Ευχαριστούμε τον σύντροφο που μας έστειλε προς δημοσίευση την παρακάτω ιστορία. Μια ιστορία από τις χιλιάδες, από και για εκείνους και εκείνες που πίστεψαν και πάλεψαν για τα φλογερά ιδανικά τους. Μια ακόμα ιστορία από τους καθημερινούς λαϊκούς ανθρώπους που στάθηκαν περήφανα:
Ο Βρασίδας ήταν αδελφός της γιαγιάς μου της Δήμαινας. Ο τελευταίος νομίζω από τα αδέλφια της που είχε μείνει ζωντανός. Τον είδα τελευταία φορά όταν πήγα να τον επισκεφθώ στο γηροκομείο στη Σπάρτη. “Πήγαινε να τον δεις, θα χαρεί πολύ” μου είχε ζητήσει ο πατέρας μου. Μέχρι τέλους παρέμενε ένας γλυκός και ευγενικός άνθρωπος. Λίγο χρόνια νωρίτερα τον θυμάμαι στο χωριό, στις πλαγιές του Ταΰγετου, να μου ζητάει επιτακτικά να του πω σε ποιες πλαγιές, ποια χωριά, ποιες κορφές θα με έβγαζαν οι ορεινές διαδρομές της μέρας μου. Και ένοιωθα ένα εσώτερο βλέμμα του να ταξιδεύει μαζί μου.

Ο Βρασίδας ήταν ένας από τη μεγάλη πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού που πίστεψε στο όραμα της Λαοκρατίας, εκείνο το ελπιδοφόρο φθινόπωρο του ’44. Ο Κόκκινος Στρατός σάρωνε από την ανατολή  και οι γερμανοί ετοιμάζονταν να ξεκουμπιστούν. Ο Άρης είχε κατέβει στην Πελοπόννησο και στις 10 Αυγούστου πατούσε, απέναντι από το χωριό μας, το οχυρό του Βουρλιά, τσακίζοντας τους φασίστες. Ένα μήνα αργότερα θα έπεφτε ο Μελιγαλάς, δείχνοντας τη δύναμη που κρατούσε στα χέρια του ο ένοπλος λαός.
Το φθινόπωρο της μεγάλης ελπίδας του 1944 ο Βρασίδας με τον αδελφό του τον Λεωνίδα είχαν ένα καμίνι όπου “έψηναν” κεραμίδια, τούβλα κι ό,τι χρειαζόταν για την ανοικοδόμηση μετά τα χρόνια της Κατοχής. Και τα κεραμίδια του Βρασίδα έφεραν όλο περηφάνια τη στάμπα που είχε χαραχθεί στο καλούπι τους: ΚΚΕ.

Στο χωριό στήθηκαν Λαϊκά Δικαστήρια και ο Βρασίδας βροντοφώναζε “εις θάνατον” για όσους είχαν υπάρξει δοτοί παράγοντες της κατοχικής διοίκησης. Μόνο και μόνο για να συμπληρωθεί η ετυμηγορία με το “με αναστολή”, ένδειξη μεγαλοκαρδίας εντός μιας αγροτικής κοινότητας.
Το φθινόπωρο της μεγάλης ελπίδας κύλησε και ήρθε ο Δεκέμβρης που μάτωσε τις γειτονιές της Αθήνας. Κι ύστερα η Βάρκιζα. Κι ύστερα η ώρα που ξύπνησαν ξανά τα φαντάσματα, που τα τέρατα βγήκαν από τα λαγούμια που είχαν λουφάξει, περιμένοντας να τους καλέσουν οι καινούριοι (και τόσο όμοιοι με τους προηγούμενους) αφεντάδες τους. Κι ένα βράδυ οι χίτικες συμμορίες από την Αγόριανη έσπασαν την πόρτα του σπιτιού του Βρασίδα. Η ελπίδα θα έπρεπε να πληρωθεί ακριβά.
«Ώστε έτσι Βρασίδα; ΚΚΕ στα κεραμίδια;»
Έχω ακούσει τόσες φορές τη διήγηση της απάντησης του Βρασίδα που είναι σαν να τον έχω μπροστά στα μάτια μου: «Ε, ναι. Καλά Κεραμίδια Έχουμε».
Κι ύστερα κτηνώδης ξυλοδαρμός. Κι ο αδελφός του ο Λεωνίδας στη Μακρόνησο. Ο Βρασίδας επιβίωσε. Και τα λακωνικά βουνά, ο Ταΰγετος και ο Πάρνωνας, ένα χρόνο μετά ξεσηκώθηκαν πάλι και σήκωσαν το κύριο βάρος της εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, μιας τρίχρονης μάχης δίχως μετόπισθεν, δίχως παρακείμενες φιλικές χώρες, με επιμελητεία εκ των ενόντων. Δίχως καβάτζα καμιά.
Και για την έστω και μικρή σημασία που μπορεί αυτό να έχει, να πούμε πως σ’ αυτά τα δέκα χωριά του βορειοανατολικού Ταΰγετου που συνθέτουν το “καλλικρατική” δημοτική ενότητα Πελλάνας, στις τελευταίες εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15, 131 άνθρωποι ψηφίσαν ΚΚΕ, με ένα ποσοστό 7% που μοιάζει παράταιρο στη δεξιά Λακωνία.
131 μικρά κομμάτια ενός κεραμιδιού του Βρασίδα.
d*