Ο υπουργός παιδείας, Πιερρακάκης, στο πλαίσιο αλλαγής των σχολικών βιβλίων, ανακοίνωσε την πιλοτική έναρξη του πολλαπλού βιβλίου από το 2025 με στόχο να ενταχθεί κανονικά στην εκπαίδευση από το 2026. Η ιδέα δεν είναι καινούρια, αφού έχει γίνει προσπάθεια εφαρμογής προ 20ετίας, επί Γεράσιμου Αρσένη, και είναι μια εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζεται στο εξωτερικό αρκετά χρόνια.

Τι είναι το πολλαπλό βιβλίο; Στην ουσία καθιερώνεται η δυνατότητα επιλογής ενός βιβλίου σε κάθε μάθημα. Ο εκάστοτε εκπαιδευτικός θα επιλέγει από έναν αριθμό εγκεκριμένων βιβλίων που εντάσσονται στο Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων ποιο θέλει να χρησιμοποιήσει και όλα τα υπόλοιπα θα είναι διαθέσιμα σε ψηφιακή μορφή. Η ύλη των βιβλίων θα είναι ίδια πάνω στην ίδια θεματολογία. Τότε τι είναι αυτό που αλλάζει; Η εμβάθυνση σε κάθε αντικείμενο, η ανάλυση των φαινομένων με τα οποία καταπιάνονται, η διαβάθμιση δυσκολίας των ασκήσεων και ό,τι μπορεί να φέρει στην πορεία εξέλιξής του.

Καταρχάς, η έννοια του πολλαπλού βιβλίου, η οποία μπορεί να ακούγεται πολύ ωραία, αν σκεφτεί κανείς ότι ο μαθητής θα έρχεται σε επαφή με διαφορετικές πηγές γνώσης, εξαϋλώνεται από την αρχή της, αφού εν τέλει το βιβλίο θα είναι ένα και τα άλλα σε ηλεκτρονική μορφή. Εδώ μπαίνει και ο πρώτος ταξικός φραγμός σκεπτόμενοι τη δυνατότητα που έχουν όλοι οι μαθητές στα απαραίτητα ψηφιακά μέσα.

Δεύτερον, είναι αυτονόητο πώς θα γίνεται η επιλογή των βιβλίων ή καλύτερα ποια θα αναγκάζεται να επιλέξει εξ αρχής ο εκπαιδευτικός, στον οποίο θα πέφτει η ευθύνη. Δε χρειάζεται να πούμε ποια σχολικά εγχειρίδια θα χρησιμοποιούνται για παράδειγμα στο κέντρο της Αθήνας, ποια στα βόρεια ή νότια προάστιά της, ποια στις απομακρυσμένες περιοχές, ποια στα ιδιωτικά σχολεία (που ήδη έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούν επιπλέον εγχειρίδια). Άλλος ένας ταξικός φραγμός στην προσέγγιση της γνώσης. Μάλιστα αυτό επισφραγίζεται, αν κανείς διαβάσει το νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας περί Αναβάθμισης του Σχολείου και Ενδυνάμωσης των Εκπαιδευτικών όπου στο άρθρο για την κατανομή μαθητών στα τμήματα αναφέρεται σε κριτήρια κατανομής των μαθητών με έμφαση στις μαθησιακές ανάγκες τους και διευκόλυνσης της κοινωνικής ένταξης και μαθησιακής προόδου. 

Τρίτον, σε βάθος χρόνου όλο το παραπάνω οδηγεί σε κατηγοριοποιήσεις τόσο μαθητών όσο και σχολείων φέρνοντας ακόμη και διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα ανά σχολείο. Τα παραδείγματα από την εφαρμογή στο εξωτερικό είναι χαρακτηριστικά. Προγράμματα όπου σε σχολεία λαϊκών γειτονιών -σε σύγκριση με σχολεία αναβαθμισμένων περιοχών- όχι μόνο έχουν διαφορετικά βιβλία ή τυπολογία ασκήσεων αλλά αλλάζει εξ ολοκλήρου η προσέγγιση των επιστημών (για παράδειγμα ενοποιημένο μάθημα φυσικών επιστημών και όχι ξεχωριστά μελέτη χημείας, φυσικής κτλ όπως συμβαίνει στα σχολεία των προνομιούχων τάξεων). Για τα παιδιά των μεταναστών, του εργατόκοσμου, των λαϊκών στρωμάτων σκόρπιες γενικότητες…

Αν τώρα μαζί με τη δρομολόγηση του πολλαπλού βιβλίου κάποιος συνδυάσει την τράπεζα θεμάτων, την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, τη συζήτηση για αυτονομία των σχολικών μονάδων, τη δυνατότητα προσέγγισης χορηγών, τη λύσσα για την αξιολόγηση καθηγητών και σχολείων, εύκολα συνειδητοποιεί τι σχολείο θέλουν να φτιάξουν και τι ανθρώπους θα παράγει αυτό για την κοινωνία. Θέλουν να δημιουργήσουν ποιοτικά/ ανταγωνιστικά και υποβαθμισμένα σχολεία, γονείς και μαθητές-πελάτες, εκπαίδευση που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου. Μια μάζα λειτουργικά αναλφάβητων ανθρώπων βορά του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης στον χώρο της εκπαίδευσης είναι αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικής αναδιάρθρωσης και μάλιστα πολύ κομβικό. Ο χώρος αυτός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των ανθρώπων της μελλοντικής κοινωνίας με ό,τι σημαίνει αυτό για τη γενικότερη εξέλιξή τους – πνευματική, ηθική, κοινωνική, εργασιακή. Οφείλουμε να μην το αφήνουμε να περνά απαρατήρητο και να αντιπαλεύουμε τους ταξικούς φραγμούς στη γνώση που προσπαθούν να θέσουν στα παιδιά μας για να δημιουργήσουν τους νέους εκμεταλλευόμενους.