Σαν σήμερα (27/6) το 1850 γεννιέται στη Λευκάδα ο συγγραφέας Λευκάδιος Χερν.
Στην πολυτάραχη ζωή του ο Λευκάδιος Χερν θα φτάσει το 1887 στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες, ως ανταποκριτής του αμερικάνικου περιοδικού «Harper’s Magazine». Στη Μαρτινίκα θα περάσει δύο χρόνια της ζωής του, προτού φύγει κατόπιν για την Ιαπωνία, όπου έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Το παρακάτω διήγημα του Χερν «Για ένα ναπολεόνι…» -μία αληθινή και λυπητερή ιστορία όπως ο ίδιος αναφέρει- είναι εμπνευσμένο από την περίοδο αυτή της ζωής του στη Μαρτινίκα. Δημοσιεύτηκε στις αρχές Γενάρη του 1935 στο περιοδικό «Μπουκέτο» στη στήλη «Ξένα αριστουργήματα» που διατηρούσε το περιοδικό. (Κατά την αντιγραφή διατηρήθηκε πλην ελαχίστων εξαιρέσεων η ορθογραφία της πρωτότυπης μετάφρασης).
ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΑΠΟΛΕΟΝΙ…
Αυτό που θα σας διηγηθώ είναι μιά αληθινή ιστορία – μιά λυπητερή ιστορία πούγινε στον Άγιο Πέτρο της Μαρτινίκας και που την έμαθα την εποχή που ταξείδευα σ΄ αυτά τα μέρη.
… Όταν φθάσει ένα βαπόρι στον Άγιο Πέτρο, όλος ο κόσμος εκεί έχει γιορτή…
Γιορτή για τους εμπόρους, που θα δεχτούνε πραμάτειες απ΄ την Ευρώπη κι΄ απ΄ την Αμερική. Γιορτή για τους υπαλλήλους που θα εισπράξουν ποσοστά απ΄ τα τελωνεία, γιορτή για τους βαρκάρηδες, για τους χαμάληδες της παραλίας, που κάθε ερχομός πλοίου τους βοηθάει να βγάζουν το ψωμί τους…
Μα μεγαλείτερη γιορτή είναι για τους μικρούς βουτηχτάδες -τα ολόγυμνα αραπάκια 9-11 χρόνων- που μόλις ρίξει άγκυρα το καράβι, το ζώνουν απ΄ όλες τις μεριές και περιμένουν να πετάξουν νομίσματα οι επιβάτες για να βουτήξουν στον πάτο της θάλασσας να τα πιάσουν…
Πλησιάζουν το καράβι με κάτι μικροσκοπικά μονόξυλα, που τα φτιάχνουν μονάχοι τους, γιατί η κατασκευή τους είναι πολύ απλή: Ένα κασόνι, λίγα ξύλα, ένα άλειμμα με κατράμι, δυό λεπτές σανίδες για κουπιά και να το μονόξυλο έτοιμο.
Κείνο το απόγευμα η «Γκουάϊρα» ήταν έτοιμη να σηκώση άγκυρα…
Ήταν ένα μεγάλο Ισπανιόλικο επιβατηγό, που είχε μείνει μιά ολόκληρη μέρα στο λιμάνι του Αγίου Πέτρου και τ΄ αραπάκια είχαν κάνει χρυσές δουλειές.
Οι επιβάτες είχαν βρει μεγάλη διασκέδαση με το να τους ρίχνουν νομίσματα και να βλέπουν τα ολόγυμνα σωματάκια τους να βουτάνε στο νερό για να τα πιάσουν. Κι΄ όλο έριχναν…
Κόντευε να βασιλέψη ο ήλιος, όταν το βαπόρι σφύριξε τρεις φορές και ξαφνικά άρχισε να χτυπά την θάλασσα με τον έλικά του. Τα μονόξυλα, που ήταν τριγύρω του, έχασαν την ισορροπία τους κι΄ άρχισαν να χορεύουν.
… Η «Γκουάϊρα» ξεκινούσε. Στην αρχή αργά με χίλιους δισταγμούς και τσακίσματα, κάνοντας πότε μπρος, πότε πίσω, μα σιγά-σιγά, λες κι΄ είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση. Ρίχτηκε στην ανοιχτή θάλασσα απλά και μεγαλόπρεπα, αφήνοντας στο διάβα της ένα βαθύ αυλάκι από αφρούς.
Για πρώτη φορά τα μονόξυλα παρασύρθηκαν κι΄ ακολούθησαν ένα πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Κι΄ αυτό, γιατί ένας επιβάτης με μεγάλο παναμά και δάχτυλα φορτωμένα δαχτυλίδια, δεν έπαυε να πετάη νομίσματα στη θάλασσα, διασκεδάζοντας με τ΄ αραπάκια.
Το πλοίο προχωρούσε αργά κι΄ όμως με δυσκολία τ΄ ακολουθούσαν τα μονόξυλα. Γι΄ αυτό στα τελευταία δεν έμεινε, παρά ένα μονάχα, με δυό απ΄ τους καλύτερους βουτηχτάδες: Τον Μαξιμιλιανό, ένα αραπάκι ένδεκα χρόνων, και τον Στέφανο, πούταν λευκός κι΄ είχε μαλλιά ξανθά.
Είχαν απομακρυνθή αρκετά από την ακτή, στο ανοιχτό πέλαγο, όταν ο επιβάτης με τον παναμά έκαμε την τελευταία του γενναιοδωρία.
… Πέταξε ένα τελευταίο νόμισμα, που έπεσε λίγο μακρύτερα από τα δύο παιδιά. Πρόφθασαν όμως να δουν στον αέρα πριν το νόμισμα βυθιστή, μια χρυσοκίτρινη λάμψη.
Ήταν χρυσάφι! Χρυσό νόμισμα!
Σ΄ ένα λεπτό, το μονόξυλο βρέθηκε πάνω από το μέρος, που χάθηκε το νόμισμα.
Ο Στέφανος πήδησε στη θάλασσα γιατί ήταν καλύτερος απ΄ τον άλλο στις βουτιές…
Έμεινε περισσότερο απ΄ τις άλλες φορές μέσα στο νερό και ξαναφάνηκε λίγο πιο πέρα, φυσώντας και ξεφυσώντας, μα χωρίς το νόμισμα.
Το νερό ήταν πολύ βαθύ σ΄ εκείνο το μέρος.
– Θα ξαναβουτήξω. Που θα μου πάη! έλεγε.
Κι΄ ο άλλος ανησυχούσε.
– Άστο, Στέφανε! του φώναξε. Ήθελε να μας πνίξη ο αφέντης…
Μα ο Στέφανος δεν άκουγε. Τον είχε θαμπώσει το χρυσάφι.
– Ήταν χρυσό! Δεν τόδες;
Και ξαναβούτηξε.
Άργησε πιο πολύ απ΄ την άλλη φορά, μα σαν βγήκε κράταγε στη χούφτα του το χρυσό νόμισμα. Αίμα έτρεχε απ΄ τη μύτη του και το νερό που έφτυνε, ήταν κι΄ αυτό κοκκινισμένο από αίμα.
– Θα πνιγούμε, φώναξε ο Μαξιμιλιανός. Δες που είναι οι άλλοι…
Τα μονόξυλα με τ΄ άλλα παιδιά είχανε μείνει μακρυά, μόλις φαινόνταν κάτι μαύρα σημαδάκια και η «Γκουάϊρα» φαινόταν κι΄ αυτή μικρή, σαν το βαποράκι πούκανε τη συγκοινωνία Αγίου Πέτρου και Πόρντε-Φρανς.
Μα ο Στέφανος κράταγε πια στα χέρια του το νόμισμα κι΄ όλο μουρμούριζε:
– Είναι χρυσάφι! Χρυσάφι! Πόσο θα χαρή ο πατερούλης!…
Κι΄ αλήθεια, πόσες οικογένειες φτωχές ζούσαν απ΄ αυτά, που κέρδιζαν τα παιδιά βουτώντας.
Ο Μαξιμιλιανός ωστόσο δεν φαινόταν διόλου ευχαριστημένος. Ποτέ δεν είχαν πάει τόσο μακρυά με τα μονόξυλά τους…
Ο φάρος του Αγίου Πέτρου μόλις φαινόταν και πάνω στον πορτοκαλί δίσκο του ήλιου που βασίλευε μια γραμμίτσα με σινικό μελάνι – η «Γκουάϊρα».
Κανένας θόρυβος δεν τους έφθανε. Τους έζωνε μιά απέραντη σιωπή. Η σιωπή της θάλασσας πούναι μια απειλή.
Τότε τους έπιασε πανικός κι΄ άρχισαν να τραβούνε κουπί μ΄ όλη τους τη δύναμη…
Μα αντί να πλησιάζουν την ακτή, όλο και φεύγαν πιο μακρυά. Έξαφνα ο Μαξιμιλιανός έβγαλε μια φωνή και τα μάτια του μεγάλωσαν από τρόμο.
– Στέφανε δεν πάμε καλά! Μας πήρε το ρεύμα.
Ο Στέφανος κοίταξε τριγύρω κι΄ απάντησε με φωνή πνιγμένη:
– Έχεις δίκηο. Πάμε στον ορίζοντα…
Στη γραφική τους γλώσσα οι κρεολοί λέγοντας «πάμε στον ορίζοντα», σημαίνει: Πάμε στην ανοιχτή θάλασσα, δηλαδή είμαστε χαμένοι…
– Και τώρα τι θα κάνουμε;
– Θα τραβάμε με το ρεύμα, ώσπου να δούμε που θα μας βγάλη…
Μιά μαύρη φτερούγα χτύπησε τα νερά κοντά τους.
– Καρχαρίας! Μη βάζης το χέρι σου στο νερό, Στέφανε! Πέρασε. Χάθηκε!
– Λες να περάση κανένα βαπόρι;
Κι΄ αν περάση πως θα μας δη με τέτοιο σκοτάδι; Νάχε τουλάχιστο φεγγάρι…
– Αν φωνάξουμε;…
– Η φωνή μας θα χαθή.
Το δυνατό ρεύμα τους παρέσυρε μακρυά – όλο και πιο μακρυά…
Η θάλασσα έμοιαζε σαν μαύρο μελάνι. Ήταν χωρίς βυθό σ΄ εκείνο το μέρος… Κι΄ όλο πήγαιναν… Όλο πήγαιναν, παρασυρμένοι από το ρεύμα στη θάλασσα, που ήταν χωρίς βυθό.
Ο ήλιος χάθηκε. Ήλθε η νύχτα… Η τρομαχτική νύχτα, πούναι ακόμη πιο τρομαχτική στη θάλασσα… Η νύχτα με τις κρυφές απειλές της… με το θάνατο κρυμμένο μέσα στα κύματα…
– Κάνε την προσευχή σου στο Θεό, Μαξιμιλιανέ.
– Γιατί; Μήπως μας βλέπει;
– Ο Θεός τα βλέπει και τ΄ ακούει όλα… απάντησε ο Στέφανος, με το πείσμα πούχει κάθε νεόφυτος κι΄ επαναλαμβάνει όσα άκουσε να του λένε οι ιεραπόστολοι της Μαρτινίκας.
– Δεν έχει μάτια, ούτε μορφή, ούτε χρώμα. Είναι σαν τον άνεμο… Ο άνεμος είναι παντού, μα δεν τον βλέπουμε… Μας αγγίζει…. φυσάει τριγύρω μας… ταράζει τα κύματα… Είναι παντού…
– Αφού ο Θεός είν΄ ο άνεμος, πες του να πάψη να φυσάη απόψε.
Δεν ξέρω αν ο μικρός λευκός παρακάλεσε τον Θεό ή τον άνεμο εκείνο το βράδυ. Μα η νύχτα κράτησε θαρρείς την αναπνοή της για να μη ταράξη τη θάλασσα…
Γιατί το παραμικρό αεράκι αν φύσαγε, τα δυό παιδιά ήταν χαμένα. Δεν θάβλεπαν πια τον ήλιο.
… Και τον ξαναείδαν να βγαίνη μ΄ όλη του τη λάμψη, μ΄ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Τον είδαν να ρίχνη πύρινες φλόγες πάνω στα κύματα, τον είδαν ν΄ αναγγέλλη την αρχή μιάς νέας ημέρας που άρχιζε.
– Πεινώ, μουρμούρισε ο Μαξιμιλιανός. Πεινώ πολύ…
– Κι΄ εγώ διψάω! αναστέναξε ο άλλος.
Του πονούσε φριχτά το κεφάλι, το μέτωπό του έκαιγε. Έβηχε, και σε κάθε βήξιμο ένα λεπτό ρυάκι αίματος ξέφευγε απ΄ τα σφιχτοκλεισμένα χείλη του.
Και η κάψα μιας μέρας ολόλαμπρης, που τη δεχόντουσαν στα γυμνά τους σωματάκια, άρχισε να τους γίνεται μαρτυρική…
Βρέχαν το κεφάλι και το σώμα με νερό, μα δεν τολμούσαν να βουτήσουν, γιατί τα νερά ήταν γεμάτα καρχαρίες…
Και περιμένανε – τι περιμένανε: Να φανή ένας καπνός στη σκληρή, απότομη γραμμή, που είναι ο ορίζοντας των τροπικών.
Να φανή ένα βουνό – σημείο πως η γη ήταν κοντά.
Μα τίποτε. Πάντα τίποτε.
Δεν τραβούσαν πια κουπί.
Τι μπορούσαν να κάνουν δυό παιδιά ενάντια στην παντοδυναμία του ρεύματος;
Ο Στέφανος παραπονιόταν μ΄ αδύνατη φωνή παιδιού, που υποφέρει, πως του φαινόταν ότι το κεφάλι του θα έσπαζε: Τόσο πολύ πονούσε. Ακόμα κι΄ ο ήχος της φωνής του του έκανε κακό.
– Ξαπλώσου καλά μέσ΄ το μονόξυλο… του είπε ο Μαξιμιλιανός, βοηθώντας τον.
Το παιδί γλύστρησε στον πάτο της βαρκούλας, και δεν κουνήθηκε άλλο.
– Σε πονάει πολύ; ρώτησε σε λίγο ο Μαξιμιλιανός.
Ο Στέφανος δεν φάνηκε νάκουσε… Έμεινε ξαπλωμένος κατάχαμα με τα μάτια κλεισμένα.
– Στέφανε! φώναξε ο άλλος φοβισμένος… Στέφανε! Μ΄ ακούς;
Η φωνή που βγήκε απ΄ το στόμα του παιδιού, ήταν βραχνή και κομμένη… Φωνή αρρώστου σε παραλήρημα. Πληγωμένου, που πεθαίνει αργά…
– Είναι χρυσό… ναπολεόνι… Πατερούλη… Είδες ποτέ σου ωμορφήτερο ναπολεόνι… Όχι, πατερούλη… Δεν θα με δείρης… Χρυσό… Κατάλαβες; Χρυσό.
– Στέφανε! φώναξε ο Μαξιμιλιανός με τρόμο. Κοιμάσαι;
– Όχι… Ο Στέφανος δεν κοιμόταν… Άνοιξε αργά τα μάτια του, κι ο Μαξιμιλιανός τρόμαξε πιο πολύ.
Το βλέμμα τους ήταν θαμπό, σαν να τα σκέπαζε καταχνιά… Και κύτταζε σαν να μην έβλεπε, σαν να μην αναγνώριζε…
– Στέφανε! Τι έπαθες; Θεούλη μου…
– Ο Θεός, ψιθύρισε ο Στέφανος, δεν έχει χρώμα. Είναι σαν τον άνεμο…
Ο Μαξιμιλιανός έσκυψε και σκούπισε με το χέρι του το αίμα που κύλαγε απ΄ το στόμα του φίλου του σε κάθε προσπάθειά του να μιλήση.
– Ο Θεός γυρίζει μέσα στη νύχτα, εξακολούθησε να μουρμουρίζη. Δεν έχει μάτια. Ταράζει τα πέλαγα. Δεν έχει πρόσωπο… Είναι σαν τον άνεμο… Ανασταίνει τα φύλλα και τους πεθαμένους…
– Στέφανε!… Μη μιλάς έτσι. Φοβάμαι…
Ο Στέφανος δεν ξαναμίλησε, μα ο Μαξιμιλιανός άρχισε να φοβάται το Στέφανο, το άγγιγμα του Στέφανου, τα λόγια του, τα μάτια του, όσο που τα μάτια του Στέφανου κλείσανε… Και δεν ξαναμίλησε…
Ένα ζεστό φύσημα χάϊδεψε τη θάλασσα… Απότομα τα χρώματα αλλάξανε…
Τα μαβιά πήρανε το χρώμα της πορφύρας, και τα πράσινα έγιναν σκούρα, ώσπου μαύρισαν εντελώς…
Για δεύτερη μέρα ο ήλιος έδυσε.
Για δεύτερη φορά ξαναμπήκαν στον τρόμο της νύχτας…
Που και που η αδύνατη, απελπισμένη φωνή του Μαξιμιλιανού έσχιζε τον αέρα με το κλάμα της ζητώντας βοήθεια…
Κάτι απότομα τρακάρισε με το μονόξυλό τους…
Κάτι που βγήκε απ΄ τα βάθεια της θάλασσας…
Ο Στέφανος απότομα κουνήθηκε. Μάζεψε τα πόδια του κι΄ έκανε σαν νάθελε να μιλήση.
Όσο για τον Μαξιμιλιανό είχε πάψη να φοβάται, λες κι΄ αδιαφορούσε για όλα…
Άκουγε τη θάλασσα. Γιατί, τώρα η θάλασσα μιλούσε, κι΄ ήταν σαν να επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα… όλο και πιο δυνατά, ίσως γιατί νόμιζε πως δεν άκουγε… τι του έλεγε.
Μα ο Μαξιμιλιανός την άκουγε πολύ καλά…
– Ο Θεός είναι σαν τον άνεμο… Είναι παντού… Δεν έχει μάτια…
Μα καθώς σκεφτόταν αυτά τα πράγματα, ένα παράξενο λευκό πρόσωπο έσκυψε απάνω του… Σίγουρα ο Θεός… Ο Θεός, που έσκυβε και του μιλούσε σε μια γλώσσα, που δεν την καταλάβαινε…
Κι΄ αυτός ο Θεός, είχε μάτια – μεγάλα γαλανά μάτια, που τον κύτταζαν με καλωσύνη…
Κάτι πήγε να πη ο Μαξιμιλιανός, αλλά δυό χέρια στιβαρά τον σήκωσαν, και τον ανέβασαν στ΄ αστέρια. Κάτω απ΄ τ΄ αστέρια που τον τύφλωναν με το αστραφτερό, υπερκόσμιο φως τους.
Κι΄ άλλοι μιλούσαν τη γλώσσα που δεν καταλάβαινε, κι΄ έλεγαν μεταξύ τους:
– Πούαρ λητλ ντέβιλς!… Κακόμοιρα μικρά!
Τότε μια καμπάνα χτύπησε, κι΄ ο ξανθός Θεός τούδωσε να πιη κάτι ζεστό κι΄ ευχάριστο… Κι΄ όλα απότομα σκοτείνιασαν, και σβήσανε τ΄ αστέρια.
Ο Μαξιμιλιανός κοιμόταν κάτω από ένα ηλεκτρικό γλομπάκι στο μεγάλο βαπόρι «Ρίο Ιανέϊρο», που τους βρήκε και τους περιμάζεψε στο δρόμο του.
Ο Στέφανος, ο μικρούλης ξανθούλης, πεθαμένος κοίτονταν δίπλα του… Στο χέρι κρατούσε σφιχτά το χρυσό ναπολεόνι…
Η ώρα ήταν τέσσαρες το πρωΐ…
ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ
(Πηγή: Περιοδικό «Μπουκέτο», Τόμ. 12, Αρ. 569 [1935])
Αναδημοσίευση από: ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΝΕΑ