Η πόλη των αδικημένων έχει τα φώτα της σβηστά.
Οι δρόμοι της καημός και φωτιά.
Καταστολή και Αντίσταση.
Έκπτωτοι άνθρωποι στοιβάζονται στα στήθια της.
Ρυάκια από αίμα και ιδρώτα έχτισαν τα τσιμέντα της.
Σπασμένα κόκαλα και στριμωγμένα βλέμματα αποτελούν το σάπιο οικοδόμημά της.
Φωνές που πνίγονται από τις σειρήνες της.
Τοπία σαράβαλα κάνουν χαρακίρι ψάχνοντας νόημα στην παρακμή της.
Γλάροι τσιμπολογαν τα σπλάχνα της, μέσα σε σωρούς από σκουπίδια.
Στην πόλη των αδικημένων τα φώτα είναι πάντοτε σβηστά.
Και όταν κάποτε ξημερώσει… οι Έκπτωτοι θα σηκώσουν το ανάστημά τους και θα προχωρήσουν μπροστά.
Στρατιές με μάτια φλογοβόλα θα κάψουν συθέμελα αυτή την πόλη.
Πύρινοι διάβολοι θα λουστούν με την τέφρα της ως άλλοι Άνθρωποι που γεννιούνται ξανά…
νάρκη/στην άνιση ροπή