Η 5η Αυγούστου του 2024 καταγράφηκε ως ιστορική μέρα για όσους κερδοσκοπούν μέσα από ή είναι απλά βουτηγμένοι στο χρηματιστηριακό τζόγο. Το σοκ του μαζικού και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ξεπουλήματος μετοχών αποτέλεσε την κύρια είδηση στον αστικό τύπο. Το μαζικό και απότομο ξεπούλημα έφερε πτώση σε μετοχές και μεγάλη χασούρα σε εταιρείες, μεγάλες, δηλαδή, απώλειες από το συσσωρευμένο κεφάλαιο των μονοπωλιακών ομίλων, ιδιαίτερα των τεχνολογικών (1 τρις δολάρια μέσα σε μια ημέρα κυρίως σε ΗΠΑ, Κορέα, Ταιβάν).
Ο χρηματιστηριακός, όμως, τζόγος μπορεί να αποτελεί ένα πολύπλοκο και βρώμικο σύστημα καζίνου, αλλά ταυτόχρονα ξεκινάει από και επηρεάζει την παγκόσμια πλέον, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα της εισόδου της παγκόσμιας οικονομίας στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, παραγωγή. Από αυτή την άποψη είναι σημαντικό και χρήσιμο να προσεγγίσουμε την 5η Αυγούστου από πλευράς της τάξης που παράγει, της εργατικής.
Ο διεθνής αστικός τύπος παρουσίασε δύο, κυρίως λόγους για το ξέσπασμα του sell off:
α) μια ιστορική αύξηση επιτοκίων από την Ιαπωνία που χαρακτηρίζεται ως επιθετική πολιτική και
β) την εκτίναξη του λεγόμενου «δείκτη φόβου» (VIX) της Wall Street που έχει να κάνει με την οικονομία των ΗΠΑ.
Εδώ θα ασχοληθούμε με το δεύτερο. Τί, λοιπόν, φοβήθηκαν για τις ΗΠΑ οι κάτοχοι τίτλων και τους έπιασε η πρεμούρα της άμεσης ρευστοποίησης;
Την ύφεση της βορειοαμερικανικής οικονομίας.
Κάποιος σε αυτό το σημείο μπορεί να πει ότι στη συγκεκριμένη προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ είναι λογικό να κυριαρχεί στους καπιταλιστές η ανασφάλεια. Αλλά και η ανασφάλεια της περιόδου και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι (όπως αποκαλούν κυρίως σήμερα την επίθεση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία, τη σιωναζιστική θηριωδία στη Μέση Ανατολή και τις γενικότερες συνέπειες του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού) συνδυάζονται με άλλους δύο παράγοντες της οικονομίας των ΗΠΑ που μας παρουσιάζει ο αστικός τύπος.
α) Την Παρασκευή 2 Αυγούστου, οι ΗΠΑ δημοσίευσαν στοιχεία που έδειχναν «αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας», με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί ένας οικονομικός δείκτης ύφεσης. Έδειχναν, δηλαδή, απώλειες θέσεων εργασίας (εκτός γεωργικού τομέα), μεγάλη άνοδο της ανεργίας. Πολύς κόσμος στις ΗΠΑ θα έχανε τη δουλειά του και θα εξαρτιόταν από το επίδομα ανεργίας. Μέχρι στιγμής, οι αστοί οικονομολόγοι θεωρούσαν την ύφεση στις ΗΠΑ δεδομένη αλλά όχι τόσο απότομη. Η Goldman Sachs αύξησε τις πιθανότητες ύφεσης στις ΗΠΑ για το 2025 από 15% στο 25%.
β) Οι υπερβολικές αποτιμήσεις των τεχνολογικών γιγαντιαίων μονοπωλιακών ομίλων που δημιουργούσαν μια υποψία «φούσκας». Οι αποτιμήσεις αυτές έχουν να κάνουν με το ράλι που σχετίζεται με την AI, την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ), και ειδικότερα στην Gen AI, την Παραγωγική Τεχνητή Νοημοσύνη. Οι μονοπωλιακοί, δηλαδή, γίγαντες της τεχνολογίας έχουνε υπερεπενδύσει -χορός δισεκατομμυρίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι οικονομικές εφημερίδες- σε υποδομές τεχνητής νοημοσύνης οι οποίες δεν θα αποδώσουν στο εγγύς μέλλον. Από τη μια όμως -όπως δηλώνει ο CEO της Google- για το κεφάλαιο που έχουνε συσσωρεύσει είναι «προτιμότερες οι υπερεπενδύσεις από τις υποεπενδύσεις». Από την άλλη μπορεί οι όμιλοι αυτοί που κατασκευάζουν ένα επαναστατικό μέσο για την παραγωγή να μην έχουνε κέρδη βραχυπρόθεσμα -το κόστος παραγωγής τους σήμερα είναι υψηλό (μικροεπεξεργαστές και κέντρα δεδομένων), η ενέργεια που καταναλώνουν ασύμφορη και οι καπιταλιστές που θα το αγοράσουν ελάχιστοι, αλλά σε βάθος χρόνου γνωρίζουν ότι ο καπιταλιστικός- ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός θα τείνει να γενικεύσει τη χρήση της ΠΤΝ στις παραγωγικές μονάδες σε παγκόσμιο επίπεδο. Τότε τα κέρδη των κολοσσών της τεχνολογίας θα είναι ανυπολόγιστα.
Εδώ θα θέσουμε κάποια ζητήματα που προκύπτουν όταν στο καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό σύστημα επαναστατικοποιούνται τα μέσα παραγωγής, δηλαδή, η τεχνολογική εξέλιξη των μέσων -από την ατμομηχανή μέχρι τους υπολογιστές και την ΠΤΝ- επιφέρει δραστικές αλλαγές στην ταχύτητα της βιομηχανίας. Ήδη στις ΗΠΑ κυκλοφορούν μελέτες που αναφέρονται στην «επανεφεύρεση» της εργασίας, της εργατικής δύναμης και των εργατών, στην εποχή της Παραγωγικής Τεχνητής Νοημοσύνης». Τα αφεντικά προετοιμάζονται για τη νέα εποχή κι ας μας φαίνεται μακρινό μέλλον -ιδιαίτερα για τον μέσης ανάπτυξης καπιταλισμό της χώρας μας- μια ολόκληρη μονάδα παραγωγής π.χ. κινητήρων οχημάτων όπου θα επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή» και η δουλειά θα γίνεται μέσω ΠΤΝ με κάνα δυό εξειδικευμένους επιβλέποντες.
Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει από τη γενίκευση της ΠΤΝ στην παραγωγή είναι ότι θα λείπουν πολλές και πολλοί από τα εργοστάσια. Θα είναι αυτοί που θα πεταχτούν στις ουρές των ανέργων ή μιας οποιασδήποτε εξαθλιωτικής συνθήκης του μέλλοντος, καθώς η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής επιβάλλει για την κερδοφορία της τη μείωση με κάθε τρόπο του εργατικού κόστους, όπως λένε. Έτσι, η ΠΤΝ, ένα μέσο που θα μπορούσε να μειώσει δραστικά τον ανθρώπινο κάματο, θα γίνει από ευχή, κατάρα.
Προκύπτει όμως κι ένα δεύτερο ζήτημα: τα κέρδη των αφεντικών βγαίνουν από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Αυτής της ζώσας εργατικής δύναμης που είναι και αυτή που παράγει την υπεραξία για τους καπιταλιστές. Έτσι λειτουργεί ο νόμος της αξίας: η πληρωμή της εργατικής δύναμης (και όχι της εργασίας) πάνω ή κάτω από την αξία της είναι που βγαίνει στην αγορά για να καταναλώσει εμπορεύματα. Χονδρικά ο καπιταλισμός κερδίζει επειδή πάντα ανταλλάσσεται το πιο φτηνό εμπόρευμα, η εργατική δύναμη, με τα πιο ακριβά που η ίδια παράγει. Με τη γενίκευση της ΠΤΝ στη βιομηχανική παραγωγή πώς θα παράγεται η υπεραξία; πώς θα βγαίνουν από αυτή τα κέρδη;
Κι αν ακούγεται το παραπάνω σαν ένα ερώτημα που ανήκει στο πεδίο μιας μελλοντικής «επιστημονικής φαντασίας» δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ίδιο ερώτημα έχει τεθεί στο παρελθόν κάθε φορά που «νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις έχουνε αντικαταστήσει τις παλιές και μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας έχουνε ωριμάσει οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους», όπως καταλήγει ο Μαρξ στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του και ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν αυτή που, στον προηγούμενο αιώνα χρησιμοποίησε αυτούς τους υλικούς όρους για τη λύση του Κοινωνικού Ζητήματος.