κι από το είδος του σκοπού κρίνεται η αξία του έργου. Αν ο Σολωμός είχε για σκοπό (θέμα, ιδέα, αντικείμενο) να ευχαριστήσει τους αριστοκράτες, γράφοντας ερωτικά ή βακχικά ή εγωιστικά τραγούδια, όσο κι αν αποδειχνότανε δεξιοτέχνης του στίχου κι αρχιμάστορας του γλωσσικού οργάνου θα έμενε ένας αντικοινωνικός, αντιδραστικός ποιητής χωρίς καμιάν απήχηση περ’ από τους τέσσερις τοίχους των αρχοντόσπιτων (αν και για τούτο ακόμη αμφιβάλλω!) μακριά από το έθνος και τις τύχες του.

Αλλ’ ο Σολωμός έβαλε σκοπό του τη διαφώτιση, το ξύπνημα, τον φρονηματισμό του έθνους για την πραγμάτωση του μεγαλύτερου ιδανικού όλων των λαών και των εποχών: της Ελευθερίας! Της πολιτικής, της κοινωνικής, της πνευματικής. Έτσι στάθηκε στο ύψος της αποστολής του. Κι έτσι μονάχα μπορεί να χαρακτηριστεί ο λαμπρότερος κι ο ηρωικότερος μεταξύ όλων των πνευματικών αγωνιστών του Εικοσιένα, αγωνιστών του Έθνους κι όχι του εαυτού τους ή της τάξης τους!

Ο Σολωμός ούτε σκέφτηκε καθόλου να ξεγελάσει με τέτοια κακής ποιότητος επιχειρήματα τον εαυτό του και τους άλλους. Κι ούτε να ισχυριστεί, πως είναι κι ευκολότερο κι ακοπότερο πράμα ο πόλεμος από την ποίηση και τη γλώσσα. Και μάλιστα πως το να ζήσει κανείς για να φκιάσει ποίηση και γλώσσα είναι πραμ’ ανώτερο από το να πεθάνει για την πατρίδα.

Και δεν είχε καν το δικαίωμα να ισχυριστεί τέτοιο πράμα ο Σολωμός, τότε που έγραφε τους «Ύμνους» του. Ήτανε σχεδόν ακόμα παιδί 25 χρονών. Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει στο κάλεσμα της Πατρίδας:

– Δεν έρχομαι! Πολεμάω εδώ να σας φκιάσω γλώσσα.

Γιατί, ως τότες, η γλώσσα του ήτανε πολύ ανακατεμένη με λόγια στοιχεία, τυπικά και συνταχτικά, και πολύ κατώτερη από τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, της Κρητικής λογοτεχνίας και του Βηλαρά.

Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε ν’ απαντήσει:

– Δεν έρχομαι! Γιατί, αργότερα, θα σας κάνω γλώσσα!

Αυτό δεν το ‘ξερε κι ο ίδιος.

Ο Σολωμός ήταν άνθρωπος της θεωρίας κι όχι της πράξης. Είχε ηρωισμό, αλλά των στίχων και «του χείλου». Ωστόσο καταλάβαινε πολύ καλά την αξία του πατριωτικού χρέους στη μάχη. Το λέγει ο ίδιος στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» με το στόμα του Πατριάρχη:

Έχει ορθάνοικτο το στόμα,

λες πως θε να ξαναβγεί

η κατάρα που είχε αφήσει,

λίγο πριν αδικηθεί,

εις οποίον δεν πολεμήσει

και ημπορεί να πολεμεί!

Από το απόσπασμα τούτο (χρονιά του 1822) φαίνεται καθαρά πόσον ο ποιητής θεωρούσε «υπέρτατο ηρωισμό» το να πολεμάει ο νέος κι όχι να φιλολογεί. Κι από το ίδιο απόσπασμα δείχνεται, πως η γλωσσοπλαστική αξιοσύνη των στίχων του ήτανε τότε πολύ αδύνατη κι επομένως δεν του ‘δινε το δικαίωμα ν’ απαντήσει στο κάλεσμα της μάχης:

– Εδώ ναι το πόστο μου. Ιδού το έργο μου: γλώσσα – θάμα!..

Όπου υπάρχει υποχρεωτική θητεία δεν μπορείς να ξεχωρίσεις μέσα στον στρατό του μετώπου ποιος είναι και ποιος δεν είναι ήρωας, ξέρεις όμως ότι όσοι μένουμε στα μετόπισθεν, στα γραφεία, στα μουλάρια κ.τ.λ. είναι οι καταφερτζήδες κι οι κουραμπιέδες. Όπου όμως πολεμάνε μονάχα όσοι θέλουνε (αυτό γίνεται στις επαναστάσεις και στις εθνικές αντιστάσεις, όπως σ’ εμάς στο Εικοσιένα και στο Σαρανταένα) μπορείς εύκολα να τραβήξεις μια γραμμή ανάμεσα στους γενναίους και στους «άλλους». Αυτό όμως δεν προδικάζει, πως οι «άλλοι» είναι όλοι τους μικρόψυχοι κι άμαχοι – κι άχρηστοι.

Στο Εικοσιένα δεν πολεμήσανε μονάχα παλικάρια του επαγγέλματος (αρματολοί, κλέφτες, κουρσάροι) παρά κι επιστήμονες και ποιητές κι ιερωμένοι – κι όχι μονάχα λαός παρά κι αριστοκράτες. Για τους ποιητές η Τέχνη δεν ήταν εμπόδιο για να μην πολεμήσουν, όπως και για τους πολεμιστάδες δεν ήταν ο πόλεμος εμπόδιο για να μην τραγουδήσουν («κι εμπόδισμα δεν είναι στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν»). Πολλά απ’ τα κλέφτικα κι ηρωικά τραγούδια του Αγώνα είναι φκιαγμένα (ποίηση και μέλος) από τους ίδιους τους πολεμάρχους.

Στην Ιστορία των Γραμμάτων βρίσκουμε ποιητές και πεζογράφους, που ήτανε μαζί και πολεμιστές. Μερικοί απ’ αυτούς είναι από τους μεγαλύτερους δημιουργούς που γέννησε η Ανθρωπότητα. Αν σκοτωνόντανε στον πόλεμο, η απώλεια για τον πνευματικό μας πολιτισμό θα ήταν ανεπανόρθωτη. Παραδείγματα: Αισχύλος, Καμόενς, Θερβάντες, Μπάιρον, Κλάιστ, Τολστόη…

Ο Σολωμός, κι αν ήτανε λυμένο το γλωσσικό μας ζήτημα στον καιρό του, πάλι δε θα έπαιρνε τα όπλα να πολεμήσει. Πολεμούσε αλλού όχι με όπλα, με τον Λόγο. Ήτανε πλάι στο αγωνιζόμενο έθνος όχι εναντίον του έθνους. Σ’ αυτό το χρέος στάθηκε ο πρώτος «ήρωας». Ανήκε με όλη του την υπέρτατη αξία στην Πρωτοπορία κι όχι στην Αντίδραση του έθνους, που την χτυπάει κι αυτός («Γυναίκα της Ζάκυθος») κι ο Κάλβος («Ο Προδότης») κι ο Κοραής. Συγκρίνατε τη στάση που πήρε ο Σολωμός στον απελευθερωτικό αγώνα του Εικοσιένα με τη στάση που πήρανε πολλοί «ανεξάρτητοι» λόγιοι του καιρού μας στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Κι όμως αυτοί οι τελευταίοι διεκδικούνε τον τίτλο του «υπέρτατου ήρωα!».

Συνοψίζουμε: δεν υπάρχει ζήτημα για το ποιος ηρωισμός είναι ανώτερος ή «υπέρτατος»: των όπλων ή του Λόγου. Ένα είναι το ζήτημα: πού και πώς είναι τοποθετημένος ο «πολεμιστής», σε ποια παράταξη μάχεται, υπέρ τίνος και κατά τίνος.

*Μόνο του Χατζηδάκι. (Σημείωση δική μας: Αναφέρεται στον γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζηδάκι [1848-1941] που στο γλωσσικό ζήτημα ακολούθησε τη «μέση οδό» του Κοραή). 

**Λένε πως ο Σολωμός άκουγε από τον λόφο της Ζάκυνθος τις κανονιές του Μεσολογγιού κι έκλαιγε. Και πως μια φορά, συγχυσμένος από τα μαρτύρια των πολιορκημένων, δε θέλησε να φάει περιστέρια κι είπε: «Την ώρα τούτη πεινάνε στο Μεσολόγγι. Δε θέλω περιστέρια!»