Φέτος η Βουλή δημοσίευσε τον 12ο τόμο από τον Φάκελο της Κύπρου. Πρόκειται για το περιεχόμενο των φακέλων 34- 36. Για να έχει κάποιος μια εικόνα του όγκου των ντοκουμέντων, εγγράφων, επιστολών, καταθέσεων, οπτικοακουστικού υλικού κτλ, που είχε συγκεντρώσει και εξετάσει η Επιτροπή του 1986 αρκεί να σκεφτεί ότι αυτό καταλαμβάνει 32 τόμους από 500 με 600 σελίδες ο καθένας.
Τα εύσημα, βέβαια, για το πολυπόθητο έργο της δημοσίευσης το 2018, τριάντα δύο χρόνια μετά την πολύμηνη δουλειά της Επιτροπής του ’86 -που ανέλαβε δώδεκα χρόνια μετά τον Αττίλα 2- ανήκουν στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αν κάποιος όμως δεν δει αυτά τα ντοκουμέντα ως μουσειακό είδος αλλά με την πραγματική αγωνία για τα αίτια της μακροχρόνιας τραγωδίας που βίωσε και βιώνει ο Κυπριακός λαός με αποκορύφωμα την τουρκική στρατιωτική εισβολή (Αττίλα 1 και Αττίλα 2), και τις συνέπειές τους στο σήμερα, αντιλαμβάνεται ότι η ίδια αυτή νατοϊκή και αμερικανόπληκτη αριστερά τα ίδια αίτια προσκυνάει. Τέτοιοι γκρεμοί ανοίγονται για τους λαούς, όταν η εξάρτηση στο ξένο κεφάλαιο ολοένα και βαθαίνει.
Στις 15 Ιουλίου φέτος συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από το αμερικανοκίνητο, βρετανοκίνητο, χουντικό πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο. Σε άρθρο του Κώστα Πουλακίδα στην Αυγή, στις 28 Οκτωβρίου του 2018 δημοσιεύτηκαν τα συμπεράσματα της Επιτροπής του 1986 που απέδιδαν τις ευθύνες. Θα αναφέρουμε εδώ τις ευθύνες που απέδιδαν στον ξένο παράγοντα:
«α) Οι ΗΠΑ γιατί οργάνωσαν το πραξικόπημα της χούντας στην Ελλάδα στις 21.4.1967 και την κίνηση Ιωαννίδη στις 25.11.1973 με σκοπό να δημιουργήσουν τους αναγκαίους πρακτικούς μηχανισμούς και προϋποθέσεις για την εισβολή στην Κύπρο, κατάσταση σύμφωνη με τα πάγια σχέδιά τους. Μ’ αυτούς δε τους μηχανισμούς δημιούργησαν κρίσιμες καταστάσεις στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, κατηύθυναν την οργάνωση του πραξικοπήματος στην Κύπρο στις 15.7.1974 και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Ακόμη γιατί αναμείχθηκαν άμεσα στη δυσμενή για την Κύπρο εξέλιξη της εμπλοκής με διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα.
Τέλος, εμποδίσανε την ενίσχυση των κυπριακών ενόπλων δυνάμεων».
Να σχολιάσουμε εδώ ότι τα αίτια της Κυπριακής τραγωδίας δεν ξεκινούν στο 1967. Οι «σχέσεις των δύο κοινοτήτων» είχαν διαρραγεί πολλά χρόνια πρωτύτερα με την ωμή παρέμβαση των Βρετανών, των ΗΠΑ, των μετεμφυλιακών ελληνικών κυβερνήσεων και του τουρκικού καθεστώτος. Αρκεί κάποιος να αναρωτηθεί και να μελετήσει πώς ακρωτηριάστηκε το σύνθημα της Ανεξαρτησίας από εκείνο της Διπλής Ένωσης.
Σε ό, τι αφορά την «ανάμειξη» των ΗΠΑ, αν κάποιος ρίξει μια ματιά στους διαλόγους Κίσινγκερ-Νίξον παίρνει μια ιδέα για την εγκληματική κυνικότητα του πολιτικού προσωπικού του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
«β) Η Μ. Βρετανία γιατί, ενώ άφησε ανενόχλητα τα τουρκικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από την Κύπρο και να ρίχνουν αλεξιπτωτιστές ή να βομβαρδίζουν στόχους, παρενέβαλαν κάθε είδους εμπόδια για ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ελλάδα».
Να συμπληρώσουμε, επίσης, σε αυτό το σημείο ότι η ευθύνη της Βρετανίας ήταν ως προς την Κύπρο η αποικιοκρατική και νεοαποικιοκρατική της πολιτική. Ξεκινάει από το 1878 με τη μυστική συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που την παραδίδει ως προτεκτοράτο, κηρύσσεται κτήση της το 1914 και από το 1925 έως το 1960 ως αποικία του στέμματος.
Ο Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης σε ένα από τα πεζά του δοκίμια με τίτλο «Το Κυπριακόν Ζήτημα» ξεσκεπάζει σε λίγες γραμμές όλη την υποκρισία της βρετανικής κυριαρχίας με τις «χρυσές» της «υποσχέσεις» και το θερμό ενδιαφέρον της για την «ευημερία» των κατοίκων της Νήσου: οι Βρετανοί ξεπλήρωναν το Οθωμανικό δάνειο με την πιο βαριά φορολόγηση του ίδιου του Κυπριακού λαού.
Για το πόσο εξαρτημένη θέλανε μεταπολεμικά την «ανεξαρτησία» της Κύπρου και πόσο διχασμένο τον λαό της αρκεί να δει κάποιος το περιεχόμενό τους αλλά και ποιοι συνέταξαν τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, του 1959: Την ιστορική στιγμή της ανεξαρτησίας οι Βρετανοί παραγκωνίζουν την Εθναρχία, τον θεσμό, δηλαδή, που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εμπιστεύονταν ως μεσάζοντά τους από τον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κλείνουμε την πολύ μικρή αυτή αναφορά στην δραματική ιστορία της Κύπρου, σε ένα ζήτημα που παρουσιάζεται ως «τεράστιο» και δυσεπίλυτο, γιατί ακριβώς τεράστια είναι τα συμφέροντα που επιβουλεύονται τη γη και το ύδωρ της, με ένα απόσπασμα από την επιστολή του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου προς τον «Πρόεδρο Δημοκρατίας» της χούντας, Φαίδωνα Γκιζίκη, από τις 2 Ιουλίου του 1974. Πρόκειται για μια επιστολή που αποτυπώνει την εγκληματική κατάσταση που είχε διαμορφώσει στην Κύπρο η αμερικανοκίνητη στρατιωτική δικτατορία:
«Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινάς περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρώπινην ύπαρξίν μου. Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν (…) Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων. Αλλ’ η συγκάληψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη όλόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την ΕΟΚΑ Β εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσα πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις τη διάλυσιν του κράτους».