H συλλογή διηγημάτων οι Νικημένοιτου Ηλία Βενέζη που κυκλοφόρησε το 1954 από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας είναι ένα έργο που αποτελείται από είκοσι διηγήματα.
Η Αιολική Γη, το Νούμερο 31328 και η Γαλήνη μπορούμε να πούμε ότι έχουν επισκιάσει το έργο του μεγάλου πρόσφυγα λογοτέχνη. Δεκάδες διηγήματα είναι σπαρμένα στην απέραντη πεδιάδα του συνολικού του έργου. Μέσα στις σελίδες των «Νικημένων» είναι κρυμμένα μερικά από τα καλύτερα διαμάντια του «δικού μας» Βενέζη. Μικρά διηγήματα χωρίς τίποτε το περιττό και το φλύαρο. Εικόνες από τον κόσμο των «ξεμοναχιασμένων ανθρώπων που τρέμουν τον εαυτό τους» και «για να τον ξεφύγουν καταφεύγουνε στους άλλους».
Για μας ο Η. Βενέζης θα συμβολίζει τον φλογερό ανθρωπισμό και την ουμανιστική ματιά. Είναι ο συγγραφέας που ακούραστα τοποθετεί τη γραφή του δίπλα στους ξεριζωμένους, στους αδικημένους, στους πρόσφυγες, στο κόσμο της φτωχολογιάς και των μετακινούμενων πληθυσμών που οι εθνικισμοί, οι αστικές τάξεις και οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δημιούργησαν.
Ο Η. Βενέζης σε καμία στιγμή του έργου του δεν ξεχνά τη δύσκολη ζωή των «αόρατων» και φωτίζει διαρκώς τα αποτυπώματα των πολέμων και των καταστροφών μέσα στα καλύβια και τις συνοικίες των ταπεινών ανθρώπων. Το έργο του Βενέζη είναι ένα παντοτινό σινιάλο ειρήνης, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Ως τέτοιο πρέπει να αγκαλιάζεται από την νεολαία της εργατικής τάξης αλλά και από κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για μια αξιοπρεπή ζωή και έναν άλλο πανανθρώπινο πολιτισμό.
Από τους «Νικημένους» επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε το διήγημα «Πολιτεία Βιρτζίνια». Το αντιγράψαμε από τη δεύτερη έκδοση της «Εστίας» του 1968.
Γ. Σεραφίνος
Πολιτεία Βιρτζίνια
Η πρώτη κυρούλα χαμήλωσε το κεφάλι. Γύρω οι τοίχοι του καλυβιού ήταν έρημοι. Είπε στην άλλη κυρούλα που κοίταζε τη γη:
– Λοιπόν, δε γίνεται τίποτα; Λοιπόν, δε γίνεται λέω, να μείνει το ταξίδι;
– Τώρα πιά; είπε η άλλη. Τώρα που ξημερώνει και θα φύγω; Τώρα πιά;
– Τίποτα, λοιπόν; Τίποτα λες δε γίνεται;
– Τίποτα λέω. Τίποτα.
Η νύχτα τις τύλιγε – τα γερασμένα κορμιά τους, τους τοίχους. Λίγα μέτρα πιο χαμηλά, η θάλασσα βούιζε. Η βουή γλιστρούσε πάνω στο περιγιάλι, στα φτωχικά καλύβια του μικρού χωριού των ψαράδων. Φυσούσε μελτέμι γερό, και το σύννεφο ο άμμος που ερχόταν απ’ την άγονη γη τύλιγε τα καλύβια σα να ήταν πούσι, τύλιγε τους ψηλούς ευκάλυπτους. Όλα γίνονταν θολά μες στη νύχτα ωσάν να πλέαν σε μια περιοχή πεπρωμένου, στην περιοχή που όλα είναι προκαθορισμένα, αναπόφευχτα.
Η μια κυρούλα αποτραβήχτηκε στον εαυτό της, η άλλη. Ήταν κ’ οι δυο απ’ την Ανατολή. Τούτα δω τα καλύβια ήταν ένα χωριό Φωκιανών προσφύγων. Η δεύτερη κυρούλα, η κυρά – Σταματούλα που ήταν το πρωί να ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι του Ωκεανού, άρχισε πάλι να τα φέρνει όλα ένα – ένα μπροστά της. Εδώ και τριάντα χρόνια είχαν φτάσει σ’ αυτήν εδώ την ακρογιαλιά της Αττικής κυνηγημένοι απ’ την πατρίδα τους. Αυτή κ’ η κόρη της. Την ίδια χρονιά ήρθε απ’ τα μέρη τα πέρα απ’ τον Ωκεανό, απ’ τη Βιρτζίνια, πολιτεία του άλλου κόσμου, ήρθε άντρας με χρυσή καδένα, χρυσά δόντια, γύρεψε το κορίτσι για γυναίκα, το πήρε και χάθηκαν πίσω απ’ τον Ωκεανό. Απ’ τον Ωκεανό άρχισαν ύστερα να ’ρχουνται κάθε τόσο μηνύματα, γράμματα της κοπέλας – φέρνανε, στο καλύβι της Αττικής, καταπώς ήτανε πλημμυρισμένα απ’ το θάμβος, μια αίσθηση μαγείας, στοιχεία του παραμυθιού. Όλα τα μηνύματα τελειώναν έτσι: «Μάνα, θα σε φέρομεν κ’ εσένα εδώ, εις πολιτεία Βιρτζίνια». «Μάνα, κάμνομεν το πρέπον για να πάρομεν άδεια να σε φέρομεν εδώ, εις πολιτεία Βιρτζίνια». «Μάνα, θα έρθεις εδώ, εις πολιτεία Βιρτζίνια».
Βιρτζίνια. Βιρτζίνια. Τι ήταν αυτό το παράξενο όνομα; Εκείνη είχε άλλο όνομα μαγείας, άλλο όραμα: το χώμα της χαμένης της πατρίδας. Το λέγαν Φώκες. Αυτό είχε στο στόμα της, αυτό λέγαν την εσπέρα όλες οι κυρούλες των καλυβιών σαν κατέβαιναν να καθίσουν στ’ ακρογιάλι, και αναθυμούνταν, και το πέλαο ταξίδευε τους χτύπους της καρδιάς τους. Τι να είναι αυτό, το Βιρτζίνια;
Οι Φώκες, η Βιρτζίνια, η Αττική. Πού να σταθεί τελικά το φτωχό ξεριζωμένο πλάσμα; Όσο τα χρόνια περνούσαν, οι άλλοι συμπατριώτες της οι πρόσφυγες ολοένα ριζώνανε στη γη της Αττικής, ολοένα δουλεύαν το δεσμό με το χώμα. Φέρνανε στον κόσμο νέα παιδιά, θάβαν εκεί τους νεκρούς τους. Είχε αρχίσει γι’ αυτούς η νέα αρμονία. Μονάχα για την κυρούλα των καλυβιών, την κυρά – Σταματούλα, όλα ήταν αβέβαια: οι Φώκες που ξεμάκραιναν και γίνονταν όνειρο, η γη η παράλια της Αττικής που θα την άφηνε, η Βιρτζίνια οπού την καλούσε η φωνή. Έλεγε πάντα, αδιάκοπα, η φωνή:
«Έγνια σου, μάνα, κάμνομεν πάντα το πρέπον να σε φέρομεν εδώ, εις πολιτεία Βιρτζίνια. Μόνο που είναι δύσκολο. Ολοένα αυτό το ταξίδι γίνεται πιο δύσκολο, κόσμος πολύς γυρεύει να’ ρθει εδώ. Επήραμε σειρά. Όταν θα ’ρθει η σειρά μας θα ‘ρθεις».
Ήρθε ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος, η αναταραχή του κόσμου, η κατοχή, το ρήμαγμα. Κι όλα μετατοπίστηκαν – η Βιρτζίνια, οι Φώκες, η γη της Αττικής – , μετατοπίστηκαν στην περιοχή του πεπρωμένου: «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Ό,τι είναι να γίνει ας έρθει».
– Την ξέχασες πια τη μακρινή τη χώρα; της λέγαν οι συχωριανοί της. Δεν είναι πια να πας στην Αμερική;
– Τι λέτε; τους αποκρινόταν. Κάποτε βέβαια θα πάω. Σαν ειρηνέψει ο κόσμος. Και βέβαια θα πάω κει που λέει το παιδί μου, πολιτεία Βιρτζίνια.
Όμως , σίγουρα, στο βάθος κ’ εκείνη δεν το πίστευε πια.
* * *
Και να που ήρθε. Τόσο αργά. Τώρα που η κυρούλα έγινε δυό κάτια απ’ τα χρόνια. Τριάντα χρόνια ύστερα απ’ την πρώτη φορά που άρχισε να το μελετά αυτό το ταξίδι. Να που ήρθε τώρα το μήνυμα, η άδεια να περάσει τον Ωκεανό. Τόσο αργά. Όλες οι γειτόνισσές της, όσες μαζί της είχαν χύσει τα δάκρυα στην έρημη χώρα την παράλια της Αττικής, είχαν μιά – μιά ταξιδέψει για το άλλο ταξίδι: αναπαύονταν εκεί, πίσω απ’ το μικρό λόφο, στο γυμνό κοιμητήρι της πολίχνης. Την περίμεναν. Δεν είχαν μείνει παρά δυό απ’ τη συντροφιά. Η κυρά – Γιαννούλα κι αυτή. Λοιπόν, τώρα πρέπει, λέει, αυτή να ξεφύγει απ’ το ρυθμό, απ’ την τάξη. Ο μικρός λόφος είναι λίγα βήματα απ’ το καλύβι της. Είχε συνηθίσει στην ιδέα πως άλλο δεν της έμενε πάρεξ αυτό: να κάμουν πολύ σύντομα άλλοι γι’ αυτήν τα λίγα βήματα, να την πάνε κοντά στη συντροφιά της να ξεκουραστεί την τελική γαλήνη. Και να τώρα, τόσο αργά, που πρέπει ν’ αλλάξει η πορεία: να πάει προς αυτό το μακρινό χώμα, πολιτεία Βιρτζίνια, κείνο το χώμα να τη δεχτεί. Γιατί, βέβαια, η κυρούλα το ξέρει; το ταξίδι αυτό που μέλλει να κάμει τώρα είναι για το χώμα. Για το πού θα θαφτεί.
Πήρε τον μικρό ασημένιο Άι – Γιώργη, που είχε φέρει απ’ την Ανατολή, τον πήγε και τον λειτούργησε στο ξωκκλήσι τους. Θα τον έπαιρνε τώρα μαζί της. Ύστερα πήγε κι αποχαιρέτησε, ένα – ένα, όλα τα καλύβια του χωριού, τους ανασπάστηκε όλους. Σταύρωνε στο μέτωπο τα μικρά παιδιά, τα βλογούσε. Ήταν ιερό και άγριο: η ώρα του μελλοθάνατου που αποχαιρετά, που δίνει τις τελευταίες παραγγελίες. Κ’ οι άλλοι έτσι την ανασπάζονταν: όπως θα τη φιλούσαν λίγο πριν την πάρει το χώμα του λόφου τους. Ύστερα η κυρά – Σταματούλα μοίρασε στους πιο κοντινούς της γειτόνους όλα τα υπάρχοντα του καλυβιού της, τους συμβούλεψε να μη μαλώνουν – τι έχουν να κερδίσουν; Έκαψε κληματόκλαδα, τα έκαμε κάρβουνο για το θυμιατήρι, αγόρασε και μια οκά άσπρο λιβάνι, να τα πάρει μαζί της – αυτά λέει δε θα βρίσκονται στην ξένη γη, πολιτεία Βιρτζίνια.
Και αφού όλα γίνανε και ήταν έτοιμη πιά, οι δυό τους μείνανε μόνες την τελευταία νύχτα, οι δυό γερόντισσες, οι τελευταίες του χορού. Η κυρά – Γιαννούλα, η κυρά – Σταματούλα. Είπαν, είπαν, σώπασαν. Ήταν σα σκηνοθεσία θανάτου: η μια ξαγρυπνούσε την άλλη.
Σε λίγο θα ξημέρωνε. Η πρώτη το είπε στην άλλη, σα να το’ βρισκε νέο:
– Λέω ξημερώνει.
– Ναι.
Αυτή που έμενε κάνει μια ύστατη προσπάθεια, κι ας ξέρει πως είναι μάταιο.
– Λέω πού θα πας, Σταματούλα; Τι να το κάμεις, λέω, το ταξίδι αυτό, πώς να το σηκώσεις το ξένο χώμα;
Λίγη σιωπή. Πάλι:
– Θα μας βάζανε, λέω, κοντά – κοντά με τις άλλες τις δικές μας. Δε θα’ μαστε έρημες.
Σιωπή. Πάλι:
– Το χώμα πια τούτο το ξέρουμε. Δε θα μας βάραινε πολύ. Πού ξέρεις τι θα’ ναι το άλλο χώμα οπού πας;
Ο θάνατος έμπαινε ανάμεσά τους, ερχόταν στο λόγο τους χωρίς φόβο, στοιχείο κοσμογονικό, με τον τρόπο που έρχουνται τα δυνατά και απλά πράματα του κόσμου τούτου στο στόμα του λαού.
– Σωστά το λες, είπε η άλλη, η κυρά – Σταματούλα. Πού ξέρω τι θα’ ναι το άλλο χώμα; Όμως το ξέρεις κ’ εσύ, ν’ αλλάξει πιά τίποτα δε γίνεται. Το’ λεγα και στον ξάδερφό μας τον Φραντζέσκο.
Είχε πάει χτες και τη βρήκε ο μπαρμπα – Φραντζέσκος, ο Νέστορας του χωριού, ξάδερφός της μακρινός. Της είπε:
«Αξαδέρφη, εγώ λέω ακόμα και τώρα, την τελευταία στιγμή, ν’ αλλάξεις γνώμη. Να τ’ αφήσεις το ταξίδι. Έχεις πάτημα να πατήσεις.»
«Τι πάτημα έχω, αξάδερφε;»
«Λέω, κάθισε να πεθάνεις μαζί μας, στο χώμα τούτο που το μάθαμε. Πού θα πας να φύγεις; Έχεις πάτημα.»
«Τι πάτημα έχω, αξάδερφε;»
Της έριχνε τη σανίδα ξέροντας πως οι άνθρωποι πάντα έχουν ανάγκη ν’ αρπαχτούν από κάπου.
– Λέω, άρχισε πόλεμος ξανά στα μακρινά του κόσμου. Κορέα λένε. Πού θα πας να περάσεις τη μεγάλη τη θάλασσα, τώρα που άρχισε ξανά πόλεμος; Κάθισε να πεθάνεις μαζί μας.
Μα όχι, δε γινόταν πια. Όλα είχαν τελειωθεί έτσι που να είναι σχεδόν ανέκκλητα: τα τριάντα χρόνια που το περίμενε το ταξίδι, το παιδί της απ’ τη Βιρτζίνια, μια άδεια, ένα εισιτήριο.
– Δε γίνεται, Γιαννούλα. Δε γίνεται πια.
– Καλά, Σταματούλα.
Σώπασαν. Και τότε ήρθε η αυγή. Οι λόφοι γράφτηκαν ρόδινα, χρώμα αγγελικό. Όπου να’ ναι θα περνούσε το αυτοκίνητο της γραμμής που θα’ παιρνε την κυρά – Σταματούλα και θα την κατέβαζε στο μεγάλο λιμάνι.
– Ε, ώρα είναι.
– Είναι ώρα.
Η κυρούλα κοίταξε τους λόφους της αττικής γης, της δεύτερης πατρίδας της, τώρα που θα ξεκινούσε για την τρίτη πατρίδα, την τελική. Τότε κατάλαβε πως ο άνθρωπος ξεριζώνεται μια φορά. Δυό, είναι πολύ, αβάσταχτο. Είδε τους λόφους ήμερους, πράους. Κι άρχισε να κλαίει σιγανά – γιατί σε λίγο οι λόφοι θα είχαν χαθεί οριστικά.