Κοπάδια κυνηγημένων προσφύγων της Ανατολής γύρευαν μια νέα πατρίδα το 1923. Βρέθηκαν «πεταμένοι» στην Ανάβυσσο… Κοπάδια κυνηγημένων προσφύγων της Ανατολήςγυρεύουν μια νέα πατρίδα το 2021. Βρίσκονται στις λάσπες του Καρά Τεπέ φυλακισμένοι σήμερα… Το δράμα των φτωχών και κυνηγημένων ανθρώπων δεν έχει σύνορα, χρονολογίες, γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Θα βρεθούν από τη μια στιγμή στην άλλη σε άλλα χώματα… Και πάντα το ρολόι θα χτυπά μεσάνυχτα γι’ αυτούς, όταν συναντούν το μίσος και την έχθρα ανθρώπων, που και για τη δική τους μοίρα αποφασίζουν άλλοι πιο «μεγάλοι» από αυτούς και μπορούν να κάνουν και το δικό τους, το όμορφο και τακτοποιημένο ρολόι της ζωής να χτυπήσει κάποια στιγμή μεσάνυχτα…
Τίποτα την αυγή κείνης της μέρας δεν προμηνούσε το τέλος της. Λίγα σύννεφα μονάχα ταξίδευαν κατά το νοτιά. Θα τα σκορπούσε σίγουρα ο ήλιος.
Πως γέμισε άξαφνα τόσα σύννεφα ο ουρανός;Καθώς είναι κλειστός ο ορίζοντας απ’ τους λόφους, τα βουβά μαύρα τέρατα ξεπετιούνται πίσω από κει, το ένα ύστερα από το άλλο, σαν κινημένα απ’ τα έγκατα της γης. Δεν έχει δέντρα εδώ στον κάμπο να σαλέψουν τα φύλλα με το προμήνυμα της θύελλας που έρχεται. Δεν αστράφτει, και δεν πέφτουν κεραυνοί. Είναι μια βουβή και σκοτεινή μάζα σαν το θάνατο. Τι τόπος είναι αυτός; Α, εκεί στην ακρογιαλιά της Ανατολής, πόσο όλα ήταν διαφορετικά! Η βροχή που ήταν να ‘ρθει και το κρύο και οι ζεστές μέρες, όλα έρχονταν στην ώρα τους, στέλναν πρώτα ένα μήνυμα, ύστερα άλλο. Τίποτα δεν ήταν απότομο και βίαιο, κ’ οι άνθρωποι προετοιμάζονταν, το σώμα ετοίμαζε τις δυνάμεις του ν’ αντισταθεί.
Η Ελένη κάθεται έρημη στον ξένο τόπο και νιώθει σιγά-σιγά να την κυκλώνει ο σκοτεινός όγκος τ’ ουρανού. Αισθάνεται πως είναι ολοένα απροστάτευτη και μονάχη πάνω απ’ τον ανοιγμένο λάκκο. […]
Πόσες ώρες να πέρασαν; Η βροχή άρχισε να λιγοστεύει. […]
-Τι ώρα να είναι άραγες; συλλογίστηκε
Κι ύστερα, τι να ‘γίναν κάτω τα καλύβια, τα μωρά της; Η Ζαμπέτα θα πρόλαβε να τα μαζέψει όλα; Και ο άντρας της που τράβηξε στο Θυμάρι; Που ν’ απάγκιασε άραγες; […]
Η βροχή έπεφτε λίγη τώρα. Για να ξεμουδιάσει, αποφάσισε να βγει έξω απ’ το ξωκκλήσι, να κάμει λίγα βήματα. Γύρω της ακουγόταν ο αλαφρός θόρυβος, τα ρυάκια που έτρεχαν θολό νερό, εδώ κ’ εκεί.
Προχώρησε λίγο ακόμα. Τότε, άξαφνα, το πρόσεξε. Πάνω απ’ το θόρυβο που έκαναν τα ρυάκια, ένας άλλος, βαθύς και υπόκωφος, ακουγόταν καθαρά απ’ τη μεριά των λόφων ίσαμε τα καλύβια τους
«Μπας κ’ είναι η θάλασσα;»
Όχι, δεν ήταν τα κύματα. Αν ήταν, θα μπορούσε να ξεχωρίσει τον εναλλασσόμενο θόρυβο τους.
Κ’ ύστερα, τούτο το βουβό πράμα ερχόταν από ψηλά.
«Τι να ‘ναι;»
Τότε, μες στη βουή του νερού, της φάνηκε πως ξεχώριζε καθαρά και φωνές ανθρώπων.
Έστησε το αυτί της κι αφουγκράστηκε. Σαν ένα βαρύ, πνιγμένο μουγκανητό ερχόταν απ’ το μέρος των καλυβιών.
Έκαμε ένα βήμα, άλλο ένα, πιο νευρικά. Κ’ ύστερα άρχισε να τρέχει. Η σκοτεινή βουή, όσο προχωρούσε, ολοένα γινόταν πιο καθαρή. «Είναι ποτάμι», συλλογίστηκε άξαφνα, κι απόρεσε πως δεν το είχε σκεφτεί πιο νωρίς. Μα πως έγινε αυτό; Και το ποτάμι που να χύνεται τάχα;
«Μπας και το νερό έφτασε μες στο χωριό;»
Ένα σωρό τρελές φαντασίες άρχισαν να παίζουν μπρος στα μάτια της. Έβλεπε τα μωρά της, μονάχα κι απροστάτευτα, να παλεύουν με τον υγρό δαίμονα, άκουγε τις απελπισμένες φωνές τους μες στις φωνές του πλήθους. […]
Ήταν μούσκεμα απ’ το νερό, τα γυμνά ποδάρια της χώνονταν μες στις λάσπες ίσαμε τα γόνατα. […]
Ήταν ένα φαρδύ ποτάμι, που κατέβαζε με ορμή το νερό απ’ τους λόφους. Το μεγάλο βαθύ μονοπάτι που έτρεχε. Πως, λοιπόν, δεν το είχαν υποψιαστεί; Κι αυτό το βαθύ μονοπάτι περνούσε μες απ’ τα καλύβια τους και τελείωνε στη θάλασσα. […]
Εκείθε απ’ το ποτάμι δεν ξεχώριζε τίποτα απ’ τη θολούρα. Οι φωνές γίνονταν ολοένα πιο καθαρές, επίμονες και απελπισμένες. […]
Την ίδια νύχτα, στα κονάκια τους οι βλάχοι περίμεναν τον σύντροφο τους, που τον είχαν στείλει να δει τι απόγινε κει κάτω, στην Ανάβυσσο, με τη νεροποντή.
-Λοιπόν; ρώτησε ο γέροντας, μόλις φάνηκε ο απεσταλμένος τους.
-Έγινε καθώς το ‘χες πει. Το νερό πέρασε μες απ’ τα καλύβια τους και τα πιο πολλά τα γκρέμισε. Σκούζανε κει κάτου.
-Να δούμε λοιπόν ποιος απ’ τους δύο θα βαστάξει, αυτοί για εμείς! είπε ο γέρος.
Κ’ ύστερα γυρίζοντας σ’ όλους τους άλλους:
-Τσιμουδιά, μην τύχει και μαθευτεί το τι έγινε ψηλά στα ρέματα! Αλλιώς τα ‘χουμε σκούρα.
Κι όλοι συμφώνησαν να μη βγάλουν μιλιά για το πως έγινε, σε μια απ’ τις τελευταίες νύχτες, φράξαν όλα τα χαντάκια όπου σκορπιζόταν το νερό, μόλις ξεμπούρκενε απ’ τις ρίζες του λόφου, και το νερό το πήγαν έτσι απ’ όλες τις μεριές να χυθεί μες στο βαθουλωμένο φαρδύ μονοπάτι που περνούσε μέσα απ’ τα καλύβια της Αναβύσσου.
* Ηλίας Βενέζης: Γαλήνη, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ”
Το απόσπασμα από το βιβλίο έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.
Πηγή: φύλλα