Με τα μάτια του Βενέζη
Στους Γιώργο και Τάκη, τους συνταξιδιώτες στα Γράμματα
Γράφαμεγια το ιστολόγιο Φύλλα: “Λιγοστεύουν οι άνθρωποι που διαβάζουν, δυστυχώς. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι που διαβάζουν ακόμα και στο κίνημα, δύο φορές δυστυχώς. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι που διαβάζουν επειδή δεν έχουν χρόνο, τρειςφορές δυστυχώς. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι που διαβάζουν επειδή δεν έχουν χρήματα να πάρουν βιβλία, τέσσερις φορές δυστυχώς. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι…”
Τα Φύλλα σιγά σιγά καταφέρνουν να γίνουν ένας τόπος φιλαναγνωσίας. Έτσι και μεις χωνόμαστε στις βιβλιοθήκες μας να ψάξουμε, να βρούμε, να ανακαλύψουμε. Εδώ που τα λέμε μας “κλώτσησε”και ο συντελεστής τους και η συζήτηση φέρνει τη συζήτηση για όλους τους “εργάτες των γραμμάτων”, που μας κρατάνε και μας δίνουν κουράγιο στα δύσκολα της μαύρης και πεζής εποχής μας.
Όλος αυτός ο μικρός πρόλογος έγινε για τον Η. Βενέζη και το έργο του. Μια μικρή παρουσίαση έγινε στα Φύλλαδημοσιεύοντας το διήγημα Ορός των Ελαιών απότην συλλογή διηγημάτων Άνεμος. Αντιγράφουμε απότην μικρή εισαγωγή:
“Όλα τα γραπτά του Ηλία Βενέζη, είτε είναι μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά, είτε είναι κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του, διέπονται κυρίως από ένα χαρακτηριστικό. Την ανθρωπιά του. Τον άνθρωπο που ψάχνει τη δική του καταφυγή στη γαλήνη μέσα από την πικρή ιστορία της γενιάς του. Ήταν τα χρόνια που έζησε. Τα νιάτα που κατά εκατομμύρια θυσιάστηκαν στην παράνοια των συνεχόμενων πολέμων.”
Δεν έχουμε παρά να συνυπογράψουμε αυτάτα λόγια. Η αγάπη μας για τον άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να μας κάνει “βενεζικούς”, να διαβάζουμε τα βιβλία του και να μελαγχολούμε που οι άνθρωποι δεν λένε να τελειώσουν με τον εθνικισμό, τον πόλεμο, την καταστροφή, τον ανταγωνισμό.
Συμβάλλοντας στο να φωτιστεί ο τρόπος που ο Βενέζης έβλεπε τον κόσμο, πως ανέπτυσσε τις σκέψεις των πρωταγωνιστών του, μέσα στην ζωή που επέβαλαν οι συνθήκες για τους λαούς και όχι σε κάποιο υπερπέραν, δημοσιεύουμε απόσπασμα απότον Ωκεανό (*). Περιγράφει την γνωριμία του Μπάρμπα Νικολού γεροκαμαρότου στο “Μαντώ” με δύο χαμίνια που γυρνούσαν γύρω απότο λιμάνι του Λιβόρνο για να φάνε. Πείνα, καταστροφή, πορνεία, και η ιταλική πόλη με τη βαριά ιστορία για το εργατικό κίνημα κατεστραμμένη απότους βομβαρδισμούς…
Γ. Σεραφίνος
***
Λίγο πέρα απ’ τα ντόκια, λίγο πέρα απ’ το γεφύρι της βία ντελα Βενέτσια είναι τα χαλάσματα του Λιβόρνου. Παμπάλαιες λαϊκέςπολυκατοικίες του πόρτου, αποθήκες με μεγάλες ξύλινες σαπισμένες πόρτες- όγκοι έξι, εφτά, οχτώ πατώματα αναταραγμένοι συθέμελα απότους άγριους βομβαρδισμούς. Άλλοι όγκοι
είχαν πέσει σύρριζα, άλλοι ήταν κομμένοι κατακόρυφα, φέτες στα πιο απίθανα σχήματα.
– Που πάμε κατά δω; ρώτησε τον Εβραίο ο μπάρμπα-Νικολός, κι ανατρίχιασε. Σα σκοτεινιάσει θα ναι φόβος.
– Φοβάσαι; είπε περιπαιχτικά το χαμίνι. θέλεις να ρωτήσω και τούτη αν φοβάται;
Στάθηκε λίγο.
– Εγώ δε φοβάμαι τίποτα. Τίποτα. Και αυτή δε φοβάται. Τίποτα.
Ήταν φανερό: και τα δυο παιδιά είχαν φτάσει στο σύνορο. Πέρα απο κεί, απ αυτό το σύνορο, τι να φοβηθεί ο άνθρωπος; όταν τα χει χάσει όλα.
– Κοίτα! ειπε το χαμίνι κ΄έδειξε με το χέρι του ψηλά στα ερείπια. Απ’ αυτούς που είναι τώρα εκεί μεσα δεν φοβάται κανένας!
Το κοριτσάκι με το πουλί δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, σήκωσε τα μάτια της ψηλά. Τα σήκωσε κατά κει και ο μπάρμπα- Νικολός. Σ΄όλες τις τρύπες των μισογκρεμισμένωνόγκων, που χάσκανψηλά, στα παραθύρια, όσα είχαν μείνει, στ’ ανοίγματα των τοίχων που είχε κάνει η μπόμπα, παντού ανεμίζονταν παντιέρες πολύχρωμες- κουρέλια, ρούχα απλωμένα, μαντίλια.
– Γιατί μ΄έφερες εδώ; Γιατί ήρθα εδώ; έλεγε ο μπάρμπα- Νικολός και κατάλαβε ένα σύγκρυο να περνά την καρδιά του. Ωστόσο η δύναμή τον έσερνε, η δύναμη που του θύμιζε, που του μαχαίρωνε τα στήθια.
– Ίδια, όπως και μεις… μουρμούρισε ο γέρος. Η μπόμπα παντού ίδια είναι. το χαμίνι κάτι θέλησε να πει. Ίσως να ΄θελε να πει και αυτό πως τι διαφορά έχει, αυτοί, οι άλλοι, σαν πέφτει η μπόμπα. Αλλά δεν θα ‘ξερε να το πει. ολοένα βράδιαζε. Όσο ερχόταν το σκοτάδι οι δρόμοι για τα χαλάσματα άρχισαν να παίρνουν κίνηση, ζωή. Άντρες πολλοί, άσπροι, Αφρικανοί, Κινέζοι. Ναύτες των φορτηγών, πήγαιναν για την γυναίκα. Κει που ανεμίζονταντα κουρέλια τώρα είχαν ανάψει φώτα. Αδύναμα φώτα- λυχνάρια, λάμπες με πετρέλαιο. Κάθε φως ήταν και μια γυναίκα, μια φωνή. Η γυναίκα περίμενε τον ξένο με την άγνωστη γλώσσα. Τον περίμενε να του κάμει νοήματα, τα ίδια που έκανε χτέςστον άλλο με την άγνωστη γλώσσα, προχτές. Τα ίδια που θα κάνει αύριο. Λίγα, ελάχιστα νοήματα, για αριθμούς: για την ώρα, για το πόσα.
– Που καθόμαστε; Είναι ακόμα αλάργα; ρώτησε ο γέρος τα παιδιά.
– Είπα να σε πάω στο γιατάκι μας. Μη φοβάσαι, είπε ο Ελιά.
Όσο μπαίνανπιο βαθιά μες στη περιοχή του, τόσο σα να το παιρνε απάνω του ο μικρός Εβραίος. Σα να γινόταν ολοένα και πιο δυνατός-επειδή μπορούσε να δείξει σ΄ένα καλοχορτασμένο γερο-ναυτικό που βρίσκονταν αυτοί.
Τώρα ο τόπος ήταν εφιαλτικός. Δρόμοι πιά δεν ξεχώριζαναπ΄τα ερείπια. Οι φέτες τα σπίτια απόπάνω, με τα φώτα στις κουφάλες, σα να χόρευαν.
Το κοριτσάκι με το πουλί πήγαινε πρώτο, οι δύο οι αλλοι ακολουθούσαν.
-Κοντεύουμε.
Σε λίγο:
– Ήρθαμε.
Ήταν μια πορτάρα σκοτεινή μιας μισογκρεμισμένης λαϊκής πολυκατοικίας. Προχώρησαν στο βάθος ενός διαδρόμου. Κει πίσω ήταν μια κάμαρα. Το παράθυρο έβλεπε στην αυλή. Αντί για παραθυρόφυλλα και για πόρτα είχαν κρεμάσει δυό κουρελιασμένεςπατανίες. Δύο αχυρένια στρώματα. Μια φουφού. Το κορίτσι κρέμασε στον τοίχο το κλουβί με το πουλί. Ο Ελιά άναψε το λυχνάρι. Ο γερο-καμαρότος κοίταξε γύρω του. Το μάτι του έπαιξε νευρικά.
– Γιατί μ ΄έφερες εδώ; Λέει στο μικρό Εβραίο.
– Μ’ έδωσες κ΄έφαγα. Της έδωσες ζάχαρη. Είπες σ΄αρέσει η στεριά. Είσαι γέρος και θα σ΄αρέσει το σπιτικό…
Ο μπάρμπα- Νικολός πιάνει το κεφάλι του. Φαίνεται πως πονούσε πολύ. Είναι αυτές οι φοβερές ζαλάδες που του ‘ρχονται κάθε τόσο, έτσι ξαφνικά, σα θανατερό. Από τότες, απ΄την πρώτη φορά, στη Σιγκαπούρη. Γυρεύει κάπου να καθήσει. Κάθεται στο στρώμα. Το κορίτσι τον κοιτάζει, ο Ελιά τον κοιτάζει.
Το κορίτσι άρχισε να γδύνεται. Το μουσούδι του γερο-καμαρότου χτυπούσε νευρικά, σα να το δερνε ο πυρετός.
– Αν σε πειράζει, εγώ βγαίνω όξω. Γιά, θα σκεπαστώ με την κουβέρτα. Εσύ κάμε την ότι θές…
Ο γέρος κοιτάζει μέσα στο λιγοστό φως, σα χαμένος, το πουλί, το κορίτσι, τον μικρό Εβραίο. Όλο το κεφάλι του, το κορμί του σα να το δέρνει η ταραχή. Πίσω απ’ το κορίτσι του Λιβόρνου που γδύνεται είναι ένα άλλο κορίτσι, το δικό του: κάθεται μες στο κάντρο του, με τις πλεξούδες του.
Έσφιξε με τα χέρια τα μηλίγγια του. Όλα ήταν ανακατωμένα, αξεχώριστα, φριχτά.
– Θε μου, τι θα γλιτώσει τον άνθρωπο;… Τι θα με γλιτώσει;…
– Τι λέει; ρώτησε τον Ελιά η μικρή.
– Ξέρω γω τι λέει; Λέει τι θα τον γλιτώσει.
Γυρίζοντας στο γέρο:
– Για τι λές;
– Τίποτα… τίποτα…Είσαι μικρός. Δεν ξέρεις… Γιατί μ΄έφερες εδώ;
– Δε θέλεις; ρωτά το κορίτσι.
Ο Ελιά λέει:
– Της έδωσες ζάχαρη. Θέλει να το πληρώσει. Δε τη θέλεις;…
Ο γέροςβγάζει απ΄τη τσέπη του δυό κουτιά κονσέρβες, τις αποθέτει στο στρώμα. Ύστερα πάλι πιάνει τα μηλίγγια του, κοιτάζοντας κατά γής. Το κορίτσι δεν ξέρει τι να κάνει.
– Ρώτησέ τον αν δεν με πιάνει για γυναίκα. Πες του πως μπορώ να κάνω ότι θέλει…
Ο Ελιά λέει:
– Δε σου κάνει για γυναίκα; Βέβαια δεν είναι τίποτα. Όμως γυναίκα, λέει, είναι. Πήρε τη ζάχαρη. Τώρα της δίνεις και το κρέας. Θές να φύγω;
Τότες ακούστηκε ψηλά, απ’ τις κουφάλες της πολυκατοικίας, φωνή γυναίκας που τραγουδούσε. Μια άλλη συντρόφισσάτης έπαιζε φυσαρμόνικα. Δένήταν χαρμόσυνοςσκοπός της Μεσογείου. Ήταν Αφρική. Πως έφτασε ίσαμε κει, στο στόμα της γυναίκας του Λιβόρνου, ο σκοπός της Αφρικής; Κάποιος άντρας, θα τον άφησε, ύστερα απ΄τα νοήματα, ύστερα απ΄τους αριθμούς. Αυτός χάθηκε οριστικά για το Λιβόρνο, για τη γυναίκα. Όμως ο σκοπός έμεινε.
Η φωνή σώπασε. Πάλι έγινε ησυχία πολλή στο ερείπιο με τα δυό παιδιά του πολέμου και το γεροκαμαρότο.
– Κάθισε, είπε ο μπαρμπα-Νικολός στο κορίτσι που στεκόταν ακόμα όρθιο, μισογδυμένο.
Της έκανε νοήματα.
– Κάθισε. Σε λίγο θα φύγω. Να μου περάσει λίγο ο δαίμονας…
Έδειξε το κεφάλι του:
– Τι θα με γλιτώσει απ΄αυτό;… μονολογούσε.
Δες τον κόσμο. Θέ μου, δες εμένα. Άλλη σωτηρία δεν έχει απ΄αυτό…
Σηκώθηκε. Σα να ‘ταν μεθυσμένος, παραπατούσε.
– Τι έχεις; ρώτησε ο Ελιά. Έτσι στα ξαφνικά; Φταίω εγώ σε τίποτα;
– Δεν είναι τίποτα… Τι να φταίς εσύ. Έλα και αύριο στο βαπόρι, να σου δώσω να φάς. Αυτή να μην έρθει. Θα σου δώσω και γι΄αυτή. Όμως να μην έρθει. Τράβηξαν κατά τη πορτάρα.
Το μισόγυμνο κορίτσι κάτι έριξε απάνω του, ακολουθούσε.
– Τι έχει; ρώτησε τον Ελιά. Θα του ΄’στριψε.
Έξω στο δρόμο τώρα ήταν ησυχία. Πού και πού κανένας διαβάτης. Μοναχά, ψηλά, στις μισοφωτισμένες κουφάλες των βομβαρδισμένωνσπιτιών ακούγονταν χάχανα.
Στάθηκαν κ΄οι τρείς πριν να χωριστούν.
– Έρχεται ο γείτονας, είπε ο Ελιά, στήνοντας το αυτί.
Σιγανοί έρχονταν απόμακριά, απ΄το στενοσόκακο, ολοένα γινόντανπιό καθαροί, οι ήχοι. Τι μουσική ήταν αυτή; Τα μισογκρεμισμένα σπίτια στυλώθηκανφρεσκομπογιαντισμένα, σάνά ΄ταν όνειρο. Λάμψαν στις πόρτες, τις χτισμένες με μεγάλες πέτρες, οι μπρούντζινοιχαλκάδες. Μέσα απ΄το σκοτάδι του δρόμου φάνηκε: Πρώτα ερχόταν το γέρικο πεινασμένο άλογο. Στο κεφάλι του είχαν φορέσει μια παλιά γλιτζασμένη ρεμπούμπλικα με δύο τρύπες. Απ΄τις τρύπες βγαίναντ΄αυτιά. Το άλογο έσερνε το κάρο με τους χαμηλούς τροχούς. Σαπισμένο ξύλο, σκουριασμένο σίδερο. Πάνω στο κάρο ήταν το παλιό όργανο, κάτι σα ρομβία που την κούρντιζες και δούλευε μονάχη. Ερείπιο και τ΄όργανο, σάπιο ξύλο σαρακοφαγωμένο στις άκρες.
Πίσω απ΄τη ρομβία, στο κάρο, η φουφού, το φαγί του ανθρώπου. Και με τα πόδια ν’ ακολουθούνε το άλογο και τ’όργανο και τη φουφού: ένας άνθρωπος κ’ ένα κορίτσι. Σερνόταν το άλογο αργά- στο κεφάλι του – στο κεφάλι του το καλπάκι στραβά, χόπλα, χόπλα. Περπατούσε ο άνθρωπος αργά, τρίζαν οι ρόδες. Όμως ο σκοπός! Ερχόταν θεία η χαρά, το φώς της Μεσογείου, η ζέστη των ανθρώπων. Και το κορίτσι, κάθε τόσο απλώνοντας το χέρι στους νυχτερινούς διαβάτεςγια βοήθεια, έβαζε τη φωνή της μες στους ήχους. Αγγελική φωνή, αξέχαστη, επίκληση για το φώς, τη χαρά, για τον έρωτα. Και για τα νερά, που χουν να λεν πως είναι γαλάζια στη Μεσόγειο. Και για το Λιβόρνο.
Το κάροπέρασε μπροστά απ΄τους τρείςφίλους μας, χάθηκε. Σώπασαν οι ήχοι.
– Καληνύχτα, είπε ο μπαρμπα-Νικολός.
Και παραπατώντας, σα μεθυσμένος, τράβηξε κατά τα ντόκια του λιμανιού. Ανέβηκε στο “Μαντώ” τρικλίζοντας απ΄τον πόνο του κεφαλιού του, έφτασε στην καμπίνα του, πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία του κοριτσιού με τις πλεξούδες, κι άρχισε να κλαίει για το παιδί του που σκοτώθηκε στο βομβαρδισμό του Πειραιά, στην αρχή του πολέμου.
(*) Πρωτοκυκλοφόρησε το 1956 από το Βιβλιοπωλείων της Εστίας